Τι σημαίνει το to στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του to στο Αγγλικά.
Η λέξη to στο Αγγλικά σημαίνει σε, προς, σε, σε, με, ως, έως, -, προς, για να, -, προς κπ/κτ, σε, μέχρι, έως, ως, σε σχέση με κπ/κτ, όσον αφορά, σχετικά με, σε ό,τι αφορά, αναφορικά με, να, προς, σε, του, σε κάθε, σε, ανά, παρά, σε, ως, μέχρι, έως, να, σε, σε σχέση με, με, απέναντι σε, με, έχω άθροισμα, υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω, συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ, σνακ, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, δείγμα, παρά τέταρτο, παρά τέταρτο, συμβουλή, παραδίδω, παραδίδομαι σε κτ, υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση, μπορώ, μπορώ, έτοιμος, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, προσχωρώ σε κτ, προσχωρώ σε κτ, εντάσσομαι σε κτ, ανέρχομαι σε κτ, αναγνωρίζομαι και συμφωνούμαι, προσαρμόζομαι σε κτ, εξοικειώνω κπ με κτ, συνηθίζω, εξοικειώνω, κάνω κπ/κτ να προσαρμοστεί σε κτ, προσαρμόζομαι σύμφωνα με κτ, αποδίδω, σύμφωνα, σύμφωνα, σύμφωνα, ανάλογα, σύμφωνα με, σύμφωνα με, ανάλογα με, σύμφωνα με το έθιμο, σύμφωνα με το νόμο, σύμφωνα με το μύθο, σύμφωνα με την παράδοση, κατά την παράδοση, σύμφωνα με τον θρύλο, σύμφωνα με τους κανονισμούς, σύμφωνα με τις αναφορές, σύμφωνα με την συμφωνία, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, κυριολεκτικά, σύμφωνα με τους κανονισμούς, λογοδοτώ σε κπ, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, ενσωματώνω κπ σε κτ, εγκλιματίζω κπ/κτ σε κτ, λαχταράω, λαχταρώ, συναινώ σε κτ, συγκατατίθεμαι σε κτ, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, προσαρμόζομαι, συνηθίζω να κάνω κτ, προσαρμόζομαι, συνηθίζω να κάνω κτ, ευπροσάρμοστος, προσαρμoστικός, ενισχύω, προσθέτω, αυξάνω, προσθέτω, προσθέτω, ρίχνω λάδι στην φωτιά, το κερασάκι στην τούρτα, συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο, επισυνάπτω κτ σε κτ άλλο, απευθύνω κτ σε κπ, απευθύνω κτ σε κπ, έχω ως παραλήπτη, διευθυνσιοδοτώ, έχω παραλήπτη κπ, κολλάω, κολλώ, τηρώ, κολλάω, κολλώ, δίπλα σε κτ, μεταφέρομαι σε κτ, εκλιπαρώ, προσαρμόζομαι, προσαρμόζομαι, ρυθμίζομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, εισάγω, οδηγώ, παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ, παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ, δέχομαι κπ σε κτ, παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως, προειδοποιώ κπ να κάνει κτ, συμβουλεύω, αρραβωνίζω κπ με κπ, κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτ, έχω την οικονομική δυνατότητα, έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια, έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια, προσβολή προς κπ/κτ, προσβολή για κπ/κτ, φοβάμαι να κάνω κτ, ηλικίας από... μέχρι, συμφωνώ να κάνω κτ, συμφωνώ με όλα, συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε, σύμφωνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης to
σεpreposition (destination) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) He went to the shop. He went out to dinner. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγε σε ένα εστιατόριο να φάει. |
προςpreposition (toward) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) He walked to the house. Προχώρησε προς το σπίτι. |
σεpreposition (upon) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The painter applied the pigment to the canvas. Ο ζωγράφος άπλωσε το χρώμα στον καμβά. |
σεpreposition (of, belonging to) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The sash to his cape was red. Η ταινία στη μπέρτα του ήταν κόκκινη. |
μεpreposition (in relationship with) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The table was parallel to the floor. He reacted with tenderness to her outburst. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει τα μέσα δύο πλευρών ενός τριγώνου είναι παράλληλο προς την τρίτη πλευρά και ίσο με το μισό της. |
ως, έωςpreposition (range, limit) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) In summer, the temperature ranges from thirty to forty degrees Celsius. Το καλοκαίρι η θερμοκρασία είναι τριάντα με σαράντα βαθμούς Κελσίου. |
-preposition (compared with) (μεταξύ των βαθμών) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Manchester United won the match, four to two. Η Μάντσεστερ κέρδισε τον αγώνα με 4-2. |
προςpreposition (ratio) (αναλογία) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The proposal was defeated by seven votes to two. Η πρόταση καταψηφίστηκε με εφτά ψήφους προς δύο. |
για ναpreposition (in order to) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Mo went there to pick up his order. |
-adverb (informal (closed) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) When night fell, she pulled the shutters to. Όταν νύχτωσε, έκλεισε τα παντζούρια. |
προς κπ/κτpreposition (recipient of action) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) I thought you were disrespectful to her. |
σεpreposition (on, against) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The fighter took a punch to the jaw. Ο πυγμάχος δέχτηκε ένα χτύπημα στο πιγούνι. |
μέχρι, έως, ωςpreposition (up to, until) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) To this very day, the original building still stands. |
