Τι σημαίνει το and στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης and στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του and στο Αγγλικά.
Η λέξη and στο Αγγλικά σημαίνει και, με, και, και, και, συν, και, και, ολόκληρος, και, και, υπέρ το δέον, υπερβάλλων ζήλος, αναγνωρίζομαι και συμφωνούμαι, τμήμα επειγόντων περιστατικών, πόνοι, πονάκια, δράση και αντίδραση, προσθέτω, προσθέτω, αναμειγνύω, σε τελική ανάλυση, ξανά και ξανά, ηλικίας από... μέχρι, είμαι συνένοχος, συνέργια, -, ζωντανός, ακμαίος, ζει και βασιλεύει, υπάρχει ακόμα, όλοι, ενώνω, συνδέω, κάνω κτ εναλλάξ, κάνω κτ εναλλάξ με κτ άλλο, για πάντα, ενώνω, συγχωνεύω, συνδυάζω, ενώνω, συγχωνεύω, ο κούκος αηδόνι, τα πάντα, επίσης, επιπλέον, και όλα αυτά, και τα λοιπά, και όλα όσα συνεπάγεται, και τα σχετικά, και όλα τα σχετικά, και τα λοιπά, επίσης, και πάει λέγοντας, και τα λοιπά, ένας θεός ξέρει τι άλλο, Και τώρα, Και τώρα, επομένως, άρα, συνεπώς, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά, και τα λοιπά, και ούτω καθεξής, και άλλα συναφή είδη, και άλλα παρόμοια είδη, και τα λοιπά, τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά, αμέσως μετά, και μετά, και ακόμα περισσότερο, και όλα τα σχετικά, και όλα τα σχετικά, και άλλα τέτοια, ή/και, όλοι ανεξαιρέτως, τα πάντα, ετοιμοπόλεμος, χειροτεχνία, Τέχνες και Χειροτεχνίες, κίνημα Τέχνες και Χειροτεχνίες, χειροδικία, επίθεση, ενεργητικό και παθητικό, μπερδεμένος, στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή, κατάλυμα τύπου bed and breakfast, άσπρο-μαύρο, ασπρόμαυρος, πίσω μπρος, μπρος πίσω, παλινδρομικός, παλίνδρομος, κους-κους, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, από την καλή και από την ανάποδη, αυγά με μπέικον, αγριοστροφύλλι, δόλωµα και µεταστροφή, δόλωμα, παραπλανητικός, μπάλα, ζυγός, το στεφάνι μου, σφαιροειδής άρθρωση, σφαιρική άρθρωση, μπαράκια, είμαι τα μάτια και τ' αυτιά κάποιου, είμαι η ψυχή του/της, ο αυτοσκοπός, ο καλύτερος, διατροφή και στέγαση, διατροφή και κατάλυμα, οικογενειακή εστία, bed and breakfast, Β&Β, διαμονή με πρωινό, αρχή και τέλος, φρουφρού και αρώματα, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, από τώρα μέχρι τότε, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, μεταξύ μας, ψιλοπράγματα, μελανός, μελανιασμένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ασπρόμαυρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης and
καιconjunction (as well as) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) I bought beer and wine. Αγόρασα μπίρα και κρασί. |
μεconjunction (with) I'd like some strawberries and cream. Θα ήθελα φράουλες με σαντιγί. |
καιconjunction (as a result) (ως αποτέλεσμα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Try harder and you will succeed. Προσπάθησε περισσότερο και θα τα καταφέρεις. |
καιconjunction (then) (έπειτα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) I got dressed and went downstairs. Ντύθηκα και κατέβηκα κάτω. |
και, συνconjunction (mathematics: plus) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Two and two make four. Δύο και (or: συν) δύο ίσον τέσσερα. |
καιconjunction (giving alternatives) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) I have to choose between walking and driving. Πρέπει να διαλέξω μεταξύ του να πάω με τα πόδια και του να οδηγήσω. |
καιconjunction (at the same time) (συνάμα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) This will make you warm and comfortable. |
ολόκληροςconjunction (repeating for emphasis) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She walked miles and miles. Περπάτησε μίλια ολόκληρα. |
καιconjunction (as opposed to) (άλλη ποιότητα, ικανότητα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) There are teachers, and then there are teachers! Υπάρχουν καθηγητές και καθηγητές! |
καιconjunction (another thing) (αλλαγή θέματος) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) The police have studied the evidence and I understand they have charged someone with the crime. |
υπέρ το δέονpreposition (figurative (more than expected) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She always goes above and beyond what is expected of her. Πάντα δίνει και με το παραπάνω αυτό που αναμένεται από αυτήν. |
υπερβάλλων ζήλοςexpression (more than required) (επιδεικνύω) He was honored for performing above and beyond the call of duty. |
αναγνωρίζομαι και συμφωνούμαιverbal expression (terms: be legally agreed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τμήμα επειγόντων περιστατικώνnoun (UK (emergency room) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πόνοι, πονάκιαplural noun (minor ailments) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I have a lot of aches and pains; it's part of growing older! |
δράση και αντίδρασηnoun (physics: opposing forces) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσθέτωtransitive verb (mathematics: calculate total) (μαθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you add one and six, the total is seven. |
