Τι σημαίνει το backed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης backed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του backed στο Αγγλικά.

Η λέξη backed στο Αγγλικά σημαίνει που υποστηρίζεται από, που στηρίζεται από, με πίσω επένδυση, με πίσω κάλυμμα, πλάτη, ράχη, πίσω μέρος, πίσω μέρος, πίσω, κάνω όπισθεν, κάνω όπισθεν, πίσω, απομακρυσμένος, πίσω, παλιός, προηγούμενος, αναδρομικός, προς τα πίσω, πίσω, πίσω μέρος, πίσω μέρος, πίσω μέρος, πλάτη, υποστηρίζω, στηρίζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, είμαι στο πίσω μέρος, βρίσκομαι στο πίσω μέρος, κάνω support, μοντάρω, υποστηρίζω, στηρίζω, προερχόμενος από τιτλοποίηση, φραγμένος, βουλωμένος, με ψηλή πλάτη, με στρατιωτική στήριξη, με στρατιωτική υποστήριξη, με τη στήριξη του στρατού, καμπυλωτός, κυρτός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης backed

που υποστηρίζεται από, που στηρίζεται από

adjective (supported, endorsed) (εγκρίνεται)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Inquisition was backed by the Church.
Η Ιερά Εξέταση είχε την υποστήριξη της Εκκλησίας.

με πίσω επένδυση, με πίσω κάλυμμα

adjective (as suffix (with a back covering of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The man spoke into a leather-backed cellphone.

πλάτη, ράχη

noun (body: spine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He hurt his back playing tennis.
Χτύπησε την πλάτη (or: ράχη) του παίζοντας τένις.

πίσω μέρος

noun (reverse side)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please read the text on the back of the paper.
Παρακαλώ διαβάστε το κείμενο στο πίσω μέρος της σελίδας.

πίσω μέρος

noun (rear) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can sit in the back of the car and you can sit in the front.
Μπορώ να καθίσω στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κι εσύ μπορείς να καθίσεις μπροστά.

πίσω

adverb (returning) (κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
After the picnic, they walked back to the car and drove home.
Μετά το πικνίκ, περπάτησαν πίσω προς το αυτοκίνητο και πήγαν σπίτι.

κάνω όπισθεν

intransitive verb (move backward)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He backed into the parking space.
Έκανε όπισθεν και μπήκε στη θέση παρκαρίσματος.

κάνω όπισθεν

transitive verb (move in reverse) (με αυτοκίνητο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He backed the car down the driveway ... right into a lamppost.
Πήγε (or: Έκανε) πίσω με το αμάξι στο δρομάκι κι έπεσε κατευθείαν πάνω στον στύλο του ηλεκτρικού.

πίσω

adjective (last, final)

The back pages of the magazine are devoted to advertisements.
Οι πίσω (or: τελευταίες) σελίδες του περιοδικού έχουν διαφημίσεις.

απομακρυσμένος

adjective (remote)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
They're going to camp out in the back woods.

πίσω

adjective (at the rear)

How many passengers will fit on your back seat?
Πόσοι επιβάτες χωράνε στο πίσω κάθισμα;

παλιός, προηγούμενος

adjective (of the past)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I would like to buy a back copy of the magazine.

αναδρομικός

adjective (in arrears) (οικονομικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She received back pay to make up for the accounting error.

προς τα πίσω

adjective (going back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His back pass led to the goal that won the match.

πίσω

adverb (in return) (επιστροφή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She gave back the book.
Έδωσε πίσω το βιβλίο.

πίσω μέρος

noun (reverse side: body part)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She wrote his telephone number on the back of her hand.

πίσω μέρος

noun (rear)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We hired a van and put the boxes in the back.

πίσω μέρος

noun (part of [sth] covering the back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company's logo will appear on the shirt back.

πλάτη

noun (reverse side: chair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He placed his hands on the back of the chair.

υποστηρίζω, στηρίζω

transitive verb (support [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should back your argument with facts.
Πρέπει να μπορείς να στηρίξεις (or: υποστηρίξεις) τα επιχειρήματά σου με στοιχεία.

στοιχηματίζω, ποντάρω

transitive verb (wager on) (σε κάτι/κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Which horse should we back?

είμαι στο πίσω μέρος, βρίσκομαι στο πίσω μέρος

transitive verb (form background of)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The field is backed by a row of trees.

κάνω support

transitive verb (informal (music: accompany) (μουσική: σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They're going to back Bob Dylan on his next tour.

μοντάρω

transitive verb (mount) (φωτογραφία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She backed the photo with grey card.

υποστηρίζω, στηρίζω

transitive verb (support [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I back this candidate for mayor.
Υποστηρίζω (or: Στηρίζω) αυτόν τον υποψήφιο για δήμαρχο.

προερχόμενος από τιτλοποίηση

adjective (finance: type of security) (χρηματοοικοικονομικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φραγμένος, βουλωμένος

adjective (pipe, etc.: blocked) (σωλήνα, κτλ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The plumbing was backed up because of excess hair in the drain.

με ψηλή πλάτη

adjective (chair, etc.: have a high back) (κάθισμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με στρατιωτική στήριξη, με στρατιωτική υποστήριξη, με τη στήριξη του στρατού

adjective (supported by the armed forces)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καμπυλωτός, κυρτός

adjective (curved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του backed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του backed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.