Τι σημαίνει το back στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης back στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του back στο Αγγλικά.

Η λέξη back στο Αγγλικά σημαίνει πλάτη, ράχη, πίσω μέρος, πίσω μέρος, πίσω, κάνω όπισθεν, κάνω όπισθεν, πίσω, απομακρυσμένος, πίσω, παλιός, προηγούμενος, αναδρομικός, προς τα πίσω, πίσω, πίσω μέρος, πίσω μέρος, πίσω μέρος, πλάτη, υποστηρίζω, στηρίζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, είμαι στο πίσω μέρος, βρίσκομαι στο πίσω μέρος, κάνω support, μοντάρω, υποστηρίζω, στηρίζω, αντιμιλώ, αντιμιλώ, απαντώ, προσκαλώ πάλι, καλώ στο σπίτι, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαι, υποχωρώ, ενδίδω, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ, υπαναχωρώ από κτ, ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ, πατάω κάνοντας όπισθεν, αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα, υποστηρίζω, στηρίζω, επιβεβαιώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ, διαπιστώνω, κάνω όπισθεν με κτ, κάνω όπισθεν, η καμπύλη της πλάτης, τεντώνομαι προς τα πίσω, ήδη από, από, πίσω, στο πίσω μέρος, πίσω μπρος, μπρος πίσω, παλινδρομικός, παλίνδρομος, κους-κους, βουλευτής, βουλευτικός, οπισθόφυλλο, πίσω πόρτα, πίσω μέρος, πίσω, πίσω, έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση, έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου, τον παλιό καιρό, πίσω στη δουλειά, μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν, βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ, χτυπώ κτ κάνοντας όπισθεν, παλαιότερο τεύχος, προηγούμενο τεύχος, γραμμή άμυνας, πίσω γραμμή, ενισχυτές, γραμματεία, παραγγελία, οπισθόφυλλο, του οπισθόφυλλου, αναδρομικές αποδοχές, πίεση επιστροφής, oφειλόμενο ενοίκιο, παράδρομος, μασάζ στην πλάτη, πίσω κάθισμα, απογευματινή βάρδια, η απογευματινή βάρδια, τελική ευθεία, παράδρομος, τότε, πλάτη με πλάτη, αλλεπάλληλος, ανάποδα, απ' έξω και ανακατωτά, στο κανονικό, επιστροφή στο σχολείο, που σχετίζεται με την επιστροφή στο σχολείο, ξανά από την αρχή, οπίσθια όψη, προηγούμενοι οφειλόμενοι μισθοί, εκείνη την εποχή, τότε, πίσω αυλή, πίσω αυλή, περίγυρος, κύκλος, πίσω, θεωρώ κτ χαμηλής προτεραιότητας, τελικός, μεσοτοιχία, πολύ κουραστικός, απομακρυσμένος, απομονωμένος, σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο, κάνω πετάλι ανάποδα, αντιφάσκω, πίσω δωμάτιο, παρασκήνιο, εργαλείο για ξύσιμο της πλάτης, του πίσω καθίσματος, κατώτερος, προδοσία, προδότης, παρελθόν, στενό, μικρός, παρασκηνιακός, αντιμιλώ, αντιμιλώ, ενισχύσεις, αντίγραφο, μαζεύομαι, συσσωρεύομαι, μποτιλιάρισμα, εφεδρικός, εναλλακτικός, αντίγραφο ασφαλείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης back

πλάτη, ράχη

noun (body: spine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He hurt his back playing tennis.
Χτύπησε την πλάτη (or: ράχη) του παίζοντας τένις.

πίσω μέρος

noun (reverse side)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please read the text on the back of the paper.
Παρακαλώ διαβάστε το κείμενο στο πίσω μέρος της σελίδας.

πίσω μέρος

noun (rear) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can sit in the back of the car and you can sit in the front.
Μπορώ να καθίσω στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κι εσύ μπορείς να καθίσεις μπροστά.

πίσω

adverb (returning) (κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
After the picnic, they walked back to the car and drove home.
Μετά το πικνίκ, περπάτησαν πίσω προς το αυτοκίνητο και πήγαν σπίτι.

κάνω όπισθεν

intransitive verb (move backward)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He backed into the parking space.
Έκανε όπισθεν και μπήκε στη θέση παρκαρίσματος.

κάνω όπισθεν

transitive verb (move in reverse) (με αυτοκίνητο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He backed the car down the driveway ... right into a lamppost.
Πήγε (or: Έκανε) πίσω με το αμάξι στο δρομάκι κι έπεσε κατευθείαν πάνω στον στύλο του ηλεκτρικού.

πίσω

adjective (last, final)

The back pages of the magazine are devoted to advertisements.
Οι πίσω (or: τελευταίες) σελίδες του περιοδικού έχουν διαφημίσεις.

