Τι σημαίνει το backward στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης backward στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του backward στο Αγγλικά.

Η λέξη backward στο Αγγλικά σημαίνει προς τα πίσω, ανάποδα, προς τα πίσω, καθυστερημένος, οπισθοδρομικός, υπανάπτυκτος, διστακτικός, επιφυλακτικός, -, πίσω, προς τα πίσω, ανάποδη κωλοτούμπα, ανάστροφη κάθετος, ανάποδη κάθετος, βήμα προς τα πίσω, οπισθοδρομική κίνηση, αναχρονιστικός, οπισθοδρομικός, μπρος-πίσω, μπρος πίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης backward

προς τα πίσω

adverb (mainly US (towards the rear)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A warning sound beeps when you start to go backward.
Ένας προειδοποιητικός ήχος ακούγεται όταν ξεκινάς να κάνεις όπισθεν.

ανάποδα

adverb (mainly US (in reverse order)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Some people like to walk backward for exercise.
Μερικοί άνθρωποι αρέσκονται να περπατούν ανάποδα για άσκηση.

προς τα πίσω

adjective (towards the rear)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He strode on without even a backward glance.
Προχωρούσε μπροστά χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά προς τα πίσω.

καθυστερημένος

adjective (pejorative, potentially offensive (has learning difficulties) (μειωτικό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jeff is so backward, he can't even read properly.
Ο Τζεφ είναι τόσο καθυστερημένος, δεν μπορεί ούτε να διαβάσει κανονικά.

οπισθοδρομικός

adjective (figurative (unsophisticated, not progressive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The people may seem a little backward but they're very friendly.
Οι άνθρωποι ίσως και να φαίνονται λίγο οπισθοδρομικοί, αλλά είναι πολύ φιλικοί.

υπανάπτυκτος

adjective (figurative (undeveloped)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Even though it's close to a metropolitan area, this region is still backward.

διστακτικός, επιφυλακτικός

adjective (figurative (reluctant, hesitant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She wasn't backward in sharing her opinions with us.

-

adverb (figurative (towards a worse state) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The racial tension problem in this city seems to be moving backwards.
Το πρόβλημα των φυλετικών εντάσεων σε αυτή την πόλη δείχνει να χειροτερεύει.

πίσω

adverb (mainly US (towards earlier time) (στο παρελθόν)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This country seems to be going backward in its attitudes to human rights.

προς τα πίσω

adverb (mainly US, figurative (towards previous state)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Drake thought he was making progress, but suddenly he felt he was moving backward.

ανάποδη κωλοτούμπα

noun (gymnastic movement) (καθομιλουμένη)

The gymnast performed a backward roll.

ανάστροφη κάθετος, ανάποδη κάθετος

noun (typed character: reverse oblique) (τυπογραφικός χαρακτήρας)

βήμα προς τα πίσω

noun (step going backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Take a backward step so you won't be so close to the edge!

οπισθοδρομική κίνηση

noun (figurative (retrograde action) (μεταφορικά, επίσημο)

He took a backward step when he had to quit his job.

αναχρονιστικός, οπισθοδρομικός

adjective (figurative (retrograde)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some people consider the government's proposal to be a backward-looking move.
Ορισμένοι θεωρούν ότι η πρόταση της κυβέρνησης συνιστά αναχρονιστική κίνηση.

μπρος-πίσω, μπρος πίσω

adverb (to and fro)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I've spent the whole day rushing backwards and forwards.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του backward στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.