Τι σημαίνει το cable στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cable στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cable στο Αγγλικά.

Η λέξη cable στο Αγγλικά σημαίνει σύρμα, τηλεγράφημα, τηλεγραφώ, τηλεγραφώ, ναυτικό στάδιο, αλυσίδα, καλωδιακή τηλεόραση, καλωδιώνω, βάζω καλωδιακή, καλώδιο μπαταρίας, τραμ, τελεφερίκ, καλωδιοκίνητος σιδηρόδρομος, καλωδιακή τηλεόραση, έμβασμα, καλωδιακή τηλεόραση, πλεκτό πουλόβερ, με δυνατότητα σύνδεσης στη δορυφορική τηλεόραση, ομοαξονικό καλώδιο, μπαλαντέζα, καλώδιο, τραμ, υπόγειο καλώδιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cable

σύρμα

noun (wire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The acrobats are suspended with wire cables so they appear to be flying.
Οι ακροβάτες αιωρούνται από σύρματα ώστε να φαίνεται ότι πετούν.

τηλεγράφημα

noun (dated (wired message)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A cable came through this morning.
Σήμερα το πρωί ήρθε ένα τηλεγράφημα.

τηλεγραφώ

(dated (send by telegraph) (κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian cabled a message to his mother.
Ο Μπράιαν τηλεγράφησε ένα μήνυμα στη μητέρα του.

τηλεγραφώ

transitive verb (dated (send a telegraph to) (κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The agent cabled the government an urgent message.
Ο πράκτορας τηλεγράφησε στην κυβέρνησή του ένα επείγον μήνυμα.

ναυτικό στάδιο

noun (nautical measure: cable length)

αλυσίδα

noun (anchor chain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The deck on the ship is slippery, so be careful not to trip over the cable.

καλωδιακή τηλεόραση

noun (uncountable (cable television)

In the days before streaming video, we had cable.

καλωδιώνω

transitive verb (provide [sth/sb] with cable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω καλωδιακή

transitive verb (often passive (supply with cable television) (στο σπίτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our house isn't cabled, so we only get local channels.

καλώδιο μπαταρίας

noun (connects cars' batteries)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τραμ

noun (US (streetcar on cable railway)

When we visited San Francisco, we took a ride on the cable car.

τελεφερίκ

noun (UK (ski lift)

The skiiers took the cable car to the top of the slope.

καλωδιοκίνητος σιδηρόδρομος

(trains)

καλωδιακή τηλεόραση

noun (TV broadcasting via cable)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έμβασμα

noun (money-sending method)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλωδιακή τηλεόραση

noun (informal, abbreviation (cable television)

πλεκτό πουλόβερ

noun (knitted sweater)

με δυνατότητα σύνδεσης στη δορυφορική τηλεόραση

adjective (can connect for cable TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομοαξονικό καλώδιο

noun (cable for conducting signals)

A coaxial cable is used to carry a TV signal from the antenna to the TV.

μπαλαντέζα

noun (electrical lead)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλώδιο

noun (electricity supply line)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As there was no mains supply on the camp site, we had to run a power cable from a generator.

τραμ

noun (UK (passenger car on cable railway)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Most cities did away with their trams in the 20th century.

υπόγειο καλώδιο

noun (large pipe running under the earth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Electric power is transmitted via underground cables.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cable στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cable

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.