απομακρυσμένος

adjective (remote)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
They're going to camp out in the back woods.

πίσω

adjective (at the rear)

How many passengers will fit on your back seat?
Πόσοι επιβάτες χωράνε στο πίσω κάθισμα;

παλιός, προηγούμενος

adjective (of the past)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I would like to buy a back copy of the magazine.

αναδρομικός

adjective (in arrears) (οικονομικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She received back pay to make up for the accounting error.

προς τα πίσω

adjective (going back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His back pass led to the goal that won the match.

πίσω

adverb (in return) (επιστροφή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She gave back the book.
Έδωσε πίσω το βιβλίο.

πίσω μέρος

noun (reverse side: body part)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She wrote his telephone number on the back of her hand.

πίσω μέρος

noun (rear)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We hired a van and put the boxes in the back.

πίσω μέρος

noun (part of [sth] covering the back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company's logo will appear on the shirt back.

πλάτη

noun (reverse side: chair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He placed his hands on the back of the chair.

υποστηρίζω, στηρίζω

transitive verb (support [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should back your argument with facts.
Πρέπει να μπορείς να στηρίξεις (or: υποστηρίξεις) τα επιχειρήματά σου με στοιχεία.

στοιχηματίζω, ποντάρω

transitive verb (wager on) (σε κάτι/κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Which horse should we back?

είμαι στο πίσω μέρος, βρίσκομαι στο πίσω μέρος

transitive verb (form background of)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The field is backed by a row of trees.

κάνω support

transitive verb (informal (music: accompany) (μουσική: σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They're going to back Bob Dylan on his next tour.

μοντάρω

transitive verb (mount) (φωτογραφία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She backed the photo with grey card.

υποστηρίζω, στηρίζω

transitive verb (support [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I back this candidate for mayor.
Υποστηρίζω (or: Στηρίζω) αυτόν τον υποψήφιο για δήμαρχο.

αντιμιλώ

phrasal verb, intransitive (informal (reply impudently)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Take your hands out of your pockets and don't answer back, young man!

αντιμιλώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (reply impudently)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If she gets bossy, answer her back.

απαντώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (respond)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I left a message for him but he hasn't answered me back.
Του άφησα ένα μήνυμα αλλά δε μου απάντησε.

προσκαλώ πάλι

phrasal verb, transitive, separable (invite [sb] to return)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The panel asked the candidate back for a second interview.

καλώ στο σπίτι

phrasal verb, transitive, separable (UK (invite back to home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαι

phrasal verb, intransitive (retreat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Back away from the cookies and no one gets hurt. He nodded vaguely, continuing to dodge and back away.
Κατένευσε αόριστα, συνεχίζοντας να υπεκφεύγει και να υπαναχωρεί.

υποχωρώ, ενδίδω

phrasal verb, intransitive (give in, yield)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Despite the evidence, he refused to back down.
Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει).

αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι

phrasal verb, intransitive (withdraw, retreat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The guys backed off when they saw the police coming.
Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία.

αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ

phrasal verb, intransitive (withdraw involvement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
At the last minute, the investors backed out.
Την τελευταία στιγμή οι επενδυτές αποσύρθηκαν.

υπαναχωρώ από κτ

(promise: break)

The couple buying our house backed out of the purchase at the last minute.

ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ

(withdraw from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sue backed out of helping us paint the house.
Η Σου ανακάλεσε τη δέσμευσή της να μας βοηθήσει στο βάψιμο του σπιτιού.

πατάω κάνοντας όπισθεν

phrasal verb, transitive, inseparable (vehicle: run over in reverse)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Oh no! I think I just backed over my son's bike.
Ωχ, όχι! Νομίζω ότι τώρα που έκανα όπισθεν πάτησα το ποδήλατο του γιου μου.

αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα

phrasal verb, transitive, separable (computing: make copies)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is advisable to back up all the files on your computer regularly, in case of breakdown.
Είναι καλό να δημιουργείτε τακτικά αντίγραφα όλων των αρχείων στον υπολογιστή σας, για την περίπτωση βλάβης.

υποστηρίζω, στηρίζω

phrasal verb, transitive, separable (support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Go ahead and tell the boss just what happened; I'll back you up on it.
Προχώρα και πες στο αφεντικό τι έγινε μόλις τώρα. Θα σε υποστηρίξω.

επιβεβαιώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ, διαπιστώνω

phrasal verb, transitive, separable (confirm: fact, argument)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The accused man insisted that his wife would back up his story and give him an alibi.
Ο κατηγορούμενος επέμενε ότι η γυναίκα του θα επιβεβαίωνε την εκδοχή του και θα του έδινε άλλοθι.

