Τι σημαίνει το au dessus de στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης au dessus de στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του au dessus de στο Γαλλικά.
Η λέξη au dessus de στο Γαλλικά σημαίνει σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείο, πάνω, πάνω, επάνω, άνω, από πάνω, πάνω από, επάνω από, απάνω από, πάνω από, πιο ψηλά από, πάνω από, πάνω από, είμαι υπεράνω, δεν καταλαβαίνω κτ, σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από, περνάω, ξεπερνάω, υπερπηδάω, υπερπηδάω, περνάω πάνω από κτ, υπέργειος, πάνω από τον μέσο όρο, υπεράνω κάθε υποψίας, υπεράνω του νόμου, άνω του μετρίου, καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς, ψηλά, πάνω, πάνω από το έδαφος, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, φοβερός, περιφρονητής, καταφρονητής, χλευαστής, στέγη, πάνω από, που διασχίζει, μια κλάση πάνω, πολύ πάνω από, πολύ περισσότερο από, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, περνάω με το ποντίκι μου πάνω από κτ, τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι, τεντώνομαι πάνω από κτ, αιωρούμαι πάνω από, περνάω με το ποντίκι από κτ, εναέριος, που δεν συγκρίνεται με κτ, υπεργείως, ανώτερος, πάνω από, σκύβω πάνω από κτ/κπ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ, ανώτερος, καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς, ανέγγιχτος, άθικτος, αλώβητος, ορθώνομαι μπροστά σε κπ/κτ, περνάω με το ποντίκι πάνω από κτ, κάνω κύκλους γύρω από κτ/κπ, πετάω πάνω από, εκτείνομαι σε κτ, είδος φαναριού που επισημαίνει τις διαβάσεις πεζών, περνάω απαρατήρητος, πάνω από, σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ, συν, στενόμυαλος, πάνω από, περνάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης au dessus de
σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείοlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνωlocution adverbiale (rang hiérarchique) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cette mesure affecte l'encadrement moyen et au-dessus. Οι αλλαγές αφορούν τη διοίκηση από τα μέσα στελέχη και πάνω. |
πάνω, επάνω
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) De l'eau s'écoulait de l'étage au-dessus. Έσταζε νερό από το πάνω πάτωμα. |
άνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La truite de mer : grise au-dessus (or: sur le dessus) avec des points noirs sur la nageoire dorsale, argenté en-dessous. |
από πάνωadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le pain grillé a atterri sur le sol avec le côté beurré au-dessus. Το τοστ προσγειώθηκε στο πάτωμα, με τη βουτυρωμένη πλευρά από πάνω. |
πάνω από, επάνω από, απάνω από
Elle a accroché une photo au-dessus de la cheminée. Κρέμασε τη φωτογραφία πάνω από το τζάκι. |
πάνω από, πιο ψηλά από(hiérarchie) (ιεραρχία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un général est au-dessus d'un colonel. Ο στρατηγός είναι ανώτερος από τον συνταγματάρχη στην ιεραρχία. |
πάνω από
La température à Rio de Janeiro est de plus de 40° en été. Η θερμοκρασία στο Ρίο ντε Τζανέιρο ανεβαίνει πάνω από τους 40 βαθμούς το καλοκαίρι. |
πάνω από(au Nord de) L'Oregon est juste au-dessus de la Californie. |
είμαι υπεράνωlocution verbale (morale) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il est au-dessus de tels mensonges pour des choses pareilles |
δεν καταλαβαίνω κτlocution verbale (être trop compliqué) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Toutes ces discussions sur l'économie me passent au-dessus de la tête. |
σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω, ξεπερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devrions dépasser les 1 500 mètres avant de monter notre camp. Πρέπει να περάσουμε τα 5000 πόδια πριν κατασκηνώσουμε. |
υπερπηδάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jaime a sauté la clôture et s'est enfui. Ο Χαΐμ πήδηξε πάνω από τον φράκτη και έφυγε τρέχοντας. |
υπερπηδάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω πάνω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le sauteur a facilement passé la barre. |
υπέργειοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάνω από τον μέσο όρο
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπεράνω κάθε υποψίαςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Certains disent que les hommes politiques sont au-dessus de tout soupçon. |
υπεράνω του νόμουlocution adverbiale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Beaucoup d'hommes politiques pensent qu'ils sont au-dessus des lois et qu'ils ne devraient pas être punis pour leurs méfaits. |
άνω του μετρίου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς(Comptabilité) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ψηλά, πάνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les spectateurs levèrent les yeux vers les avions qui tournoyaient au-dessus de leurs têtes. Το πλήθος κοιτούσε ψηλά τα αεροπλάνα που έκαναν κύκλους από πάνω τους. |
πάνω από το έδαφοςlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω από την επιφάνεια της θάλασσαςadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοβερός(familier) (αρνητικά ή θετικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai vu beaucoup de tableaux, mais celui-là, il est au-dessus du lot. |
