Τι σημαίνει το entre στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entre στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entre στο ισπανικά.

Η λέξη entre στο ισπανικά σημαίνει πάω μέσα, μπαίνω μέσα, μπαίνω, εισχωρώ σε κτ, με παίρνουν, μου κάνει, μου χωράει, χωράω, περνώ το κατώφλι, μπαίνω, εισέρχομαι, μπαίνω, μπαίνω σε κτ, μπαίνω σε κτ, τρυπώνω, έρχομαι, μπαίνω, κόβω, μεταφέρω, μπαίνω, εισέρχομαι, έρχομαι, μπαίνω, έρχομαι, περνάω, περνώ, ανάμεσα σε, ανάμεσα σε, ανάμεσα, μέσα, εν μέσω, ανάμεσα σε, με, ανάμεσα σε, ανάμεσα, μεταξύ, μεταξύ, ανάμεσα, ανάμεσα σε, μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ, ανάμεσα, ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ, ανάμεσα σε, μεταξύ, μεταξύ, διά, διά, με, μαζί, σε, προσέγγιση, εν μέσω, εισχωρώ σε κτ, κατατάσσομαι, χωράω σε κτ, μέθοδος αποτίμησης FIFO, αναβράζω, αφρίζω, εισβάλλω, ζεσταίνομαι, επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω, στριμώχνω, αποκτώ, συγκρούομαι, διίσταμαι, αντικρούομαι, διώχνω, απομακρύνω, κυκλοφορώ, μαθαίνομαι, πανικοβάλλω, με το που ήρθε, έφυγε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entre

πάω μέσα, μπαίνω μέσα

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hace calor afuera. ¿Quieres entrar?
Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα;

μπαίνω

(auto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abrí la puerta y entré.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα.

εισχωρώ σε κτ

Los soldados entraron en el edificio del gobierno y tomaron el control.

με παίρνουν

(καθομιλουμένη: σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De 20.000 solicitudes a la universidad el año pasado, solamente entraron 3.000.

μου κάνει, μου χωράει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mis zapatos ya no me quedan.
Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια.

χωράω

(διαστάσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pieza no cabe porque es de otro tamaño.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.

περνώ το κατώφλι

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Entré en nuestra nueva casa.

μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cada vez que alguien entra en el negocio, suena un timbre.
Κάθε φορά που μπαίνει κάποιος στο κατάστημα χτυπάει ένα κουδουνάκι.

εισέρχομαι, μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando la famosa actriz entró a la habitación, todos se dieron vuelta para mirarla.

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo (en coche) (με όχημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usted recibirá una boleta cuando entre al estacionamiento.

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo

- Pasa a mi recibidor - le dijo la araña a la mosca.

τρυπώνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Al principio, nunca se imaginó que pudiera llegar a ser infiel, pero luego le empezaron a entrar dudas.

έρχομαι, μπαίνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Necesitamos a un experto, y aquí es donde entras tú.
Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος.

κόβω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entraban la droga por la ciudad fronteriza.
Μετέφεραν ναρκωτικά μέσω της πόλης κοντά στα σύνορα.

μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Para entrar a la sala de ordenadores, los estudiantes necesitan una tarjeta de banda magnética especial.
Οι μαθητές πρέπει να χρησιμοποιούν μια ειδική κάρτα για να έχουν πρόσβαση στην αίθουσα των υπολογιστών.

εισέρχομαι

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pueden entrar, pero por favor toquen a la puerta para anunciar su presencia.
Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου.

έρχομαι

verbo intransitivo (marea) (παλίρροια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hoy entró la marea alta hacia las tres de la tarde.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά.

μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor entre (o: pase), la puerta está abierta.
Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή.

έρχομαι

(moverse hacia uno) (προχωρώ προς)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ven aquí y lee esto.
Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El sofá sencillamente no pasa por la puerta.

ανάμεσα σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάμεσα σε

preposición (intermedio)

Chicago está entre Nueva York y Los Ángeles.
Το Σικάγο είναι μεταξύ Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες.

ανάμεσα, μέσα

preposición (στη μέση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La granja de Josiah se encuentra entre los campos de maíz al este de Kansas.

εν μέσω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¿Cómo se supone que voy trabajar entre todo este ruido?
Πώς να δουλέψω με όλη αυτήν τη φασαρία;

ανάμεσα σε

με

preposición

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)

ανάμεσα σε

preposición (que une) (σύνδεση)

Hay un puente entre las dos orillas.
Υπάρχει μια γέφυρα μεταξύ των δύο ακτών.

