Τι σημαίνει το ancient στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ancient στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ancient στο Αγγλικά.

Η λέξη ancient στο Αγγλικά σημαίνει αρχαίος, αρχαίος, αρχαίος, αρχαίοι, παππούς, γιαγιά, παλαιό καθεστώς, ξεπερασμένος, Αρχαία Αίγυπτος, αρχαία ιστορία, αποτελώ παρελθόν, κοινό μυστικό, αρχαία εποχή, αρχαιότητα, παράδοση, αρχαίος κόσμος, στα αρχαία χρόνια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ancient

αρχαίος

adjective (structure, object: very old) (από την αρχαιότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ancient church is in a state of disrepair.
Η παμπάλαια εκκλησία είναι ερειπωμένη.

αρχαίος

adjective (era: old, esp. classical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Drew is studying ancient civilizations in school.
Η Ντρου μελετά αρχαίους πολιτισμούς στο σχολείο.

αρχαίος

adjective (humorous, informal (person, age: very old) (καθομ, μτφ, ειρωνικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When you're a child, all adults seem ancient.
Όταν είσαι παιδί, όλοι οι ενήλικοι σου φαίνονται γέροι.

αρχαίοι

plural noun (people long ago)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
This tradition has been passed down from the ancients.
Αυτή η παράδοση έχει προέλθει από τους παππούδες μας.

παππούς, γιαγιά

noun (informal, humorous, pejorative (elderly person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Sidney couldn't walk quickly because of the group of ancients in front of her.
Η Σίνδεϋ δεν μπορούσε να περπατήσει γρήγορα εξαιτίας μιας ομάδας γέρων μπροστά της.

παλαιό καθεστώς

noun (political system in France)

ξεπερασμένος

noun (figurative (outdated system)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There's no need for new employees to learn the old software; it's ancien régime.

Αρχαία Αίγυπτος

noun (historical (old civilization)

Ancient Egypt is my favorite part of history.

αρχαία ιστορία

noun (history before 476 A.D.)

αποτελώ παρελθόν

verbal expression (figurative, informal (no longer be relevant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't worry about that! It's ancient history.

κοινό μυστικό

noun (informal (common knowledge) (μεταφορικά)

αρχαία εποχή, αρχαιότητα

plural noun (antiquity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Classicists study the history, philosophy, languages, and societies of ancient times.

παράδοση

noun (traditional beliefs, mysticism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχαίος κόσμος

noun (civilization of the distant past)

Many people of the ancient world had no notion of an alphabet.

στα αρχαία χρόνια

adverb (long ago)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
In ancient times, there was a burial ground on that hill.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ancient στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ancient

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.