περιφρονητής, καταφρονητής, χλευαστήςnom féminin (κανόνων, αξιών) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στέγηnom masculin (μεταφορικά: κατοικία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάνω απόpréposition Ils ont accroché un tableau au-dessus de la cheminée. Κρέμασαν ένα κάδρο πάνω από το τζάκι. |
που διασχίζει(un champ,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y a un raccourci à travers les champs. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η γέφυρα πάνω από τον ποταμό είναι εκπληκτικό μέρος για να δει κανείς το ηλιοβασίλεμα. |
μια κλάση πάνω(figuré) Il est au-dessus du lot. Είναι μια κλάση πάνω από τους υπόλοιπους. |
πολύ πάνω από, πολύ περισσότερο από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La dissertation de George était largement au-dessus de celles de ses camarades de classe. |
περνάω με το ποντίκι μου πάνω από κτlocution verbale (Informatique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Passez votre souris au-dessus de l'image pour plus d'informations. Πέρνα με το ποντίκι πάνω από την εικόνα για περισσότερες πληροφορίες. |
τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέριverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il tendit le bras au-dessus de la table et me caressa la joue. |
τεντώνομαι πάνω από κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a dû passer son bras au-dessus de l'évier pour ouvrir la fenêtre de la cuisine. |
αιωρούμαι πάνω από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ένα ελικόπτερο της αστυνομίας υπερίπτατο του κτιρίου όπου είχαν βρει καταφύγιο οι τρομοκράτες. |
περνάω με το ποντίκι από κτlocution verbale (Informatique) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εναέριος(στον αέρα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Αυτά τα εναέρια καλώδια τροφοδοτούν με ηλεκτρισμό τη μικρή πόλη. |
που δεν συγκρίνεται με κτ(supérieur) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεργείωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανώτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάνω από(σε μεγάλο ύψος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκύβω πάνω από κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sam s'est penché au-dessus de la barrière pour atteindre la balle qui avait atterri dans le jardin de ses voisins. Ο Σαμ έσκυψε πάνω από τον φράχτη για να προσπαθήσει να φτάσει την μπάλα που είχε πέσει στον κήπο του γείτονα. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle est bien au-dessus de tous ces ragots. |
τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ(le bras) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susie a renversé mon verre de vin quand elle a tendu le bras au-dessus de la table pour prendre le sel. |
ανώτερος(με γενική: κάποιου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En tant que directeur de produit en chef, Paul est au-dessus de moi. Ως προϊστάμενος παραγωγής, ο Πωλ είναι ανώτερος μου. |
καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούςlocution adverbiale (Comptabilité) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανέγγιχτος, άθικτος, αλώβητοςnom féminin (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ορθώνομαι μπροστά σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La petite brute se dressa au-dessus de sa victime et lui demanda son argent du déjeuner. |
περνάω με το ποντίκι πάνω από κτlocution verbale (Informatique) (υπολογιστές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous pouvez passer votre souris au-dessus du lien pour voir l'URL en entier. Μπορείς να περάσεις με το ποντίκι πάνω από το σύνδεσμο για να δεις το πλήρες url. |
κάνω κύκλους γύρω από κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ένα γεράκι έκανε κύκλους πάνω από τον οπωρώνα με τα δέντρα. |
πετάω πάνω απόlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous habitons près de l'aéroport, des centaines d'avions passent au-dessus de notre maison tous les jours. Μένουμε κοντά στο αεροδρόμιο και εκατοντάδες αεροπλάνα πετούν πάνω από το σπίτι μας κάθε μέρα. |
εκτείνομαι σε κτverbe pronominal Les branches des ormes s'étendent gracieusement au-dessus de l'allée du jardin. |
είδος φαναριού που επισημαίνει τις διαβάσεις πεζώνnom féminin (en Grande-Bretagne) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
περνάω απαρατήρητος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Malheureusement, ma super blague lui est passée au-dessus. Δυστυχώς το πανέξυπνο αστείο μου πέρασε απαρατήρητο από αυτόν. |
πάνω από
|
σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Des ormes majestueux formaient une voûte au-dessus du boulevard. Οι επιβλητικές φτελιές σχημάτιζαν αψίδα πάνω από τη λεωφόρο. |
συν
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il n'a fait que 4° au-dessus de zéro aujourd'hui. |
στενόμυαλος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάνω από(hiérarchie) (μεταφορικά) À mon nouveau boulot, il n'y a personne au-dessus de moi. |
περνάω(πάνω από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'avion est passé au-dessus de la cime des arbres. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του au dessus de στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του au dessus de
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.