Τι σημαίνει το test στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης test στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του test στο Αγγλικά.

Η λέξη test στο Αγγλικά σημαίνει διαγώνισμα, δοκιμή, δοκιμή, ελέγχω, εξετάζω, εξετάζω, ελέγχω, εξετάζω, κριτήριο, φιλικός αγώνας, παίρνω...βαθμό, βάζω σε δοκιμασία, δοκιμάζω, διαγώνισμα, αποφασιστική δοκιμασία, τεστ οξύτητας, πρώτη δοκιμή, εξέταση αντισωμάτων, τεστ ικανοτήτων, δεύτερος δοκιμαστικός έλεγχος, τεστ νοημοσύνης, κάνω επαναληπτικό δοκιμαστικό έλεγχο, αιματολογική εξέταση, αλκοτέστ, κάνω αλκοτέστ σε κπ, στατιστικός έλεγχος του Χ2, άσκηση συμπλήρωσης κενών, διαγνωστική εξέταση, εξετάσεις για δίπλωμα, έλεγχος ανίχνευσης ουσιών, εξέταση όρασης, δοκιμάζω υπό κανονικές συνθήκες, εξέταση γενετικών δεικτών, πολλών οκτανίων, τεστ νοημοσύνης, επιστημονικό πείραμα, ακουστική εξέταση, εξετάσεις/διαγώνισμα σε γραφή και ανάγνωση, βάμμα ηλιοτροπίου, λυδία λίθος, οικονομική αξιολόγηση, ελέγχω τους οικονομικούς πόρους, ιατρική εξέταση, μοριακό τεστ, προφορική εξέταση, προφορική εξέταση, τεστ Παπανικολάου, τεστ πατρότητας, εξέταση PCR, δοκιμασία επίδοσης, τεστ προσωπικότητας, εξέταση αξιολόγησης, εξέταση αξιολόγησης, διαγώνισμα ικανοτήτων, τεστ εγκυμοσύνης, Προκαταρκτική Εξέταση Σχολικών Δεξιοτήτων, δοκιμάζω, οδική δοκιμή, ακρόαση, έντονη δοκιμασία/ταλαιπωρία, δερματικό τεστ, τεστ Παπανικολάου, τεστ ορθογραφίας, αντέχω στο χρόνο, τυποποιημένη εξέταση, εξέταση δυσκαμψίας αρθρώσεων, δοκιμή αντοχής, τεστ αντοχής, έχω διαγώνισμα, απαγόρευση πυρηνικών δοκιμών, νομική υπόθεση που δημιουργεί δικαστικό προηγούμενο, δοκιμαστής αυτοκινήτων, δοκιμαστική πτήση, αντίγραφο διαγωνίσματος, πιλότος δοκιμών, βγαίνω θετικός, βγαίνω θετικός για κτ, δοκιμή, βολιδοσκοπώ την κατάσταση, δοκιμαστικός σωλήνας, του δοκιμαστικού σωλήνα, τράπεζα δοκιμής, παιδί του σωλήνα, στατώ δοκιμαστικών σωλήνων, έλεγχος μονάδας, τεχνικός έλεγχος οχήματος, εξέταση λεξιλογίου, γραπτό διαγώνισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης test

διαγώνισμα

noun (examination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a German test today; I hope I get good results.
Σήμερα έχω τεστ στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό.

δοκιμή

noun (analysis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientists are going to run their tests.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγα στο γιατρό για να κάνω μια εξέταση αίματος.

δοκιμή

noun (performance check, evaluation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientists plan to run a final test on the rocket at the end of the month.
Οι επιστήμονες σκοπεύουν να κάνουν μια τελευταία δοκιμή του πυραύλου στο τέλος του μήνα.

ελέγχω

transitive verb (check performance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sensors will test the strength of the fibres.
Οι αισθητήρες θα ελέγξουν την αντοχή των ινών.

εξετάζω

transitive verb (check knowledge) (στο σχολείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξετάζω

transitive verb (perform medical check)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor tested Mark for TB.
Ο γιατρός έκανε εξετάσεις φυματίωσης στον Μαρκ.

ελέγχω

transitive verb (try out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I want to test the program today to see if it works.
Θέλω να ελέγξω το πρόγραμμα για να δω αν δουλεύει.

εξετάζω

transitive verb (analyse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Neil is having his urine tested for various disorders.