προσθέτω(calculate the total) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Add these numbers together and divide the total by three. |
αναμειγνύω(combine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Add together the eggs and milk and whisk them until thoroughly mixed. |
σε τελική ανάλυσηexpression (ultimately) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After all is said and done, the decision to have a baby is a personal one. |
ξανά και ξανάadverb (repeatedly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) When you practice you must do the same thing again and again. |
ηλικίας από... μέχρι(in a given age range) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This program is designed for young people aged from 18 to 25. |
είμαι συνένοχοςverbal expression (be accomplice) This type of crime will no longer be tolerated and those who aid and abet the perpetrators will face the full force of the law. |
συνέργιαexpression (assisting a crime) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He was found guilty of aiding and abetting the murder. |
-plural noun (pretensions) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι συγγενείς της Φραν από το χωριό την κατηγορούν πως έχει καβαλήσει το καλάμι. |
ζωντανός, ακμαίοςadjective (colloquial, figurative (in good health) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's my father's 98th birthday, and he's still alive and kicking. |
ζει και βασιλεύειadjective (person: still alive and healthy) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπάρχει ακόμαadjective (figurative (industry, program: still active) |
όλοιnoun (everyone, no matter who) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) The lord complained that since he'd opened the castle to the public, he'd had to put up with all and sundry tramping through his home every weekend. |
ενώνω, συνδέωtransitive verb (join together) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The continuing crisis allied the two nations and strengthened their relationship. Η συνεχόμενη κρίση ένωσε τα δύο έθνη και ενίσχυσε τις σχέσεις τους. |
κάνω κτ εναλλάξ(switch between options) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In some spas, people alternate between hot and cold baths. |
κάνω κτ εναλλάξ με κτ άλλοtransitive verb (cause to change by turns) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In this part of the song, we will alternate playing loudly and and playing softly. Σε αυτό το κομμάτι του τραγουδιού θα παίξουμε εναλλάξ δυνατά και απαλά. |
για πάνταadverb (for all time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I will love you, always and forever. |
ενώνω, συγχωνεύω, συνδυάζωtransitive verb (blend, mix) (κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brass is obtained by amalgamating copper and zinc. |
ενώνωtransitive verb (combine) (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We workers will have greater power if we amalgamate our two main unions. |
συγχωνεύωtransitive verb (business, etc.: merge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ο κούκος αηδόνιnoun (slang, figurative (high price, high cost) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No, the price is too high - he wants an arm and a leg for that old car. Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο. |
τα πάνταadverb (informal (including everything) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I managed to stuff everything into my suitcase, clothes, shoes, souvenirs, and all. Κατάφερα να τα στριμώξω όλα στη βαλίτσα μου, ρούχα, παπούτσια, σουβενίρ, τα πάντα. |
επίσης, επιπλέονadverb (UK, slang (as well) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The dog bit my leg, then it attacked my brother, and all. |
και όλα αυτά, και τα λοιπάadverb (informal (etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και όλα όσα συνεπάγεταιadverb (and everything it entails) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She gave her sister a birthday party, with cake, ice cream, and all that goes with it. |
και τα σχετικάadverb (slang, figurative (and the like, etc.) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και όλα τα σχετικάexpression (informal (and similar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They found sea shells, driftwood, and all that sort of thing at the beach. |
και τα λοιπάexpression (informal (etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) For Christmas dinner we had roast turkey, Brussels sprouts, and all the rest of it. |
επίσηςconjunction (informal (and in addition) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Could you buy some bread...? Oh, and also some milk. Μπορείς ν' αγοράσεις λίγο ψωμί; Α, και λίγο γάλα επίσης. |
και πάει λέγονταςexpression (still increasing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και τα λοιπάadverb (etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ένας θεός ξέρει τι άλλοadverb (informal (and [sth] unknown) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I sent him out to do the shopping and he came back with a new TV and God knows what. |
