Τι σημαίνει το pour στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pour στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pour στο Γαλλικά.

Η λέξη pour στο Γαλλικά σημαίνει <div></div><div>(<i>πρόθεση</i>: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι <i>από</i> το σχολείο, πηγαίνω <i>προς</i> το σπίτι κλπ.)</div>, για, για, για, για, υπέρ, γιατί, επειδή, για, για να, για να, για, για, προς τιμήν, για, για, για, για, για, να, για, για, για, για, αντί για, για, υπέρ, για να, για χάρη κπ, -, για, για να, υπέρ, για, ως αποζημίωση για, υπέρ, για, για να, κερνάω, είμαι, με σκοπό να, με στόχο να, μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα, όσον αφορά, σχετικά με, σε ό,τι αφορά, αναφορικά με, πολυχρηστικός, τουριστικός, του οχήματος, διαθέσιμος, ενήλικος, που μένει πίσω, που τον αφήνουν απέξω, προβληματισμένος, που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι, γενικά, μόνιμα, ειλικρινά, για πάντα, λάθος μου, μονοπάτι, δρομάκι, φασαρία, κορδέλα, κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα, υπόστεγο, στέγαστρο, πάρκο, παξιμάδι, μίσθαρνο όργανο, τουαλέτα γάτας, σπιτάκι σκύλου, υπνωτικό χάπι, σκουλαρίκι χειλιών, Διεθνές Πρόγραμμα PISA για την Αξιολόγηση των Μαθητών, Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες, Γεωσταθερός Λειτουργικός Περιβαλλοντικός Δορυφόρος, σταγόνες, επιμένω σε μικροπράγματα, αποξενώνω, απομακρύνω, εφηβικός, νεανικός, διαφημισμένος, υπέρ, σιρόπι, τοις εκατό, ξενοδοχείο σκύλων, υποστηρίζω, νόμιμος, για περενδυτικούς, διαβητικός, ημερομηνία τοκετού, πενήντα-πενήντα, eyeliner, μπερδεύω, που έχει τα εφόδια, εφηβικός, συμβολικός, μηδαμινός, παίζω, υπερασπίζομαι, καψούρα, δίνω το OK, λέω OK, κυρίως, απόπειρα, προσπάθεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pour

<div></div><div>(<i>πρόθεση</i>: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι <i>από</i> το σχολείο, πηγαίνω <i>προς</i> το σπίτι κλπ.)</div>

(σκοπός χρήσης)

La petite fourchette est pour la salade, et la grande pour le plat principal.
Το μικρό πιρούνι είναι για τη σαλάτα, το μεγάλο για το κύριο πιάτο.

για

préposition (καταλληλότητα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
C'est un livre idéal pour une jeune fille.
Αυτό το βιβλίο είναι ιδανικό για ένα νέο κορίτσι.

για

préposition (όφελος, βοήθεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tu ferais quelque chose pour moi ? Hillary Clinton a fait campagne pour Obama dans plusieurs états.
Θα κάνεις κάτι για μένα;

για

préposition (τιμή)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il n'a payé que dix dollars pour cette chemise (or: Il n'a payé cette chemise que dix dollars).
Πλήρωσε μόνο δέκα δολάρια για αυτό το πουκάμισο.

για

préposition (σκοπός)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il est descendu pour du lait (or: pour acheter du lait), il reviendra bientôt.
Έχει πάει για γάλα. Θα γυρίσει σύντομα.

υπέρ

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il était pour le plan, mais sa femme était contre.
Αυτός ήταν υπέρ του σχεδίου, αλλά η γυναίκα του ήταν κατά. Είναι υπέρ του φιλελεύθερου υποψήφιου για τη δημαρχία.

γιατί, επειδή

(εξαιτίας)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il a eu des devoirs supplémentaires pour les gros mots qu'il avait dits en classe.
Του έδωσαν επιπλέον δουλειά για το σπίτι για τις βρισιές που είπε στην τάξη.

για

préposition (σε σχέση με το αναμενόμενο)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il fait chaud pour la saison.
Ο καιρός είναι ζεστός για την εποχή αυτή.

για να

préposition (but)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Mo est allé là-bas pour chercher sa commande.

για να

(intention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai acheté du tissu pour confectionner des costumes.

για

(direction)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il part demain pour Londres ?

για

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tous ces cadeaux sont pour toi.

προς τιμήν

préposition (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'église a célébré une messe commémorative pour les victimes du tremblement de terre.

για

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Pour arriver tôt à Paris, vous devez prendre le train express.

για

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nous nous battons pour notre liberté.

για

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle a un don pour les mots croisés.

