Τι σημαίνει το azul στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης azul στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του azul στο ισπανικά.

Η λέξη azul στο ισπανικά σημαίνει μπλε, μπλε, Βόρειος, χειρώνακτας, γαλάζιος ουρανός, μπάτσος, μύρτιλο, κυανός, πόα, μπλουμπόνετ, μπλου-μπόνετ, κρεατόμυγα, κρεατόμυγα, ουλόνγκ, κυανός, γαλάζιος, κυανός, γαλαζοπράσινο, γαλαζοπράσινος, κυανός, κυανός, εργατικός, μαύρος σαν κατράμι, κυανοχίτων, γαλάζιο, μπλε ζώνη, γαλάζιο αίμα, μπλε τυρί, καβούρι, Cyanocitta cristata, γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίου, λουλάκι, μπλε μαρέν, γαλάζιο, μπλε περλέ, γαλάζιο, τυρκουάζ, τυρκουάζ, σκούρο μπλε, γαλάζιο, γαλάζιο, μπλε ρουαγιάλ, μπλε γατόψαρο, μπλε καλαμπόκι, ο ιππότης με το γαλάζιο άλογο, μπλε ελεκτρίκ, τιρκουάζ, ανοιχτό μπλε, έντονο γαλάζιο, σμάλτο, γαλάζια φάλαινα, Ardea herodias, γαλαζοπράσινος, μπλε μαρέν, σκούρος μπλε, τιρκουάζ, μπλε ελεκτρίκ, γαλάζιος, μπλε περλέ, γαλάζιος, μπλε ρουαγιάλ, γαλάζιος, ανοιχτός μπλε, ανοιχτός μπλε, ναυτικό μπλε, κυανό χρώμα, μπλε του κοβαλτίου, μπλε ζώνη, τιμοκατάλογος, γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίου, λουλακί, πρίγκιπας του παραμυθιού, γαλαζοαίματος, γαλαζοαίματη, με γεύση μύρτιλο, μπλε σκούρος, γαλάζιος, μπλε του κοβαλτίου, λουλακής, μπλε του ζαφειριού, κύανος, ζαφειρένιος, σμάλτο, σκούρο μωβ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης azul

μπλε

nombre masculino

Adoro el azul, es un color tan encantador.
Μου αρέσει πολύ το μπλε, είναι τόσο ωραίο χρώμα.

μπλε

adjetivo de una sola terminación (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi auto no es rojo, es azul.
Το αυτοκίνητό μου δεν είναι το κόκκινο, αλλά το γαλάζιο.

Βόρειος

nombre masculino (historia de los Estados Unidos) (εμφύλιος ΗΠΑ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En la Guerra de Secesión estadounidense los soldados norteños eran apodados "azules" o "panza azules" por el color de su uniforme.

χειρώνακτας

nombre masculino (MX, ofensivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En el oeste de Pensilvania hay muchos azules, por ejemplo, trabajadores metalúrgicos y mineros de carbón.

γαλάζιος ουρανός

(poético)

μπάτσος

(coloquial) (καθομ: ενιότε μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μύρτιλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah hizo un parfait de yogur con granola y arándanos.
Η Σάρα έφτιαξε γιαούρτι παρφέ με γκρανόλα και μύρτιλα.

κυανός

(color) (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πόα

(γένος φυτών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπλουμπόνετ, μπλου-μπόνετ

(φυτό με μπλε λουλούδια)

κρεατόμυγα

(Calliphora Vomitoria)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρεατόμυγα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ουλόνγκ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κυανός

(color) (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γαλάζιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El nuevo uniforme del equipo es celeste con una tira bordó.

κυανός

(χρώμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γαλαζοπράσινο

(color)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαλαζοπράσινος

(de color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κυανός

(χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κυανός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εργατικός

locución adjetiva (PR)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi padre viene de una familia de cuello azul.

μαύρος σαν κατράμι

locución adjetiva (CU) (μεταφορικά)

κυανοχίτων

locución nominal común en cuanto al género (Irlanda, política) (Ιρλανδική ακροδεξιά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γαλάζιο

(χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pintó el cuarto del bebé de un hermoso azul claro.

μπλε ζώνη

(deporte)

En judo llegué a cinturón azul.

γαλάζιο αίμα

expresión (figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La reina Elizabeth II es de sangre azul.

μπλε τυρί

El Fourme d'Ambert es un queso azul de la region francesa de Auvergne. Hay muchos tipos de queso azul. Los más famosos son el Roquefort y el Stilton.

καβούρι

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Cyanocitta cristata

(επίσημο: είδος κίσσας)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El arrendajo azul que viene a mi comedero asusta a todos los pájaros más pequeños, pero la verdad es que es muy bonito.

γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίου

locución nominal masculina (ζωγραφική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λουλάκι

adjetivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπλε μαρέν

locución nominal masculina

El azul marino es más oscuro que el azul cobalto.
Το μπλε μαρέν είναι ένα μπλε πιο σκούρο από το μπλε του κοβαλτίου. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μπλε μαρέν.

γαλάζιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Tienes esto en azul pastel?

μπλε περλέ

locución nominal masculina (χρώμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El azul perla es un color muy común en los autos.

γαλάζιο

locución nominal masculina (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τυρκουάζ

locución nominal masculina (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Por las mañanas el océano era de un hermoso azul turquesa.

τυρκουάζ

locución adjetiva (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El mar azul turquesa que rodeaba la isla invitaba a bañarse.

σκούρο μπλε

locución nominal masculina

La gente que usa azul marino es difícil de ver en la noche.

γαλάζιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Tienes esta camiseta en azul celeste?
Έχετε αυτό το πουκάμισο σε ανοιχτό μπλε;

γαλάζιο

locución nominal masculina (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cielo es de un bello color azul claro en los días soleados.

μπλε ρουαγιάλ

(AR)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El equipo de futbol Chelsea juega con camiseta azul Francia.

μπλε γατόψαρο

locución nominal masculina (είδος ψαριού)

El bagre azul se encuentra comúnmente en el río Mississippi.

μπλε καλαμπόκι

locución nominal masculina (ποικιλία καλαμποκιού)

Realmente, las tortillas de maíz azul no saben distintas de las de maíz normal, pero tienen una apariencia diferente.

ο ιππότης με το γαλάζιο άλογο

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπλε ελεκτρίκ

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τιρκουάζ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El azul turquesa de la blusa armonizaba perfectamente con el color de sus ojos.

ανοιχτό μπλε

locución nominal masculina (color)

έντονο γαλάζιο

locución nominal masculina

σμάλτο

(γυαλί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαλάζια φάλαινα

locución nominal femenina

Ardea herodias

(επίσημο: είδος ερωδιού)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γαλαζοπράσινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es tan relajante contemplar el mar azul verde golpeando la orilla.
Είναι πολύ χαλαρωτικό να βλέπεις τη γαλαζοπράσινη θάλασσα να γλείφει την ακτή.

μπλε μαρέν

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su uniforme azul marino destacaba contra la pared dorada del Muro.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η σχολική στολή μου είναι μπλε μαρέν.

σκούρος μπλε

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
La gente que usa ropa azul marina es difícil de ver en la noche.

τιρκουάζ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La madre de la novia generalmente lleva un vestido azul turquesa.

μπλε ελεκτρίκ

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γαλάζιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tuvo que mandar su suéter azul pastel a la tintorería cuando se lo manchó con ketchup.

μπλε περλέ

γαλάζιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπλε ρουαγιάλ

(AR)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γαλάζιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτός μπλε

locución adjetiva (color)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ανοιχτός μπλε

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ναυτικό μπλε

locución adjetiva

El traje viene en azul marino o negro.
Το κοστούμι βγαίνει σε μπλε μαρέν και μαύρο.

κυανό χρώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπλε του κοβαλτίου

locución nominal masculina (color)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπλε ζώνη

locución nominal masculina

No lo amenaces, es cinturón azul en karate.
Μην τον απειλείς, έχει μπλε ζώνη στο καράτε.

τιμοκατάλογος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nunca compres un auto usado hasta confirmar su valor en el libro azul.

γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El color azul brillante es muy apropiado para una camisa de verano.

λουλακί

adjetivo (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρίγκιπας του παραμυθιού

nombre masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Todas las chicas ansían encontrar su príncipe azul.
Κάθε κορίτσι ψάχνει τον πρίγκιπα του παραμυθιού.

γαλαζοαίματος, γαλαζοαίματη

expresión (figurado) (μεταφορικά)

με γεύση μύρτιλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El helado de arándano es el favorito de Tod.
Το παγωτό με γεύση μύρτιλο είναι το αγαπημένο του Τοντ.

μπλε σκούρος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Estaba usando pantalones azul marino con zapatos marrones.
Φορούσε μπλε μαρέν παντελόνι με καφέ παπούτσια.

γαλάζιος, μπλε του κοβαλτίου

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lleva unos zapatos de color azul brillante.

λουλακής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Odio los uniformes color azul oscuro.

μπλε του ζαφειριού

locución adjetiva (color) (χρώμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El vestido está disponible en azul zafiro o morado.

κύανος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζαφειρένιος

locución adjetiva (color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pequeño tenía el pelo rubio y los ojos de color azul zafiro.

σμάλτο

locución nominal masculina (βαφή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκούρο μωβ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ana se compró los zapatos azúl purpúreo que yo quería.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του azul στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.