Τι σημαίνει το zona στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης zona στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του zona στο ισπανικά.

Η λέξη zona στο ισπανικά σημαίνει χώρος, ζώνη, περιοχή, έκταση, περιοχή, περιοχή, περιοχή, περιοχή, περιφέρεια, περιοχή, μέρος, τμήμα, κομμάτι, τόπος, έδαφος, περίκλειστο έδαφος, κηλίδα, πλευρά, συνοικία, απόλυτα συγκεντρωμένος, απομακρυσμένη περιοχή, φτωχογειτονιά, χώρος εκποίησης, παιδική χαρά, εκεί κοντά, εκεί γύρω, εκεί τριγύρω, στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρω, εδώ κοντά, εδώ γύρω, εδώ τριγύρω, σε εκείνα τα μέρη, εκεί, εκτός ορίων, μέση, βομβαρδισμένη περιοχή, ευρωζώνη, προάστια, άλσος, περιοχή ευθύνης, παραμεθόριος, εγκαταλειμμένη βιομηχανική περιοχή, περιοχή του λιμανιού, αιγιαλός, δασική έκταση, παλιρροιακή ζώνη, έκταση για φύτεμα δέντρων, περιοχή με κέντρα διασκέδασης, περιαστική περιοχή, περιαστική ζώνη, ουδέτερη ζώνη, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, οικονομικά υποβαθμισμένη περιοχή, πληγείσα ζώνη, ζεστό σημείο, περιοχή χαμηλής πίεσης, υποβαθμισμένη περιοχή, πεδίο μάχης, επικίνδυνη ζώνη, έρημος, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, Σημείο Μηδέν, Γκράουντ Ζήρο των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης, ορεινή περιοχή, επιφάνεια κρούσης, ουδέτερη ζώνη, απαγορευμένη ζώνη, μη προσβάσιμη περιοχή, χώρος για πάρκινγκ, απομακρυσμένη περιοχή, αστική περιοχή, εύκρατη ζώνη, άγνωστος τόπος, δύσκολη περίοδος, φάση, ζώνη του λυκόφωτος, παρθένο έδαφος, ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων, χώρος παραλαβής αποσκευών, χώρος παραλαβής αποσκευών, οικοδομή, αίθουσα αναχώρησης, Ανατολική Ζώνη Ώρας, τζετ-λαγκ, οσφυική χώρα, θέση πάρκινγκ, πεζόδρομος, εγκαταστάσεις παραγωγής, ζώνη ώρας, εμπορική περιοχή, υποβαθμισμένη περιοχή, χώρος φαγητού, Πράσινη Ζώνη, χώρος προσγείωσης, λιμάνι εκφόρτωσης, περιοχή αναψυχής, ζώνη αναψυχής, περιοχή όπου συχνάζουν ιερόδουλες, χώρος για καπνίζοντες, τοπικό πλύσιμο, γκρίζα ζώνη, φρενέλ, αποστρατικοποιημένη ζώνη, πληγείσα περιοχή, νερά που προσφέρονται για ψάρεμα, απομακρυσμένη περιοχή, ξερότοπος, ερημότοπος, επαρχία, στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά, επεκτείνω την έρευνα, ψάχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης zona

χώρος

(δισδιάστατη έκταση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El sitio ese de ahí es ideal para plantar la tienda.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το χαλί είναι πολύ μεγάλο. Δεν υπάρχει χώρος να το βάλεις στην κουζίνα.

ζώνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía ha acordonado la zona donde se produjo el vertido.

περιοχή, έκταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había una zona de bosques a lo largo del río.
Υπήρχε μια δασική περιοχή (or: έκταση) δίπλα στο ποτάμι.

περιοχή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La lluvia en esta zona puede causar inundaciones.
Η βροχή μπορεί να προκαλέσει πλημμύρες σε αυτή την περιοχή.

περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay parques y otras zonas verdes alrededor de la ciudad.
Υπάρχουν επίσημα πάρκα και άλλοι χώροι πρασίνου σε όλη την πόλη.

περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Deberíamos viajar a través de las zonas tranquilas del país.
Θα πρέπει να ταξιδέψουμε μέσα από τις ειρηνικές περιοχές της χώρας.