κάνω όπισθεν με κτ

phrasal verb, transitive, separable (vehicle: reverse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's difficult to back up a truck when a trailer is attached.
Είναι δύσκολο να κάνεις όπισθεν με ένα φορτηγάκι, όταν σε αυτό έχει προσαρτηθεί και τροχόσπιτο.

κάνω όπισθεν

phrasal verb, intransitive (move in reverse) (αυτοκίνητο)

A loud beeping alerts other road users when the lorry is backing up.

η καμπύλη της πλάτης

noun (curve of lower back)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
In this yoga pose, tuck your right arm behind the arch of your back.

τεντώνομαι προς τα πίσω

verbal expression (stretch over backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please arch your back and take a deep breath.

ήδη από

preposition (long ago)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As far back as Cleopatra's time, sugaring has been used as a hair removal technique.

από

preposition (from a point in the past)

These cave paintings are believed to date as far back as 17,000 years.

πίσω, στο πίσω μέρος

adverb (in, towards the rear)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We went to the cinema and sat at the back.

πίσω μπρος, μπρος πίσω

adverb (move: to and fro)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The little girl rocked back and forth on the swing.

παλινδρομικός, παλίνδρομος

adjective (movement: to and fro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is relaxing to sit on the beach and watch the back-and-forth motion of the waves.

κους-κους

noun (informal (conversation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rebecca could hear the back and forth of a conversation outside her window.

βουλευτής

noun (UK (Parliament: junior members)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

βουλευτικός

noun as adjective (UK (Parliament: junior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οπισθόφυλλο

noun (book: rear outer part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The back cover had a brief description of the story.

πίσω πόρτα

noun (building: rear door)

In this house the back door opens directly into the kitchen.

πίσω μέρος

noun (rear part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He cruelly likened her appearance to the back end of a bus!

πίσω

adverb (informal (in your town or country of origin) (στην χώρα καταγωγής)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Doris missed her life back home in Australia.

πίσω

adverb (to your house again)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Steve drove us back home after the party.

έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση

adjective (informal (functioning or performing again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor said I will be back in action in a few days, as soon as the scarring heals.

έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου

adjective (figurative, informal (at work again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After being away so long, we are all happy to see her back in action.

τον παλιό καιρό

expression (introduces reminiscence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίσω στη δουλειά

adverb (figurative, informal (at work again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It felt good to be back in the saddle after three months of sick leave.

μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν

(enter by reversing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeff looked into the rear-view mirror as he backed into the parking space.
Ο Τζεφ κοίταζε τον καθρέφτη καθώς έμπαινε με την όπισθεν στη θέση στάθμευσης.

βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ

(vehicle: reverse into)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My wife always has trouble backing the car into the driveway.

χτυπώ κτ κάνοντας όπισθεν

(hit by reversing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He wasn't paying attention and backed into the bollard.
Δεν πρόσεχε και χτύπησε τη δέστρα κάνοντας όπισθεν.

παλαιότερο τεύχος, προηγούμενο τεύχος

noun (magazine, etc.: earlier issue)

γραμμή άμυνας

noun (sport: defensive players) (άθλημα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The back line stopped the other team from scoring.

πίσω γραμμή

noun (sport: line on field) (γηπέδου)

The ball crossed the back line before the player could reach it.

ενισχυτές

noun (equipment: amplification) (στο πίσω μέρος της σκηνής)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The backline was at the back of the stage, ready for the musicians.

γραμματεία

noun (administrative department)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All the staff from the back office are going to the pub – do you want to come?

παραγγελία

noun (order for [sth] out of stock) (λόγω μη διαθεσιμότητας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If your item is not in stock, the company will place a back order for you.

οπισθόφυλλο

noun (often plural (final page of a publication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

του οπισθόφυλλου

noun as adjective (on, fit for a newspaper's last pages)

αναδρομικές αποδοχές

noun (law: wages for previous work)

πίεση επιστροφής

noun (force going against flow)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
An obstruction in the water pipe was causing back pressure.

oφειλόμενο ενοίκιο

noun (law: money owed to landlord)

παράδρομος

noun (not a main route)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They got lost somewhere in the back roads of Devon.

μασάζ στην πλάτη

noun (massage)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πίσω κάθισμα

noun (seat at back of a vehicle)

Children under 12 should sit in the back seat of a vehicle.

απογευματινή βάρδια

noun (work period: afternoon, evening) (ανάλογα με την ώρα)

η απογευματινή βάρδια

plural noun (afternoon, evening workers) (ανάλογα με την ώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελική ευθεία

noun (part of a racecourse, track) (κυριολεκτικά)

παράδρομος

noun (minor street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τότε

adverb (in those days)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Back then most people didn't even have cell phones.
Τότε οι περισσότεροι δεν είχαν καν κινητά τηλέφωνα.