κριτήριο

noun (criterion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The test of a good athlete is discipline.
Αυτό που ξεχωρίζει τον καλό αθλητή είναι η πειθαρχία.

φιλικός αγώνας

noun (cricket: test match)

England performed well in today's test against India.

παίρνω...βαθμό

intransitive verb (US, informal (achieve a test result) (στο τεστ, διαγώνισμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother always tests well.
Ο αδερφός μου πάντα παίρνει καλό βαθμό στα τεστ.

βάζω σε δοκιμασία

transitive verb (put under strain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The long wait tested Jessica's patience. The realisation that the project was more difficult than he had thought tested Tim's resolve.

δοκιμάζω

phrasal verb, transitive, separable (try, use experimentally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think I'll test out this new floor polish.

διαγώνισμα

noun (school: assessment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She performed at the 95th percentile on the math achievement test.

αποφασιστική δοκιμασία

noun (figurative (decisive indicator)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The acid test in becoming a good cook is making a perfect soufflé.

τεστ οξύτητας

noun (chemistry: litmus test)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρώτη δοκιμή

noun (software: first trial) (Η/Υ)

εξέταση αντισωμάτων

noun (test for infectious disease)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεστ ικανοτήτων

noun (test of innate ability)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aptitude tests suggest that I should be a gardener or an archaeologist.

δεύτερος δοκιμαστικός έλεγχος

noun (software: second trial) (Η/Υ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although participants in a beta test get new software before anyone else, they must accept that it may not work properly.

τεστ νοημοσύνης

noun (intelligence test)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω επαναληπτικό δοκιμαστικό έλεγχο

transitive verb (software: trial again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company is looking for volunteers to beta test the software upgrade.

αιματολογική εξέταση

noun (lab test on blood sample)

His blood test showed a high cholesterol level.
Η αιματολογική εξέτασή του έδειξε υψηλά επίπεδα χοληστερόλης.

αλκοτέστ

noun (law: to check alcohol level)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάνω αλκοτέστ σε κπ

transitive verb (law: test alcohol level)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στατιστικός έλεγχος του Χ2

noun (mathematics: statistical test) (μαθηματικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We will use a chi-square test to see if the actual statistical distribution fits the theoretical distribution.
Θα χρησιμοποιήσουμε έναν στατιστικό έλεγχο του Χ2 για να δούμε αν η πραγματική στατιστική κατανομή ταιριάζει με τη θεωρητική κατανομή.

άσκηση συμπλήρωσης κενών

noun (exercise: fill in blanks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαγνωστική εξέταση

noun (detects illness)

An MRI is an example of a diagnostic test.

εξετάσεις για δίπλωμα

noun (exam for learner drivers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gina failed her driver's test several times before finally passing.

έλεγχος ανίχνευσης ουσιών

noun (screening for drugs in body)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At the Olympics, athletes must undergo a drug test to check that they have not consumed performance-enhancing drugs.

εξέταση όρασης

noun (colloquial (sight test)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You don't need to take another driving test to renew your license, you just have to take an eye exam to prove to the inspector that you can still see well enough to drive.

δοκιμάζω υπό κανονικές συνθήκες

transitive verb (figurative (trial [sth] under real conditions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξέταση γενετικών δεικτών

noun (test using DNA for identification)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολλών οκτανίων

adjective (gasoline: high-octane) (βενζίνη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεστ νοημοσύνης

noun (test to measure intelligence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the past, all school students had to take an intelligence test.

επιστημονικό πείραμα

noun (scientific experiment or analysis)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακουστική εξέταση

noun (aural examination)

εξετάσεις/διαγώνισμα σε γραφή και ανάγνωση

noun (exam in basic reading and writing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All students have to pass a basic literacy test before they can be accepted onto the course.

βάμμα ηλιοτροπίου

noun (test for acidity or alkalinity) (δείκτης για PH)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λυδία λίθος

noun (figurative (decisive basis for judgement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οικονομική αξιολόγηση

noun (appraisal of [sb]'s financial situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After the means test his application for unemployment benefits was denied.

ελέγχω τους οικονομικούς πόρους

transitive verb (determine eligibility for benefits) (για χορήγηση επιδόματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιατρική εξέταση

noun (diagnostic exam or procedure)

μοριακό τεστ

noun (diagnostic check done in laboratory)

προφορική εξέταση

noun (spoken examination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oral tests are an alternative to written exams in a variety of subjects.

