Τι σημαίνει το anchor στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης anchor στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του anchor στο Αγγλικά.

Η λέξη anchor στο Αγγλικά σημαίνει άγκυρα, κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστρια, στήριγμα, κολόνα, anchor text, anchor, σταθεροποιητής, αράζω, στερεώνω, παρουσιάζω, στερεώνω, αγκυροβολώ, ούπα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης anchor

άγκυρα

noun (boat: mooring device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ship's anchor was smaller than expected.
Η άγκυρα του πλοίου ήταν μικρότερη από το αναμενόμενο.

κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστρια

noun (mainly US (anchorman, anchorwoman)

Maria is the anchor for the six o'clock news.

στήριγμα

noun (figurative (person: emotional support) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When his mother died, Bebe was Dexter's anchor.

κολόνα

noun (figurative (most important person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Russell was the anchor of the family, and everyone missed him while he was away.

anchor text

noun (web page: shortcut link) (ζαργκόν)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
This underlined text is an anchor that takes you straight to the end of the article.

anchor

adjective (on web page) (ζαργκόν)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Anchor text is one of the main factors of a website's search engine ranking.
Το anchor text είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που παίζουν ρόλο στην κατάταξη μιας ιστοσελίδας στα αποτελέσματα των μηχανών αναζήτησης.

σταθεροποιητής

noun (building: securing device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The anchors are set into the concrete.

αράζω

transitive verb (boat: moor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The captain anchored the boat near shore.
Το πλοίο αγκυροβόλησε κοντά στην ακτή.

στερεώνω

transitive verb (fix [sth] in ground)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The campers hurriedly anchored the corners of the tent as the storm approached.
Οι εκδρομείς στερέωσαν γρήγορα τις άκρες της σκηνής καθώς πλησίαζε η καταιγίδα.

παρουσιάζω

transitive verb (mainly US (host a news programme) (εκπομπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Della is anchoring the evening news now on that station.

στερεώνω

transitive verb (figurative (make steady, secure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crew anchored the beam in place with brackets and heavy-duty bolts.
Το πλήρωμα στερέωσε τον δοκό στη θέση του με άγκιστρα και με μπουλόνια μεγάλης αντοχής.

αγκυροβολώ

intransitive verb (secure a boat or ship in place)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ούπα

noun (small reinforcing rod)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του anchor στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.