Τι σημαίνει το back to back στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης back to back στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του back to back στο Αγγλικά.

Η λέξη back to back στο Αγγλικά σημαίνει πλάτη με πλάτη, αλλεπάλληλος, μεσοτοιχία, χρονολογούμαι από, θυμίζω, επιστρέφω, συνεχίζω, επιστρέφω, γυρίζω, θυμάμαι, δίνω αναφορά σε κπ, δίνω λογαριασμό σε κπ, επαναφέρω, ανάποδα, απ' έξω και ανακατωτά, στο κανονικό, επιστροφή στο σχολείο, που σχετίζεται με την επιστροφή στο σχολείο, ξανά από την αρχή, ανασταίνω, ανασταίνω, κτ δεν με αφήνει σε ησυχία, κτ με στοιχειώνει, μεταβιβάζω, αναμεταδίδω, μεταφέρω, αναμεταδίδω, είμαι έως εδώ με κτ, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, φτάνω μέχρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης back to back

πλάτη με πλάτη

adverb (with backs together)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Stand back to back so I can see who is taller.
Σταθείτε πλάτη με πλάτη για να μπορέσω να δω ποιος είναι ψηλότερος.

αλλεπάλληλος

adjective (figurative (consecutive)

The team was able to win back-to-back games for the first time in a month.
Η ομάδα κατάφερε να κερδίσει συνεχόμενα παιχνίδια για πρώτη φορά μέσα σε έναν μήνα.

μεσοτοιχία

adjective (UK (houses: terraced)

χρονολογούμαι από

(exist since) (υλικό αντικείμενο)

The fossils dated back to the Precambrian eon.
Τα απολιθώματα χρονολογούνται από το Προκάμβριο.

θυμίζω

(figurative (recall, bring to mind) (μοιάζω με κτ παλιό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The band's latest album echoes back to the cheerful uptempo music of their first album twenty years ago.

επιστρέφω, συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (resume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'd love to talk more but I have to get back to my work now.
Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου.

επιστρέφω, γυρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (return)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It would be nice to get back to my hometown one day.

θυμάμαι

(recall the past)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James is always harking back to what he calls "the good old days".

δίνω αναφορά σε κπ, δίνω λογαριασμό σε κπ

(give an account of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Go see what's happening over there, and report back to me.

επαναφέρω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (revert) (μια κατάσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I rolled back to the previous version of the software and it worked fine.

ανάποδα

adverb (clothing: wrong way around)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απ' έξω και ανακατωτά

adverb (figurative (completely, thoroughly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I've read this book so many times that I know it back to front.

στο κανονικό

adverb (reverting to usual state)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In television, at the end of an episode usually everything goes back to normal.

επιστροφή στο σχολείο

expression (return to school after vacation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sign above the supermarket shelf laden with books and stationery read "Back to school".

που σχετίζεται με την επιστροφή στο σχολείο

adjective (relating to return to school)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We like to buy our children's clothes at back-to-school sales, when the prices are low.

ξανά από την αρχή

adverb (figurative, informal (starting over)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανασταίνω

verbal expression (resuscitate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανασταίνω

verbal expression (figurative (reintroduce) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The idea, once rejected, has been brought back to life by proponents.

κτ δεν με αφήνει σε ησυχία

verbal expression (figurative, informal (cause problems later)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κτ με στοιχειώνει

verbal expression (figurative, informal (cause regret later) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταβιβάζω, αναμεταδίδω

transitive verb (computing: relay or send to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω, αναμεταδίδω

verbal expression (figurative (repeat [sb]'s opinion words back to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You will not receive a good grade if you simply echo back the author's words to the teacher.

είμαι έως εδώ με κτ

verbal expression (figurative, informal (be exasperated by [sth] repeated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She said angrily that she was fed up to the back teeth of hearing us bicker.

πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι

verbal expression (return to bed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I saw it was raining outside I decided to go back to bed.

φτάνω μέχρι

verbal expression (time: go back as far as) (χρόνος: στο παρελθόν)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του back to back στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.