για

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le magasin solde la collection d'été : trois articles pour le prix d'un.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

να

(intention, but) (ακολουθεί ρήμα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il est sorti pour dîner.

για

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Melons sont maintenant à 2 pour une livre sur le marché.

για

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nous venons ici pour la deuxième fois.

για

préposition (προτιμήσεις)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ce film était trop long pour moi (or: pour ma part).
Αυτή η ταινία παραήταν μεγάλη για μένα.

για

(χρονική διάρκεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle a disparu pendant quatre heures.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λείπει εδώ και τέσσερις ώρες.

αντί για, για

(στη θέση κάποιου)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je ne veux pas faire son travail à sa place.
Δε θέλω να κάνω τη δουλειά του αντί για (or: για) αυτόν.

υπέρ

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Quand ils ont annoncé le projet, seulement une ou deux personnes étaient pour.

για να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ne faut pas de diplôme pour travailler comme escort-girl. Pour voyager à l'étranger, il faut avoir un passeport valide.
Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο.

για χάρη κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

(quantité) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Πρέπει να υπάρχει δουλειά ενός χρόνου που πρέπει να γίνει.

για

préposition

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'agresseur a attaqué le vieil homme pour quelques livres sterling.
Ο κλέφτης επιτέθηκε στον ηλικιωμένο άντρα για μερικές λίρες.

για να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis aller au magasin pour acheter du lait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλω να πάω στο μαγαζί για να αγοράσω γάλα.

υπέρ

adverbe (σύμφωνος)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
J'ai voté contre l'augmentation du budget; mon partenaire a voté pour.
Ψήφισα κατά της αύξησης του προϋπολογισμού. Ο συνέταιρός μου ψήφισε υπέρ.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
J'ai mis un peu d'argent de côté pour mes vacances d'été.
Έβαλα λίγα χρήματα στην άκρη για τις καλοκαιρινές μου διακοπές.

ως αποζημίωση για

préposition (compensation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On m'a accordé six milles livres pour la perte que j'ai subie.
Έλαβα έξι χιλιάδες λίρες ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστην.

υπέρ

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je suis pour l'idée de l'Union européenne mais en pratique sa réglementation semble souvent injuste.
Είμαι υπέρ της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά, συχνά, στην πράξη, οι κανονισμοί της είναι, μάλλον, άδικοι.

για

préposition (raison)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il est ici pour affaires.
Είναι εδώ για δουλειές.

για να

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Pour (or: Afin de) ne pas arriver en retard, Jerry est parti plus tôt.
Ο Τζέρι έφυγε νωρίς από το σπίτι για να μην αργήσει.

κερνάω

préposition

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est pour moi ce soir ! C'est toi qui avais payé la dernière fois.
Δικό μου το δείπνο σήμερα! Εσύ πλήρωσες την προηγούμενη φορά που βγήκαμε.

είμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce n'était pas trop difficile pour un examen.

με σκοπό να, με στόχο να

conjonction (dans le but de)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a travaillé dur pour (or: afin de) devenir un docteur.

μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα

(littéraire ou humoristique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Que ne donnerais-je pour un bol de soupe !

όσον αφορά, σχετικά με, σε ό,τι αφορά, αναφορικά με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quant à (or: En ce qui concerne) votre point précédent, je pense que nous sommes d'accord.

πολυχρηστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η κολοκύθα είναι ένα λαχανικό που έχει πολλές χρήσεις. Μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις σε πολλά γεύματα, όπως σε σούπες, σε πιάτα με κάρι και σε πιάτα με ζυμαρικά, ενώ μπορείς επίσης να τη σκαλίσεις για να φτιάξεις ένα φαναράκι.

τουριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Luke déteste les endroits touristiques et part seulement en vacances dans des lieux moins connus tels que la Croatie.

του οχήματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαθέσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενήλικος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μένει πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les films « Maman j'ai raté l'avion » parlent d'un garçon oublié quand sa famille part en vacances.
Η σειρά ταινιών «Μόνος στο Σπίτι» αφορούν ένα αγόρι που μένει πίσω (or: που τον αφήνουν μόνο του), όταν η οικογένειά του πάει διακοπές.

που τον αφήνουν απέξω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comme elle n'a pas été invitée à la fête, elle s'est sentie exclue.
Δεν πήρε πρόσκληση για το πάρτι και ένιωσε στην απέξω.

προβληματισμένος

(ανησυχία)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι

(voyage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η περιγραφή των γεγονότων από τον τύπο είναι γενικά σωστή, αλλά αγνόησαν σημαντικές λεπτομέρειες.

μόνιμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La famille semble être définitivement installée à l'étranger à présent.
Φαίνεται ότι η οικογένεια έχει εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στο εξωτερικό.

ειλικρινά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για πάντα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λάθος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vous ai marché sur le pied ? Désolé ! Pardon !

μονοπάτι, δρομάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a beaucoup de chemins qui relient le parking au centre commercial.
Υπάρχει ένα δρομάκι που συνδέει το πάρκινγκ με το εμπορικό κέντρο.

φασαρία

(figuré) (σημασία, προσοχή σε κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί κάνουν τόση φασαρία για την ορθογραφία.

κορδέλα

(grand) (για τα μαλλιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ses longues tresses étaient retenues par un sobre bandeau noir.
Μια απλή μαύρη κορδέλα κρατούσε πίσω τα μακριά μαλλιά της.

κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα

(anglicisme) (ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπόστεγο, στέγαστρο

(anglicisme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάρκο

(pour bébés, enfants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παξιμάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μίσθαρνο όργανο

(μειωτικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο όρος δεν χρησιμοποιείται συχνά. Αναφέρεται σε κάποιον που δουλεύει μόνο για τα χρήματα, συνήθως με βαρετές, δυσάρεστες υποχρεώσεις και χωρίς δικαίωμα πρωτοβουλίας.

τουαλέτα γάτας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπιτάκι σκύλου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπνωτικό χάπι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'arrivait pas du tout à dormir sans somnifères.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς να πάρει υπνωτικά χάπια.

σκουλαρίκι χειλιών

(Afrique surtout)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Διεθνές Πρόγραμμα PISA για την Αξιολόγηση των Μαθητών

(acronyme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες

(association de défense des droits)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Γεωσταθερός Λειτουργικός Περιβαλλοντικός Δορυφόρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταγόνες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

επιμένω σε μικροπράγματα

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποξενώνω, απομακρύνω

(peu courant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εφηβικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leurs enfants sont à un âge où les anxiétés d'adolescent apparaissent.
Τα παιδιά τους είναι στην ηλικία στην οποία εμφανίζονται τα πρώτα εφηβικά άγχη.

νεανικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαφημισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υπέρ

(θετική ψήφος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La motion a recueilli 51 oui et 23 non.

σιρόπι

(μόνο ρευστό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le magasin de yaourts glacés propose différentes garnitures comme les vermicelles, les pépites de chocolats et la noix de coco râpée.

τοις εκατό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξενοδοχείο σκύλων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Je déteste laisser le chien au chenil quand nous partons.

υποστηρίζω

(άποψη, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι θέσεις του κόμματος είναι η δίκαιη αμοιβή και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

νόμιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο άντρας έχει μαζί του ένα νόμιμο όπλο όπου και αν πάει.

για περενδυτικούς

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαβητικός

(coma, type, affection,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ημερομηνία τοκετού

(Gynécologie) (για έγκυες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Votre terme est dans 24 semaines.
Η ημερομηνία τοκετού σου προσδιορίζεται σε 24 εβδομάδες από σήμερα.

πενήντα-πενήντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le résultat de l'élection est incertain.

eyeliner

(anglicisme)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Rachel s'est remis de l'eye-liner.

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Έντι και ο Σιντ είναι δίδυμοι και συχνά ο κόσμος τους μπερδεύει.

που έχει τα εφόδια

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφηβικός

(abréviation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συμβολικός, μηδαμινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες της σαπουνόπερας ήταν λευκοί, με εξαίρεση δύο μαύρους χαρακτήρες απλά για τα μάτια του κόσμου.

παίζω

(courant : un accord)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Comment est-ce que tu fais un accord de do à la guitare ?
Πώς παίζεις μια χορδή Α στην κιθάρα;

υπερασπίζομαι

(Droit et courant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'accusé a choisi d'avoir recours à un avocat pour le défendre lors du procès. Nancy aime défendre son point de vue.
Ο κατηγορούμενος προσέλαβε έναν δικηγόρο για να υπερασπιστεί την υπόθεσή του στο δικαστήριο.

καψούρα

(un peu vieilli) (καθομιλουμένη: έρωτας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είναι σύνηθες για τους εφήβους να δαγκώνουν τη λαμαρίνα.

δίνω το OK, λέω OK

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le patron a-t-il déjà approuvé le projet ?
Το αφεντικό έχει δώσει το ΟΚ για την πρόταση;

κυρίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le problème est principalement dû au procédé.
Το πρόβλημα αφορά κυρίως τη διαδικασία.

απόπειρα, προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pour στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του pour

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.