Και τώραinterjection (next) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "And now," said the magician, "I will make a rabbit appear from this empty hat!" |
Και τώραinterjection (presenting [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "And now for our flagship product," said the salesman, moving on to the next slide. |
επομένως, άρα, συνεπώςadverb (therefore) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The student did not turn in his final research paper, and so he earned a failing grade for the course. Ο φοιτητής δεν παρέδωσε την τελική εργασία του. Συνεπώς δεν πέρασε το μάθημα. |
και ούτω καθεξής, και τα λοιπάadverb (et cetera) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I had to fill in a form with my name, address, and so forth. |
και τα λοιπάadverb (et cetera) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Victims of the disaster urgently need drinking water, food, medical supplies, and so on. Τα θύματα της καταστροφής χρειάζονται επειγόντως πόσιμο νερό, τρόφιμα, ιατρικά εφόδια και τα λοιπά. |
και ούτω καθεξήςadverb (et cetera) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) First we preheat the oven, and then we measure the ingredients; mix the eggs with the sugar, and so on and so forth. |
και άλλα συναφή είδη, και άλλα παρόμοια είδηexpression (and similar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There are a lot of waterfowl out on the lake—mergansers, geese, coots, and the like. Στη λίμνη, υπάρχουν πολλά υδρόβια πουλιά, όπως πρίστες, χήνες, νερόκοτες και άλλα παρόμοια είδη. |
και τα λοιπάadverb (etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elaine wants to be a rich woman living in a mansion with servants, a swimming pool, and the rest. |
τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστάexpression (what happened is well known) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I met your mum in a bar, and the rest is history! |
αμέσως μετά, και μετάconjunction (immediately afterwards) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We'll finish painting, and then we'll eat dinner. Θα τελειώσουμε το βάψιμο και μετά θα φάμε βραδινό. |
και ακόμα περισσότεροadverb (informal (even more) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) If you will sell me your car, I will give you your price and then some. |
και όλα τα σχετικάexpression (informal (and the like, and similar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
και όλα τα σχετικάadverb (informal (and similar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και άλλα τέτοιαadverb (informal (etc., and things of that kind) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The museum displays items relating to the local fishing industry, such as nets, anchors and whatnot. |
ή/καιconjunction (informal (either or both) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
όλοι ανεξαιρέτωςadjective (every) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Please send any and all complaints to the manager. |
τα πάνταnoun (all manner of things) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We need to do anything and everything to stop global warming. |
ετοιμοπόλεμοςadjective (prepared for battle) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I'm armed and ready to prevent my home from being invaded. |
χειροτεχνίαplural noun (fine arts, handicrafts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Being a mother of ten children, Madeline learned to love arts and crafts. |
Τέχνες και Χειροτεχνίεςnoun as adjective (of fine arts, handicrafts) (κίνημα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) William Morris was a prominent textile designer of the Arts and Crafts movement at the end of the nineteenth century. |
κίνημα Τέχνες και Χειροτεχνίεςnoun (historical (19th-century design) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χειροδικία, επίθεσηnoun (crime: direct physical assault) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενεργητικό και παθητικόplural noun (finance, accounting) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπερδεμένοςadjective (UK, figurative (confused) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμήexpression (available to serve you at any time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I will be at your beck and call. |
κατάλυμα τύπου bed and breakfastnoun (abbreviation (bed and breakfast) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άσπρο-μαύροnoun (written, abbreviation (black and white) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ασπρόμαυροςadjective (written, abbreviation (black and white) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πίσω μπρος, μπρος πίσωadverb (move: to and fro) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The little girl rocked back and forth on the swing. |