πλάτη με πλάτη

adverb (with backs together)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Stand back to back so I can see who is taller.
Σταθείτε πλάτη με πλάτη για να μπορέσω να δω ποιος είναι ψηλότερος.

αλλεπάλληλος

adjective (figurative (consecutive)

The team was able to win back-to-back games for the first time in a month.
Η ομάδα κατάφερε να κερδίσει συνεχόμενα παιχνίδια για πρώτη φορά μέσα σε έναν μήνα.

ανάποδα

adverb (clothing: wrong way around)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απ' έξω και ανακατωτά

adverb (figurative (completely, thoroughly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I've read this book so many times that I know it back to front.

στο κανονικό

adverb (reverting to usual state)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In television, at the end of an episode usually everything goes back to normal.

επιστροφή στο σχολείο

expression (return to school after vacation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sign above the supermarket shelf laden with books and stationery read "Back to school".

που σχετίζεται με την επιστροφή στο σχολείο

adjective (relating to return to school)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We like to buy our children's clothes at back-to-school sales, when the prices are low.

ξανά από την αρχή

adverb (figurative, informal (starting over)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οπίσθια όψη

noun ([sth] as seen from behind)

προηγούμενοι οφειλόμενοι μισθοί

noun (law: previous earnings)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εκείνη την εποχή, τότε

adverb (at a time in the past when)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Back when I was a boy, there was no such thing as Nintendo Wii.

πίσω αυλή

noun (rear garden)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They sit in the backyard and read all summer.
Όλο το καλοκαίρι κάθονται στην πίσω αυλή και διαβάζουν.

πίσω αυλή

noun (UK (rear paved area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περίγυρος, κύκλος

noun (figurative (own vicinity) (μτφ: συνήθως άνθρωποι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πίσω

noun as adjective (US (in rear garden)

θεωρώ κτ χαμηλής προτεραιότητας

transitive verb (US, informal (give low priority to, delay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελικός

noun as adjective (phase: final)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεσοτοιχία

adjective (UK (houses: terraced)

πολύ κουραστικός

adjective (figurative (work: strenuous, arduous)

Frank did back-breaking work on the farm for over 50 years.

απομακρυσμένος, απομονωμένος

noun as adjective (relating to a remote area) (για μέρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο

noun (backwards somersault)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάνω πετάλι ανάποδα

intransitive verb (pedal backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιφάσκω

intransitive verb (figurative, informal (go against [sth] previously said)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πίσω δωμάτιο

noun (private area to rear of a building)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παρασκήνιο

noun (figurative (private area) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εργαλείο για ξύσιμο της πλάτης

noun (tool for scratching back)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

του πίσω καθίσματος

noun as adjective (in the seat at back of a vehicle)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
This car is fitted with three backseat seatbelts.

κατώτερος

noun as adjective (US, figurative (secondary, subordinate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προδοσία

noun (figurative, informal (betrayal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προδότης

adjective (figurative, informal ([sb]: disloyal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρελθόν

noun (fiction: character's background)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στενό

noun (often plural (street off main road)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρός

noun as adjective (street: off main road)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρασκηνιακός

noun as adjective (figurative (clandestine or illegal) (γίνεται στα κρυφά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντιμιλώ

intransitive verb (make insolent retort)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιμιλώ

transitive verb (make insolent retorts to [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't you dare backtalk me, young lady!
Μην τολμήσεις να μου αντιμιλήσεις, νεαρά!

ενισχύσεις

noun (support)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When the policeman realized he couldn't handle the situation alone, he called for backup.
Όταν ο αστυνομικός συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, κάλεσε ενισχύσεις.

αντίγραφο

noun (duplicate copy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is a backup; the original copy is in the filing cabinet.
Αυτό είναι αντίγραφο. Το πρωτότυπο είναι στο αρχείο.

μαζεύομαι, συσσωρεύομαι

noun (accumulation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There is a backup of paperwork that we need to file by the end of the day.
Έχει μαζευτεί χαρτούρα που πρέπει να αρχειοθετηθεί μέχρι το τέλος της ημέρας.

μποτιλιάρισμα

noun (informal (traffic jam)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a backup on the interstate just north of the city.
Υπάρχει μποτιλιάρισμα στον διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο ακριβώς βόρεια της πόλης.

εφεδρικός, εναλλακτικός

noun as adjective (alternative) (σχέδιο)

I'm going to keep my old laptop as a backup computer just in case my new one breaks down.
Θα κρατήσω το παλιό μου λαπ τοπ ως εφεδρικό, σε περίπτωση που ο νέος μου υπολογιστής χαλάσει.

αντίγραφο ασφαλείας

noun (data: duplicate) (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It's a good idea to make a backup copy of important documents.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του back στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του back

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.