σε σχέση με κπ/κτpreposition (in relation to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Josh says he's a third cousin to the president. |
όσον αφορά, σχετικά με, σε ό,τι αφορά, αναφορικά μεpreposition (formal (regarding, with regard to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) To your earlier point, I think we are in agreement. |
ναpreposition (intention) (ακολουθεί ρήμα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Sarah went to the rescue. Η Σάρα έτρεξε να βοηθήσει. |
προςpreposition (resulting in) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) To his horror, the painting was gone. |
σεpreposition (into: resulting condition) (δείχνει αποτέλεσμα) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) It was broken to pieces. |
τουpreposition (in respect of) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) The secret to his success is his attention to detail. |
σε κάθεpreposition (constituting) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There are a hundred centimetres to a metre. |
σεpreposition (desire, toasting) (για πρόποση) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) To the happy couple! Hear! Hear! |
ανάpreposition (rate of return) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) I get nearly 40 miles to the gallon in that car. |
παράpreposition (time: before) (για ώρα) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) It is twenty to three in the afternoon. |
σεpreposition (sum, calculations) (για ποσό, για υπολογισμό) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) It comes to thirty-three dollars, ninety-four cents. Ανέρχεται σε τριάντα τρία δολάρια και ενενήντα πέντε λεπτά. |
ως, μέχρι, έωςpreposition (limit in condition) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) He felt cold to the bone after skiing. |
ναpreposition (with a purpose of) (ακολουθεί ρήμα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Fiona bought a new book to read. |
σεpreposition (addition) (δείχνει προσθήκη) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The extra charges added salt to the wounds. |
σε σχέση μεpreposition (in comparison to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This year's blackberries are inferior to last year's crop. |
μεpreposition (position: in relation to) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The left rail is parallel to the right rail. |
απέναντι σεpreposition (in reaction to) (δείχνει αντίδραση) He reacted with tenderness to her outburst. |
μεpreposition (verb and object connector) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) I am speaking generally, in regard to your efforts this week. |
έχω άθροισμα(total) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The opposite sides of a die add up to seven. Οι αντικριστές πλευρές του ζαριού έχουν άθροισμα επτά. |
υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω(figurative (indicate, lead to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The evidence adds up to a clear attempt to steal the goods. Οι αποδείξεις υποδηλώνουν μια ξεκάθαρη απόπειρα κλοπής των αγαθών. |
συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (consent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The patient has agreed to the procedure. |
σνακnoun (informal (snack) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμηexpression (much effort still needed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brad did well on the quiz, but he has a long way to go before he passes the class. |
δείγμαnoun (example, evidence) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) His last film was a monument to stupidity and bad taste. |
παρά τέταρτοexpression (fifteen minutes before) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll meet you at a quarter till one... in the afternoon, of course. |
παρά τέταρτοexpression (time: fifteen minutes before) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's almost a quarter to five; we're running late. Είναι σχεδόν πέντε παρά τέταρτο, έχουμε αργήσει |
συμβουλήnoun (colloquial (giving warning, advice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A word to the wise: do not visit this neighborhood alone after dark. Μια συμβουλή: Μην πας μόνος σου σε αυτή την γειτονιά όταν σκοτεινιάσει. |
παραδίδω(give up control of) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The army abandoned the territory to the indigenous peoples. |
παραδίδομαι σε κτverbal expression (surrender to [sth]: desires, etc.) (μεταφορικά: π.χ. σε απολαύσεις) |
υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόησηnoun (attentiveness) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) An effective therapist has an ability to listen. |
μπορώexpression (capable of doing) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The only people able to afford to buy a house in this area are millionaires. Οι μόνοι που μπορούν να αγοράσουν σπίτι σε αυτή την περιοχή είναι οι εκατομμυριούχοι. |
μπορώverbal expression (can, have the ability to do) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Claire wasn't able to reach the jar on the top shelf. |