περιοχή

(clima)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenemos suerte de vivir en una zona donde no hay inclemencias meteorológicas catastróficas.

περιφέρεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los dos candidatos se peleaban por ser elegidos en la zona.

περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestra casa está en una bella zona.

μέρος, τμήμα, κομμάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay una pista de tenis en el área de césped detrás de la casa.
Υπήρχε ένα γήπεδο του τένις στο μέρος του γκαζόν πίσω από το σπίτι.

τόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ya me cansé del clima de Chicago. Me voy a mudar a un lugar más cálido.

έδαφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El gobierno podría estar perdiendo el control de sus territorios costeros.

περίκλειστο έδαφος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κηλίδα

(piel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las manchas blancas en su piel son causadas por el vitiligo.
Οι κηλίδες λευκού δέρματος που έχεις προκαλούνται από λεύκη.

πλευρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El lado sur de la ciudad es conocido por sus tiendas.

συνοικία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esa parte del pueblo tiene muchos restaurantes y tabernas.

απόλυτα συγκεντρωμένος

απομακρυσμένη περιοχή

(μακριά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φτωχογειτονιά

(coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χώρος εκποίησης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παιδική χαρά

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκεί κοντά, εκεί γύρω, εκεί τριγύρω

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
No puede haber ido muy lejos caminando, debe de estar todavía por la zona.

στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρω

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εδώ κοντά, εδώ γύρω, εδώ τριγύρω

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¿Puedes decirme si hay una farmacia por la zona?

σε εκείνα τα μέρη, εκεί

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nos advirtieron que no fuéramos a esa zona porque había muchos insurgentes por allí.

εκτός ορίων

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El árbitro sonó el pito cuando la pelota cayó en la zona de exclusión. Durante la guerra la mayoría de las playas estaban en la zona de exclusión para los civiles.
Ο διαιτητής σφύριξε όταν η μπάλα πήγε εκτός ορίων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι περισσότερες παραλίες βρίσκονταν εκτός ορίων για τους πολίτες.

μέση

(anatomía)

Le dolía el coxis (or: cóccix), justo sobre la rabadilla.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με πονάει η μέση μου, μπορείς να με τρίψεις λίγο;

βομβαρδισμένη περιοχή

ευρωζώνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Actualmente, la economía dentro de la Eurozona se encuentra al alza.

προάστια

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

άλσος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El gobierno de la ciudad vendió la zona verde a una empresa que construirá un centro comercial.

περιοχή ευθύνης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παραμεθόριος

(λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγκαταλειμμένη βιομηχανική περιοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιοχή του λιμανιού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αιγιαλός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δασική έκταση

παλιρροιακή ζώνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έκταση για φύτεμα δέντρων

(με χρηστικό σκοπό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιοχή με κέντρα διασκέδασης

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιαστική περιοχή

locución adverbial

περιαστική ζώνη

ουδέτερη ζώνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitas un permiso para entrar en la zona neutral.

αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη

La zona desmilitarizada entre Corea del Norte y Corea del Sur es la frontera más armada del mundo.

οικονομικά υποβαθμισμένη περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Unión Europea tiene una política regional de dar ayuda a las zonas de pobreza.

πληγείσα ζώνη

(από καταστροφή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ayuda solo podía llegar a la zona de desastre por un pequeño aeropuerto.

ζεστό σημείο

Al pasar la mano notamos una zona caliente, es la parte que está inflamada.

περιοχή χαμηλής πίεσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En las zonas de bajas presiones se suelen desencadenar tormentas.

υποβαθμισμένη περιοχή

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πεδίο μάχης

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επικίνδυνη ζώνη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έρημος

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Σημείο Μηδέν, Γκράουντ Ζήρο των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης

(09/11/2001)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El presidente de los Estados Unidos visitó la Zona Cero tras los ataques del 11-S.

ορεινή περιοχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιφάνεια κρούσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En la zona de impacto del meteorito se detectaron altos niveles de radioactividad.

ουδέτερη ζώνη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ninguno quería abandonar la casa tras el divorcio, así que cada uno se quedó con dos cuartos y la cocina fue declarada zona neutral.