ανάμεσα, μεταξύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Había perlas y monedas de oro entre los tesoros del cofre.
Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι.

μεταξύ, ανάμεσα

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανάμεσα σε

preposición (comparativo)

Estoy tratando de decidir entre el coche rojo y el azul.
Προσπαθώ να διαλέξω ανάμεσα στο κόκκινο και το μπλε αυτοκίνητο.

μεταξύ

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Su música es popular entre los estudiantes universitarios.
Η μουσική τους είναι δημοφιλής μεταξύ των φοιτητών.

ανάμεσα

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Το σπίτι μας βρίσκεται ανάμεσα σε μια παμπ από τη μία πλευρά και σε κάτι χωράφια από την άλλη.

μεταξύ, ανάμεσα

preposición (compartido)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dividiremos la cuenta entre nosotros dos.

ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los chicos dividieron los bienes entre sí.
Τα παιδιά μοίρασαν την περιουσία μεταξύ (or: αναμεταξύ) τους.

ανάμεσα σε

preposición (por en medio)

Me abrí camino entre los turistas, buscando un buen sitio para comer.
Περπατούσα ανάμεσα στους τουρίστες, ψάχνοντας ένα καλό μέρος για φαγητό.

μεταξύ

preposición (comparativo) (με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No siempre es fácil distinguir entre lo correcto y lo incorrecto.
Δεν είναι πάντοτε εύκολο να κάνεις τον διαχωρισμό ανάμεσα στο καλό και στο κακό.

μεταξύ

preposición (dentro de)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Que esta información quede entre nosotros.
Ας κρατήσουμε αυτή την πληροφορία μεταξύ μας.

διά

preposición

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Doce entre cuatro es tres.

διά

(matemáticas)

Doce entre cuatro son tres.
Δώδεκα διά (or: προς) τέσσερα ίσον τρία.

με

preposición (conjuntamente)

Entre el calor y la humedad que hay, se está de lo más incómodo.

μαζί

preposición (conjuntamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Entre los dos apenas si llegamos a juntar diez euros.
Μαζί έχουμε μόνο δέκα ευρώ.

σε

(όχι συνολικά)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Esta canción es popular en toda Europa. // La mutación genética se encuentra en muchas poblaciones.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το τραγούδι είναι δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη.

προσέγγιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su acercamiento fue dubitativo, pero después la conversación se hizo fácil.

εν μέσω

(με γενική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Los californianos se encuentran en medio de una sequía de tres años.

εισχωρώ σε κτ

Los exploradores penetraron el interior de la jungla.

κατατάσσομαι

locución verbal (στρατός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se va a jubilar del ejército el año que viene; tenía sólo dieciocho cuanto quiso entrar.
Συνταξιοδοτείται από το στρατό του χρόνου. Ήταν μόνο δεκαοχτώ όταν κατατάχθηκε.

χωράω σε κτ

La mesa no entra en la pequeña habitación.
Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.

μέθοδος αποτίμησης FIFO

(siglas en inglés, contabilidad)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναβράζω, αφρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισβάλλω

(ES, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No les gustará que nos colemos.

ζεσταίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entremos a calentarnos, estuvimos aquí afuera mucho tiempo.
Ας πάμε μέσα να ζεσταθούμε. Παραμείναμε εδώ έξω.

επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στριμώχνω

(μεταφορικά: χρόνος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκτώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Accedió a una gran fortuna cuando era joven.
Απέκτησε μια μεγάλη κληρονομιά όταν ήταν αρκετά νέος.

συγκρούομαι, διίσταμαι, αντικρούομαι

(διαφωνώ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las opiniones de los médicos difieren.
Οι απόψεις των γιατρών διίστανται.

διώχνω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lauren intentó bloquear las imágenes en su mente.
Η Λόρεν προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες από το μυαλό της.

κυκλοφορώ, μαθαίνομαι

(rumor, voz)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando corrió la voz de que estaba haciendo galletas, todos los niños aparecieron de golpe.
Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της.

πανικοβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ver a la policía aterrorizó a Jeremy.
Η θέα της αστυνομίας πανικόβαλλε τον Τζέρεμι.

με το που ήρθε, έφυγε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegó y se fue de la reunión antes de que nadie se diera cuenta.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entre στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του entre

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.