έτοιμοςverbal expression (on the point of doing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I was just about to step into the bath when the doorbell rang. Ετοιμαζόμουν να μπω στην μπανιέρα όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. |
που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβείverbal expression (on the point of being) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She is about to become the youngest scientist to win the Nobel Prize. Πρόκειται να γίνει η νεώτερη επιστήμονας που θα κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ. |
που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβείadjective (imminent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You want me to give you money? That's not about to happen. Θέλεις να σου δώσω χρήματα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. |
προσχωρώ σε κτ(formal (agree to [sth]) (επίσημο: απόφαση, σύμβαση κλπ) We refuse to accede to the terrorists' demands. |
προσχωρώ σε κτ, εντάσσομαι σε κτ(formal (join a treaty, organization) The Czech Republic acceded to the EU in May 2004. |
ανέρχομαι σε κτ(formal (take on power, office) The young prince acceded to the throne when he came of age. |
αναγνωρίζομαι και συμφωνούμαιverbal expression (terms: be legally agreed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσαρμόζομαι σε κτ(become accustomed to [sth]) |
εξοικειώνω κπ με κτ(make accustomed to [sth]) |
συνηθίζω(figurative (become accustomed to [sth]) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) People in the city have been forced to acclimatize to increased security controls. |
εξοικειώνω(accustom to [sth]) (κπ/κτ με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you have cats and you move house you need to keep the cats indoors for at least a few days to acclimatize them to their new home. |
κάνω κπ/κτ να προσαρμοστεί σε κτ(accustom to climate) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Before planting out your young seedlings, take them out of the greenhouse for a short period, then increase each day, to acclimatize them to the colder conditions outdoors. |
προσαρμόζομαι σύμφωνα με κτ(adapt to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you have any special requests, we can accommodate to your needs. Αν έχετε ειδικά αιτήματα, μπορούμε να προσαρμοστούμε σύμφωνα με τις ανάγκες σας. |
αποδίδω(grant) (κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We hereby accord to the petitioner the relief that she requests. Διά του παρόντος παραχωρούμε στην αιτούσα το βοήθημα που ζητά. |
σύμφωναpreposition (in the opinion of) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to David, the concert was very good. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ, η συναυλία ήταν πολύ καλή. |
σύμφωναpreposition (in the words of) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to Proudhon, property is theft! Σύμφωνα με τον Προυντόν, η ιδιοκτησία συνιστά κλοπή! |
σύμφωνα, ανάλογαpreposition (in order determined by) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The children lined up according to their height, from shortest to tallest. Τα παιδιά παρατάχθηκαν ανάλογα με το ύψος τους, από το πιο κοντό στο πιο ψηλό. |
σύμφωνα μεpreposition (as stated in) Make the bread according to the recipe. Φτιάξε ψωμί σύμφωνα με τη συνταγή. |
σύμφωνα με, ανάλογα μεpreposition (in proportion to) Salaries are determined according to experience. Οι μισθοί καθορίζονται ανάλογα με την εμπειρία. |
σύμφωνα με το έθιμοexpression (as is traditional) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) According to custom, the dinner must be on the first Sunday in June. |
σύμφωνα με το νόμοexpression (in agreement with law) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to law, the website owner must check all materials published on it. |
σύμφωνα με το μύθοexpression (in mythology) (μυθολογία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) According to legend, the infants Romulus and Remus were suckled by a wolf. |
σύμφωνα με την παράδοση, κατά την παράδοση, σύμφωνα με τον θρύλοexpression (in popular myth or belief) (παράδοση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) According to legend, there is buried treasure on Cocos Island. |
σύμφωνα με τους κανονισμούςexpression (following official rules) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) According to regulations, you cannot take lighter fluid on to an airplane. |
σύμφωνα με τις αναφορέςexpression (as has been reported) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to reports, there has been a coup in Niger. Further details are not yet available. |
σύμφωνα με την συμφωνίαexpression (by the terms of the agreement) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to the agreement, the buyer will purchase all the product that the seller can produce. |
σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίουexpression (by the terms of the contract) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to the contract you may take three days of bereavement leave for your uncle's funeral, but only one for your nephew's. |
σύμφωνα με το γράμμα του νόμουexpression (according to law) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) These laws are no longer obeyed according to the letter. |