απαγορευμένη ζώνη, μη προσβάσιμη περιοχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χώρος για πάρκινγκ

(ES)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No es fácil encontrar una zona de aparcamiento en una ciudad grande.

απομακρυσμένη περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Cruz Roja tuvo dificultades para llevar ayuda a la zona remota tras el terremoto.

αστική περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εύκρατη ζώνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άγνωστος τόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hasta el silo XIX mucho del territorio africano era zona inexplorada para los europeos.

δύσκολη περίοδος, φάση

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En Occidente, Pakistán e Irán son considerados como áreas (or: zonas) de conflicto.

ζώνη του λυκόφωτος

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hubo quien definió al populismo como "esa especie de zona gris entre la democracia y el autoritarismo".

παρθένο έδαφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El lado oscuro de la luna todavía es una zona virgen.

ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Cruz Roja es la encargada de evacuar a los civiles de la zona de guerra.

χώρος παραλαβής αποσκευών

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tuvimos que esperar por una hora y media en la zona de recogida de equipajes hasta que aparecieron nuestras maletas.
Έπρεπε να περιμένουμε μιάμιση ώρα στον χώρο παραλαβής αποσκευών μέχρι να έρθουν οι βαλίτσες μας.

χώρος παραλαβής αποσκευών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικοδομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos deben reportarse con la oficina antes de entrar a la zona de obras.

αίθουσα αναχώρησης

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antes de subir a un avión los pasajeros suelen esperar en la zona de preembarque.
Αναγκαστήκαμε να περιμένουμε στην αίθουσα αναχώρησης πριν επιβιβαστούμε στο αεροπλάνο.

Ανατολική Ζώνη Ώρας

locución nominal femenina (de EEUU) (Αμερική, Καναδάς κλπ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Nueva York y Washington están en la zona horaria del Este.

τζετ-λαγκ

(voz inglesa)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
No puedo evitar sentir el jet lag cuando hago viajes largos.
Παθαίνω τζετ-λαγκ όταν ταξιδεύω και αλλάζω παραπάνω από τέσσερις ζώνες ώρας.

οσφυική χώρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi silla es ergonómica para que la parte baja de la espalda tenga buen apoyo.

θέση πάρκινγκ

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es difícil encontrar una zona de estacionamiento en el fin de semana.
Είναι δύσκολο να βρεις θέση πάρκινγκ το Σαββατοκύριακο.

πεζόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Han dejado todo el centro de la ciudad como zona peatonal.

εγκαταστάσεις παραγωγής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζώνη ώρας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi amiga vive en otro huso horario y sólo puedo llamarle por las mañanas.

εμπορική περιοχή

nombre femenino (Argentina) (για οικονομία, εμπόριο)

Esta parte que te marqué en el mapa es la zona comercial.

υποβαθμισμένη περιοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La zona de México justo al sur de la frontera de San Diego es una zona deprimida.

χώρος φαγητού

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Πράσινη Ζώνη

nombre femenino (centro de Bagdag, militar) (κέντρο Βαγδάτης)

χώρος προσγείωσης

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λιμάνι εκφόρτωσης

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περιοχή αναψυχής, ζώνη αναψυχής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιοχή όπου συχνάζουν ιερόδουλες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El vicio lo estaba matando: se gastaba todo su dinero en la zona roja.

χώρος για καπνίζοντες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En los Estados Unidos ya no tienen zonas de fumadores en los aeropuertos.

τοπικό πλύσιμο

nombre masculino (cuidado del bebé)

γκρίζα ζώνη

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

La historia británica del siglo XVIII es una zona gris para mí.

φρενέλ

locución nominal femenina (μονάδα συχνότητας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αποστρατικοποιημένη ζώνη

locución nominal femenina

πληγείσα περιοχή

νερά που προσφέρονται για ψάρεμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απομακρυσμένη περιοχή

(figurado, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξερότοπος, ερημότοπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επαρχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No me gustaría vivir en el área de un estadio de fútbol.

επεκτείνω την έρευνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La policía amplió la búsqueda para encontrar al fugitivo.

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No sé dónde puse las llaves, tendré que buscarlas por aquí.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του zona στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του zona

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.