Τι σημαίνει το arranque στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arranque στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arranque στο ισπανικά.

Η λέξη arranque στο ισπανικά σημαίνει ξεκινάω, ξεκινώ, αφαιρώ, βγάζω, ξεριζώνω, βάζω μπρος, σκίζω, αποκόπτω, σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο, βγάζω, σκίζω, σκίζω, κόβω, ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, τραβάω, βάζω μπρος, βάζω μπροστά, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω κτ τραβώντας το, αφαιρώ, βγάζω, ξεκινώ, αρχίζω, σκίζω κτ από, στρώνω, που έχει κιόλας φύγει, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, σκάβω, τραβάω κτ απότομα, τραβάω κτ με δύναμη, απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα, αρπάζω, απογειώνομαι, αποσπώ με τη βία, βγάζω, αποσπώ κτ από κτ, βάζω μπροστά, βάζω μπρος, αποκτώ με τη βία, εκκινώ, παίρνω μπρος, ξεκινώ, θετική δυναμική, εκκινητήρας, εκκίνηση, ώθηση, κύμα, ανάφλεξη, μίζα, σκαλοπάτι, δυναμικό ξεκίνημα, ξέσπασμα, έξαρση, κύμα, ξεκινάω, δεν παίρνω μπρος, γδέρνω, εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω, ξαναξεκινώ, ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι, ξεσπάω σε κλάματα, ξεριζώνω το κακό, βάζω μπρος με καλώδια, κάνω δυνατό ξεκίνημα, φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα, ξαναξεκινάω, έρχομαι, βάζω μπροστά με καλώδια, ξεριζώνω, σκίζω, ξεκινώ με μανιβέλα, βάζω σε λειτουργία, κόβω κομμάτι δαγκώνοντας, επανεκκινώ, επανενεργοποιώ, ξεκινάω αμέσως, αποσπώ κτ από κπ, ξεριζώνω, κάνω κτ να ανακάμψει, βγάζω, ξεκοιλιάζω, αποσπώ κτ από κτ, ξεκινάω, ξεκινώ, τραβάω κπ/κτ από κτ, βγάζω κπ/κτ από κτ, ξεκινάω απότομα, παίρνω το σκαλπ από κπ, απαιτώ, αρπάζω κτ από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arranque

ξεκινάω, ξεκινώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi auto no arranca.

αφαιρώ, βγάζω

verbo transitivo (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arranca el papel tapiz de la pared.

ξεριζώνω

verbo transitivo (planta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jardinero arrancó la planta y la tiró a un lado.

βάζω μπρος

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arrancó la moto y se marchó a toda velocidad.

σκίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando veo una foto interesante en el periódico, casí siempre la arranco.
Όταν βλέπω μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία στην εφημερίδα συχνά την σκίζω.

αποκόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para reparar la mesa tengo que arrancar el revestimiento dañado y reemplazarlo con una pieza nueva que le vaya.

σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ten cuidado con el bastón, terminarás arrancándole un ojo a alguien.

βγάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Viendo la superficie fría y brillante del agua, Steve se arrancó la ropa y se metió.
Βλέποντας την δροσερή λαμπυρίζουσα επιφάνεια του νερού ο Στιβ έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε.

σκίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrancó una página de la revista.
Έσκισε μια σελίδα από το περιοδικό. Όταν βλέπω μια καλή συνταγή στην εφημερίδα, συνήθως την σκίζω.

σκίζω, κόβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrancó el envoltorio para ver qué había dentro.
Έσκισε το περιτύλιγμα για να ανακαλύψει τι ήταν μέσα.

ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρω

verbo intransitivo (Η/Υ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi ordenador se enciende pero no arranca.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las fiestas arrancarán esta tarde.
Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν σήμερα το απόγευμα.

τραβάω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las mujeres lloraron y se arrancaron los cabellos.

βάζω μπρος, βάζω μπροστά

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

βγάζω, αφαιρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina arrancó todos los cables eléctricos de la casa y mandó a poner nuevos cables.
Η Τίνα αφαίρεσε όλες τις παλιές καλωδιώσεις του σπιτιού της και τοποθέτησε νέες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.

βγάζω κτ τραβώντας το

verbo transitivo

αφαιρώ, βγάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que arrancar el papel viejo de las paredes antes de poner el nuevo.

ξεκινώ, αρχίζω

(για έργα, σχέδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκίζω κτ από

verbo transitivo

Él arrancó la página del libro.
Έσχισε τη σελίδα από το βιβλίο.

στρώνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es mejor arrancar despacio.
Το καλύτερο είναι να στρώσεις τη μηχανή σιγά σιγά.

που έχει κιόλας φύγει

verbo intransitivo (salir de inmediato y proseguir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adoro las carreras de caballos ¡Mira! ¡Los caballos arrancaron!

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella arrancó los yerbajos de la tierra.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella le arrancó un muslo al pollo y comenzó a comer.

σκάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El granjero tuvo que arrancar unos cuantos tocones para dejar despejado su nuevo campo.

τραβάω κτ απότομα

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω κτ με δύναμη

verbo transitivo (έμφαση στο τράβηγμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El hombre arrancó un trozo de roca con un golpe de mazo.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gaviota bajó en picado y le arrebató el bocadillo a Lisa de la mano.
Ο γλάρος έκανε βουτιά προς τα κάτω και άρπαξε το σάντουϊτς από το χέρι της Λίζας.

απογειώνομαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sin dinero este proyecto nunca va a despegar.

αποσπώ με τη βία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El dentista sacó el diente infectado.

αποσπώ κτ από κτ

(με δυσκολία)

Los ladrones arrebataron la billetera de Bill.

βάζω μπροστά, βάζω μπρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prende la computadora e ingresa a tu sesión.
Βάλε μπροστά τον υπολογιστή σου και συνδέσου στο δίκτυο.

αποκτώ με τη βία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκκινώ

(informática)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joel tuvo que iniciar el ordenador cinco veces esta mañana porque tenía un virus.
Ο Τζόελ χρειάστηκε να μπουτάρει τον υπολογιστή του πέντε φορές σήμερα το πρωί εξαιτίας ενός ιού.

παίρνω μπρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por fin, el motor encendió y manejaron hasta su casa.

ξεκινώ

(figurado, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θετική δυναμική

nombre masculino

Me fascina su arranque, no se lo piensa dos veces.

εκκινητήρας

(vehículo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκκίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La máquina hace un ruido raro en el arranque.

ώθηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κύμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Graham le gritó a su hijo en un arranque de ira.
Ο Γκράχαμ έβαλε τις φωνές στον γιο του σε μια έκρηξη θυμού.

ανάφλεξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El motor estaba bien, pero el arranque estaba fallando porque alguien había echado agua en el combustible.

μίζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim llevó su coche al mecánico porque no le funcionaba el encendido. Audrey giró la llave del encendido para arrancar el coche.

σκαλοπάτι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Veo este trabajo como un empuje hacia una posición directiva.

δυναμικό ξεκίνημα

(figurado)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ξέσπασμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ayer hubo un estallido entre los protestantes y la administración.

έξαρση

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha habido un brote de acrónimos desde que la gente usa mensajes de texto y Twitter.

κύμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ana sentía una ola de culpa cada vez que pensaba en lo que había hecho.

ξεκινάω

(PR, hipismo, frase hecha)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Y están en carrera!

δεν παίρνω μπρος

(motor) (μηχανή αυτοκινήτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El motor estaba haciendo ruidos y fallando.

γδέρνω

(αφαιρώ δέρμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El primer paso a seguir de la receta es despellejar el pescado.

εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los curas de la Inquisición Española pretendían aniquilar toda herejía.
Οι ιερείς της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης ήλπιζαν να εξαλείψουν κάθε αίρεση.

ξαναξεκινώ

(αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reinicia el auto a ver si ese sonido se va.
Ξαναβάλε μπρος το αμάξι και παρατήρησε αν εξαφανιστεί ο θόρυβος.

ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi papá es tan musical que se pone a cantar en medio de una conversación.

ξεσπάω σε κλάματα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arrancó a llorar ante la noticia de la muerte de su amigo.

ξεριζώνω το κακό

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maestra de segundo grado consideraba que era su deber arrancar el mal de raíz de entre los alumnos.

βάζω μπρος με καλώδια

locución verbal (όχημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por entonces los autos venían con una manivela para hacerlos arrancar.

κάνω δυνατό ξεκίνημα

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arrancó a toda marcha su nuevo trabajo.

φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναξεκινάω

locución verbal (motor, máquina)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de diez minutos el motor empezó de nuevo.

έρχομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Empecemos con el asunto fundamental de elegir a un nuevo jefe.
Ας έρθουμε στο σημαντικό θέμα της επιλογής νέου προέδρου.

βάζω μπροστά με καλώδια

(vehículo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεριζώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινώ με μανιβέλα

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes creer que antes había que darle manija a los coches para que arrancaran?
Μπορείς να πιστέψεις ότι οι άνθρωποι κάποτε έπρεπε να ξεκινήσουν τα αμάξια με μανιβέλα για να τα θέσουν σε λειτουργία;

βάζω σε λειτουργία

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En invierno me cuesta trabajo hacerlo arrancar, incluso con el cebador abierto.
Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό.

κόβω κομμάτι δαγκώνοντας

locución verbal

Durante la pelea, uno de los chicos le arrancó la oreja de un mordisco al otro.

επανεκκινώ, επανενεργοποιώ

locución verbal (vehículo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινάω αμέσως

(al empezar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El puesto necesita de alguien con experiencia que sepa lo que hace.

αποσπώ κτ από κπ

Praisey no quería decir el secreto de Imogen pero sus colegas se lo sacaron de la boca.

ξεριζώνω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tornado arrancó de raíz la casa entera y se llevó el tejado.

κάνω κτ να ανακάμψει

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuidado con ese gato, es malísimo, te puede arrancar un ojo de un arañazo.

ξεκοιλιάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσπώ κτ από κτ

(με δυσκολία)

ξεκινάω, ξεκινώ

(con verbo infinitivo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El chef empezó a pelar as verduras.
Ο σεφ ξεκίνησε το καθάρισμα των λαχανικών.

τραβάω κπ/κτ από κτ, βγάζω κπ/κτ από κτ

Jeremy se estiró y sacó al niño del estanque.

ξεκινάω απότομα

locución verbal

παίρνω το σκαλπ από κπ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunos amerindios les arrancaban las cabelleras a sus enemigos.

απαιτώ

(κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta profesora exige una obediencia estricta de sus alumnos.

αρπάζω κτ από κπ/κτ

Arrancó el arma de las garras de su oponente.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arranque στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.