κυριολεκτικάexpression (word for word) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Calvin interprets the biblical text according to the letter. |
σύμφωνα με τους κανονισμούςexpression (by the rules) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to the rules, he had to be taken off the field. |
λογοδοτώ σε κπ(has to report to) The MP is accountable to his constituents. |
πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ(fall naturally to) (αυτόματα) A better salary is one of the benefits that accrue from higher education. |
ενσωματώνω κπ σε κτtransitive verb (assimilate: into a culture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκλιματίζω κπ/κτ σε κτ(habituate) Years of living in Morocco have accustomed me to hot weather. |
λαχταράω, λαχταρώverbal expression (yearn, long to do) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When it's this cold, I ache to go to the Bahamas. Όταν κάνει τόσο κρύο, λαχταρώ να πάω στις Μπαχάμες. |
συναινώ σε κτ, συγκατατίθεμαι σε κτ(formal (consent: to a request) The principal finally acquiesced to the students' demands. |
παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνωtransitive verb (motivate [sb] to do [sth]) (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσαρμόζομαιverbal expression (get used to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνηθίζω να κάνω κτverbal expression (get used to doing [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσαρμόζομαιverbal expression (change to accommodate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνηθίζω να κάνω κτverbal expression (change to accommodate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You need to adapt yourself to living with other people. |
ευπροσάρμοστος, προσαρμoστικός(person: flexible) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You have to be adaptable to changing rules to succeed in this job. |
ενισχύω(supplement) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Herbs will add to the flavour of the soup. Τα μυρωδικά θα ενισχύσουν τη γεύση της σούπας. |
προσθέτωtransitive verb (contribute, enhance) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seasoning adds flavour to food. Τα καρικεύματα προσθέτουν γεύση στο φαγητό. |
αυξάνω(increase) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The knowledge of how he died only added to his family's suffering. Η πληροφόρηση για τον τρόπο του θανάτου του κατάφερε μόνο να αυξήσει την οδύνη της οικογένειας. |
προσθέτωtransitive verb (mathematics: calculate total) (μαθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you add one and six, the total is seven. |
προσθέτωtransitive verb (join, put in) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim plans to add his work to the project. |
ρίχνω λάδι στην φωτιάverbal expression (figurative (exacerbate the issue) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Shouting at angry pupils is only likely to add fuel to the fire. |
το κερασάκι στην τούρταverbal expression (figurative (make bad situation worse) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They got lost in the woods. Then, to add insult to injury, they were out of food. Χάθηκαν στο δάσος. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι τους είχαν τελειώσει τα τρόφιμα. |
συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλοverbal expression (charge in addition) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This restaurant automatically adds a service charge onto the bill. Αυτό το εστιατόριο αυτομάτως συμπεριλαμβάνει χρέωση υπηρεσιών στον λογαριασμό. |
επισυνάπτω κτ σε κτ άλλοverbal expression (append) |
απευθύνω κτ σε κπtransitive verb (indicate mail is intended for [sb]) Joyce addressed the letter to her sister. Η Τζόις έβαλε την αδερφή της παραλήπτη στο γράμμα. |
απευθύνω κτ σε κπtransitive verb (remark: say to [sb]) O'Neill addressed his remarks to the business owners in the audience. Ο Ο' Νιλ απηύθυνε τα σχόλιά του στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονταν στο κοινό. |
έχω ως παραλήπτηtransitive verb (consign, entrust) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The cargo was addressed to the freight forwarder. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το προσκλητήριο είναι για σένα και όχι για τον συγκάτοικό σου. |
διευθυνσιοδοτώtransitive verb (computers: direct data to) (νεολογισμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The server addressed the data to the mainframe. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με ποιον τρόπο διευθυνσιοδοτεί ο εξυπηρετητής αυτός; |
έχω παραλήπτη κπverbal expression (mail: be intended for [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This letter is addressed to you. Το γράμμα έχει εσένα για παραλήπτη. |
κολλάω, κολλώ(stick to) (σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mud adhered to the tires of the truck. Η λάσπη κόλλησε στα λάστιχα του φορτηγού. |
τηρώ(figurative (rules: abide by, follow) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you don't adhere to the rules, you will be in trouble. Αν δεν τηρείς τους κανόνες, θα μπεις σε μπελάδες. |
