Τι σημαίνει το study στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης study στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του study στο Αγγλικά.

Η λέξη study στο Αγγλικά σημαίνει σπουδάζω, εξετάζω, μελετώ, μελετώ, γραφείο, μελέτη, έρευνα, μελέτη, μελέτη, μελέτη, σπουδή, προσχέδιο, σπουδάζω για να γίνω κτ, μελετώ για κτ, μελετώ διεξοδικά, μελέτη Αγίας Γραφής, case study, διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα, ακαδημαΐκό πρόγραμμα σπουδών, τομέας σπουδών, τομέας σπουδών, επιτόπια μελέτη, επιτόπια μελέτη, εκμάθηση ξένων γλωσσών, κατ' οίκον εκπαίδευση, ατομική εκπαίδευση, ατομική διδασκαλία, εκμάθηση ξένων γλωσσών, βασικό πεδίο σπουδών, μελέτη του φυσικού κόσμου, δοκιμή, προκαταρκτική εξέταση, προπαρασκευαστική μελέτη, που μαθαίνει εύκολα, έρευνα, μελέτη ασφαλείας, αυτοδιδασκαλία, αυτοδιδασκαλίας, σπουδάζω στο εξωτερικό, ομάδα μελέτης, οδηγός μελέτης, αίθουσα μελέτης, φοιτητική άδεια, σπουδαστική άδεια, εκπαιδευτική άδεια, σημειώσεις, εκπαιδευτικό ταξίδι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης study

σπουδάζω

transitive verb (attempt to learn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I want to study law.
Θέλω να σπουδάσω νομική.

εξετάζω, μελετώ

transitive verb (analyse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The scientist is going to study the results.
Ο επιστήμονας θα εξετάσει (or: μελετήσει) τα αποτελέσματα.

μελετώ

intransitive verb (work to learn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you want high marks, you must study.
Αν θέλεις υψηλούς βαθμούς πρέπει να διαβάσεις.

γραφείο

noun (room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Father is having tea in the study.
Ο πατέρας πίνει το τσάι του στο γραφείο.

μελέτη

noun (written account)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our department presented a study at the conference.
Το τμήμα μας παρουσίασε μια μελέτη στο συνέδριο.

έρευνα

noun (investigation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dr. Morton will aid the scientists in their study.
Ο Δόκτωρ Μόρτον θα βοηθήσει τους επιστήμονες στην έρευνά τους.

μελέτη

noun (observation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Charles was lost in his study of a leaf.
Ο Τσαρλς ξεχάστηκε με τη μελέτη ενός φύλλου.

μελέτη

noun (often plural (branch of learning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Botany is the study of plants.
Η βοτανική είναι η μελέτη των φυτών.

μελέτη

noun (act of studying)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The visitors interrupted the student's study.

σπουδή

noun (music: composition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The next piece is a study for piano in A-minor.

προσχέδιο

noun (art: exercise, guide)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Da Vinci drew lots of studies of body parts.

σπουδάζω για να γίνω κτ

verbal expression (become educated to qualify as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He spent 3 years abroad, presumably studying to be an architect.
Πέρασε 3 χρόνια στο εξωτερικό, δήθεν σπουδάζοντας αρχιτεκτονική.

μελετώ για κτ

(learn or revise for: an exam)

Make sure you study well for your upcoming exams.

μελετώ διεξοδικά

transitive verb (scrutinize)

The committee will study the panel's findings.

μελέτη Αγίας Γραφής

noun (lessons in religious scripture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The women are beginning a Bible study class every Thursday morning.

case study

noun (detailed individual example) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
To assist you in understanding the translation process, I have prepared a case study of a book translation.
Για να σας βοηθήσω να καταλάβετε τη διαδικασία της μετάφρασης, έχω προετοιμάσει μια μελέτη περίπτωσης σχετικά με τη μετάφραση ενός βιβλίου.

διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα

verbal expression (perform an investigation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've been researching for my thesis but I still need to conduct a study to test my hypothoses.

ακαδημαΐκό πρόγραμμα σπουδών

noun (learning programme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τομέας σπουδών

noun (US (subject: major)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I chose Classics as my course of study.

τομέας σπουδών

noun (research: area)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Joe's field of study is French literature.

επιτόπια μελέτη

noun (observation of nature in the wild)

it was essential to conduct a field study to get to know the bird species better in their own habitat.

επιτόπια μελέτη

noun (observation off-site)

εκμάθηση ξένων γλωσσών

noun (learning of other languages)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foreign-language study is best done in the country in question.

κατ' οίκον εκπαίδευση

(education)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ατομική εκπαίδευση, ατομική διδασκαλία

noun (self-directed learning)

εκμάθηση ξένων γλωσσών

noun (learning of foreign languages)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a degree in mathematics, but my true love is language study.

βασικό πεδίο σπουδών

noun (research: main area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My major field of study is Greek, and I am minoring in art history.

μελέτη του φυσικού κόσμου

noun (learning about nature through direct experience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We enjoy bird watching and other kinds of nature study.

δοκιμή

noun (trial done for research)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drug has not yet been approved, but the results of the pilot study were very positive.

προκαταρκτική εξέταση

noun (initial report or investigation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A preliminary study suggests a link between passive smoking and lung cancer, but further studies are needed to prove this conclusively.

προπαρασκευαστική μελέτη

noun (initial report or investigation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που μαθαίνει εύκολα

noun (fast learner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boy is a quick study.

έρευνα

noun (investigation, information-gathering) (επιστημονική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Recent research study has revealed that discrimination is still common in many workplaces.

μελέτη ασφαλείας

noun (investigation into hazards of [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυτοδιδασκαλία

noun (teaching yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοδιδασκαλίας

noun as adjective (relating to teaching yourself) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σπουδάζω στο εξωτερικό

(study in foreign country)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After high school, she intended to study abroad.

ομάδα μελέτης

noun (people who study together)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οδηγός μελέτης

noun (subject notes or summary used for revision)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αίθουσα μελέτης

noun (US (time for independent study)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φοιτητική άδεια, σπουδαστική άδεια, εκπαιδευτική άδεια

noun (sabbatical)

σημειώσεις

plural noun (subject guide used for revision)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εκπαιδευτικό ταξίδι

noun (visit made for academic research)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του study στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του study

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.