παλινδρομικός, παλίνδρομοςadjective (movement: to and fro) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It is relaxing to sit on the beach and watch the back-and-forth motion of the waves. |
κους-κουςnoun (informal (conversation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Rebecca could hear the back and forth of a conversation outside her window. |
μπρος-πίσω, μπρος πίσωadverb (to and fro) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I've spent the whole day rushing backwards and forwards. |
από την καλή και από την ανάποδηadverb (US, figurative (thoroughly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ed searched the records backwards and forwards. |
αυγά με μπέικονnoun (breakfast dish) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αγριοστροφύλλιnoun (UK, colloquial (plant) (φυτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δόλωµα και µεταστροφήnoun (fraudulent sales tactic) (μη καθιερωμένος όρος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δόλωμαnoun (nice offer later replaced) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παραπλανητικόςnoun as adjective (scheme, etc.: fraudulent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπάλαnoun (ball chained to prisoner's leg) (στα πόδια κρατουμένου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζυγόςnoun (figurative (restraint, obstacle) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
το στεφάνι μουnoun (slang (wife) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σφαιροειδής άρθρωσηnoun (anatomy: type of joint) |
σφαιρική άρθρωσηnoun (joint connecting rods, pipes etc.) |
μπαράκιαplural noun (drinking establishments) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I've spent a small fortune hanging out in bars and pubs. Έχω ξοδέψει μια περιουσία στα μπαράκια. |
είμαι τα μάτια και τ' αυτιά κάποιουverbal expression (figurative (gather information) (μτφ: μαζεύω πληροφορίες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι η ψυχή του/τηςverbal expression (figurative (be the source of animation, vitality) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο αυτοσκοπόςexpression (most important part or goal) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Helping kids to make the best of themselves should be the be-all and end-all of education. |
ο καλύτεροςexpression (the very best) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) When it comes to books about Appalachian history, that professor's work is the be-all and end-all. |
διατροφή και στέγαση, διατροφή και κατάλυμαnoun (living quarters and meals) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οικογενειακή εστίαnoun (dated (marital home) Henry said that what his wife did was no longer his concern, as she had left his bed and board. |
bed and breakfast, Β&Βnoun (small guesthouse) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I like to stay in a bed and breakfast instead of in a big hotel. Προτιμώ να μείνω σε ένα B&B, αντί για ένα μεγάλο ξενοδοχείο. |
διαμονή με πρωινόnoun (uncountable (lodging with morning meal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Several houses in this village offer bed and breakfast. Πολλά σπίτια σε αυτό το χωριό προσφέρουν διαμονή με πρωινό. |
αρχή και τέλοςnoun (totality of [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) That's the beginning and end of the matter, I won't discuss it further. |
φρουφρού και αρώματαplural noun (figurative, informal (extras) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδηςexpression (facing two bad choices) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από τώρα μέχρι τότεadverb (from now until a future time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You'd better do a lot of work between now and then. |
μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδηςexpression (figurative (facing a dilemma) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεταξύ μαςadverb (confidentially, in confidence) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Between you and me, I think Stella has fallen in love with him. |
ψιλοπράγματαplural noun (UK (assorted small items) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μελανός, μελανιασμένοςadjective (informal, figurative (badly bruised) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The bullies beat the unfortunate child until he was black and blue. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>adjective (UK (drink: mixed beers) Black and tans are made with Guinness and an ale of your choice. |
ασπρόμαυροnoun (grayscale) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) He asked the director why she had chosen to use black and white for her movie. Ρώτησε τη σκηνοθέτιδα γιατί επέλεξε να κάνει την ταινία της ασπρόμαυρη. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του and στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του and
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.