κολλάω, κολλώ(make [sth] stick) (κτ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please adhere the poster to the other side of the door. |
δίπλα σε κτ(beside [sth]) A modern skyscraper is adjacent to the historical church. |
μεταφέρομαι σε κτ(move to another place) The men adjourned to the living room for brandy and cigars. |
εκλιπαρώtransitive verb (appeal or command: [sb] to do [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσαρμόζομαι([sb]: adapt, get used to [sth]) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dexter found it impossible to adjust to an office job. Για τον Ντέξτερ ήταν αδύνατον να προσαρμοστεί σε δουλειά γραφείου. |
προσαρμόζομαι, ρυθμίζομαι([sth]: can be modified) (ανάλογα με κτ, σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The seatbelt adjusts to the desired length using this buckle. Η ζώνη του καθίσματος ρυθμίζεται στο επιθυμητό μήκος χρησιμοποιώντας αυτήν την αγκράφα. |
παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ(confess to: a crime) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cross admitted to the theft of the money. Ο Κρος παραδέχθηκε ότι έκλεψε τα χρήματα. |
παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώverbal expression (acknowledge: feelings) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dave had admitted to being jealous of his younger brother. Ο Ντέιβ είχε παραδεχθεί ότι ζήλευε τον μικρότερό του αδελφό. |
εισάγωtransitive verb (often passive (place in an institution) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you ever been admitted to a hospital? Είχες ποτέ εισαχθεί στο νοσοκομείο; |
οδηγώ(UK, formal (door, gate: provide access to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The gate admits to the courtyard. |
παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπtransitive verb (confess) Ken admitted his part in the robbery to the police. |
παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπtransitive verb (allow entry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The night watchman has to go to the door to admit you into the building. |
δέχομαι κπ σε κτtransitive verb (as a member) He was admitted into the golf club as a member. |
παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πωςtransitive verb (confess) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jones admitted to the police that he had been involved in the criminal enterprise. |
προειδοποιώ κπ να κάνει κτverbal expression (warn [sb] about doing [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The judge admonished the witness to tell the truth. |
συμβουλεύωverbal expression (counsel [sb] to do) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I advised him to eat before the flight. Τον συμβούλεψα να φάει πριν την πτήση. |
αρραβωνίζω κπ με κπtransitive verb (archaic (betroth) (λόγιος, θρησκεία) |
κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτtransitive verb (stick, attach) Remember to affix sufficient postage to your envelope. |
έχω την οικονομική δυνατότηταverbal expression (have enough money) (να κάνω κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Now that I'm unemployed I can't afford to go on holiday. Τώρα που είμαι άνεργος δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να πάω διακοπές. |
έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλειαverbal expression (figurative (be able to do) (να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The army cannot afford to fight on two fronts at once. Ο στρατός δεν έχει το περιθώριο (or: δεν έχει την πολυτέλεια) να πολεμά σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα. |
έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλειαverbal expression (figurative (risk) (να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He can't afford to let her speak badly of him. Δεν τον παίρνει να την αφήνει να μιλάει άσχημα γι' αυτόν. |
προσβολή προς κπ/κτ, προσβολή για κπ/κτnoun ([sth] that offends) Samantha took the remarks as an affront to her family. |
φοβάμαι να κάνω κτadjective (hesitant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm afraid to jump from the bridge into the river. Φοβάμαι να πηδήξω στο ποτάμι από τη γέφυρα. |
ηλικίας από... μέχρι(in a given age range) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This program is designed for young people aged from 18 to 25. |
συμφωνώ να κάνω κτverbal expression (consent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Olivia's parents agreed to let her go to the party. |
συμφωνώ με όλαverbal expression (not be discerning) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His love is blind; he will agree to anything. |
συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμεverbal expression (accept different opinion) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you can't see things my way we will just have to agree to disagree because I won't change my mind either. |
σύμφωνος(person: willing) (με κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The police officers found the suspect agreeable to questioning. Ο ύποπτος ήταν δεκτικός στην ανάκριση των αστυνομικών. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του to
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.