Τι σημαίνει το examination στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης examination στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του examination στο Αγγλικά.

Η λέξη examination στο Αγγλικά σημαίνει εξέταση, εξέταση, εξέταση, διεξοδική εξέταση, εξέταση, εισαγωγικές εξετάσεις, εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, γενικές ιατρικές εξετάσεις, ιατρική εξέταση, ιατρική εξέταση, πρόβα εξετάσεων, προφορικά, προφορική εξέταση, προφορική εξέταση, στοματική εξέταση, πυελική εξέταση, ιατρική εξέταση, σωματική εξέταση, εξέταση αξιολόγησης, νεκροψία, προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση, αυτοσκόπηση, αυτοεξέταση, στοχασμός, προβληματισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης examination

εξέταση

noun (inspection of evidence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police force's examination of the evidence was inadequate.
Η εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων από τις αστυνομικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκής.

εξέταση

noun (slightly formal (test of knowledge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There will be an examination for all students at the end of the course.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το διαγώνισμα που μας έβαλε η δασκάλα στα μαθηματικά ήταν πολύ δύσκολο.

εξέταση

noun (medical inspection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor sent the patient to see a specialist for a more thorough examination.
Ο γιατρός παρέπεμψε τον ασθενή σε έναν εξειδικευμένο γιατρό για μια πιο λεπτομερή εξέταση.

διεξοδική εξέταση

noun (thorough testing or investigation)

We gave the dog a comprehensive examination but found no fleas.
Περάσαμε τον σκύλο από διεξοδική εξέταση, αλλά δε βρήκαμε ψύλλους.

εξέταση

noun (often plural (test covering a range of subjects) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He will graduate when he passes the comprehensive examination. She went to bed early because her comprehensives are tomorrow.

εισαγωγικές εξετάσεις

noun (admission test)

To be eligible for admission, you have to take an entrance examination.

εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών

noun (US, Can (grad school test)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών

noun (US, Can (Graduate Record Examination)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γενικές ιατρικές εξετάσεις

noun (physical check-up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My father looked pale and tired so I made him a doctor's appointment for a health examination.

ιατρική εξέταση

noun (colloquial, abbreviation (medical examination)

ιατρική εξέταση

noun (physical inspection by doctor)

All boys are given a medical examination before starting military service.

πρόβα εξετάσεων

noun (UK, colloquial (practice exam)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προφορικά

noun (informal, abbreviation (exam) (καθομιλουμένη)

Elizabeth failed her French oral.

προφορική εξέταση

noun (examination conducted in spoken words)

Many foreign language teachers give oral examinations to demonstrate a student's mastery of the spoken language.

προφορική εξέταση

noun (viva: spoken doctoral exam)

My oral examination involves going before the proctors and defending my doctoral thesis.

στοματική εξέταση

noun (medical inspection of the mouth)

An oral examination by the dentist revealed that I needed two fillings.

πυελική εξέταση

noun (medical inspection of vagina and cervix)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιατρική εξέταση

noun (medical inspection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Army wouldn't accept him because he failed the physical examination.

σωματική εξέταση

noun (physical education test)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξέταση αξιολόγησης

noun (assessment test)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many schools require a placement examination in order to decide which program is best for the student.
Πολλά σχολεία ζητούν μια εξέταση αξιολόγησης, για να αποφασίσουν ποιο πρόγραμμα είναι το καλύτερο για το μαθητή.

νεκροψία

noun (autopsy) (χωρίς τομές)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They don't know how he died – that's why they're doing a post-mortem examination.

προκαταρκτική εξέταση

noun (preparatory test)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Preliminary examinations indicate that the patient is simply suffering from exhaustion. However, further tests should be conducted to rule out other causes.
Οι προκαταρτικές εξετάσεις έδειξαν ότι ο ασθενής υποφέρει απλά από εξάντληση. Ωστόσο, περαιτέρω εξετάσεις θα διενεργηθούν προκειμένου να αποκλειστούν άλλα αίτια.

προανάκριση

noun (initial investigation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοσκόπηση, αυτοεξέταση

noun (inspection of one's own body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A monthly self-examination can help prevent breast cancer.

στοχασμός, προβληματισμός

noun (introspective reflection)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του examination στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του examination

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.