προφορική εξέταση

noun (spoken language exam)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The students had to prepare for an oral test to demonstrate their conversational Spanish.

τεστ Παπανικολάου

noun (US (test for cervical cancer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τεστ πατρότητας

noun (scientific test to prove fatherhood)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εξέταση PCR

noun (initialism (method of screening for infection)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δοκιμασία επίδοσης

(psychology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεστ προσωπικότητας

noun (psychological evaluation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A personality test can tell you something about yourself.

εξέταση αξιολόγησης

noun (assessment test)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many schools require a placement examination in order to decide which program is best for the student.
Πολλά σχολεία ζητούν μια εξέταση αξιολόγησης, για να αποφασίσουν ποιο πρόγραμμα είναι το καλύτερο για το μαθητή.

εξέταση αξιολόγησης

noun (assessment exam)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We give all incoming freshmen a placement test to see what level math they should start at.

διαγώνισμα ικανοτήτων

noun (exam: measures skill, competence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She passed her theory test but failed the practical test.

τεστ εγκυμοσύνης

noun (diagnostic kit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Chris and Laura could hardly breathe as they waited for the results of the pregnancy test.

Προκαταρκτική Εξέταση Σχολικών Δεξιοτήτων

noun (US, initialism (college entrance exam)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δοκιμάζω

verbal expression (check performance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new safety procedures were put to the test when there was a fire in the basement.

οδική δοκιμή

noun (US (test of vehicle in use)

The article reports results from the road tests of three new cars.

ακρόαση

noun (film audition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Actors' screen tests are enjoyable to watch because they show the first reading of a script.

έντονη δοκιμασία/ταλαιπωρία

noun (ordeal, extreme trial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spending the winter in the mountains was a severe test of their determination.

δερματικό τεστ

noun (medical test for allergies, etc.)

τεστ Παπανικολάου

noun (pap smear: cervical cancer check) (ιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τεστ ορθογραφίας

noun (school: quiz to check spelling)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντέχω στο χρόνο

verbal expression (last, endure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τυποποιημένη εξέταση

noun (same test for everyone)

The SAT is a standardized test that is widely used for college admissions.

εξέταση δυσκαμψίας αρθρώσεων

noun (diagnostic test for arthritis)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δοκιμή αντοχής, τεστ αντοχής

noun (check made on strength or stability)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω διαγώνισμα

verbal expression (sit an exam or quiz)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have to take a test in biology next week.

απαγόρευση πυρηνικών δοκιμών

noun (agreement not to test nuclear weapons)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νομική υπόθεση που δημιουργεί δικαστικό προηγούμενο

noun (court case that sets a precedent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δοκιμαστής αυτοκινήτων

noun (tests cars)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δοκιμαστική πτήση

noun (aircraft's trial journey)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Something went wrong during the test flight and the plane crashed.

αντίγραφο διαγωνίσματος

noun (copy of an exam)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some unscrupulous students got hold of the test papers before the exam and sold them.

πιλότος δοκιμών

noun ([sb] who flies aircraft to trial them)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βγαίνω θετικός

(have positive result) (σε εξέταση)

Out of all the patients screened for the virus, only 20% tested positive.

βγαίνω θετικός για κτ

verbal expression (have positive result for a condition) (σε εξέταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δοκιμή

noun (trial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rory took his race car to the track for a test run.

βολιδοσκοπώ την κατάσταση

verbal expression (figurative (assess or evaluate [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δοκιμαστικός σωλήνας

noun (glass vial)

του δοκιμαστικού σωλήνα

noun as adjective (relating to a test tube)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τράπεζα δοκιμής

noun (engineering: testing area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παιδί του σωλήνα

noun (informal (person: conceived in-vitro) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Test-tube babies are common these days.

στατώ δοκιμαστικών σωλήνων

noun (laboratory: holder for test tubes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έλεγχος μονάδας

noun (software check)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τεχνικός έλεγχος οχήματος

noun (MOT: exam that checks roadworthiness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξέταση λεξιλογίου

noun (short exam checking word knowledge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I did quite well on the vocabulary test.

γραπτό διαγώνισμα

noun (exam carried out on paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The exam consists of three written tests and one oral. She passed the written test but failed the driving test.
Το διαγώνισμα αποτελείται από τρία γραπτά διαγωνίσματα και ένα προφορικό. Πέρασε το γραπτό διαγώνισμα αλλά κόπηκε στο τεστ οδήγησης.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του test στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του test

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.