Τι σημαίνει το rear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rear στο Αγγλικά.

Η λέξη rear στο Αγγλικά σημαίνει πίσω, πίσω μέρος, πίσω μέρος, ανατρέφω, εκτρέφω, οπίσθια, τα μετόπισθεν, σηκώνομαι στα πίσω πόδια, στο πίσω μέρος, ακολουθώ, στα νώτα, στο πίσω μέρος, πίσω, υποναύαρχος, οπίσθιο τμήμα, πίσω μέρος, πίσω τμήμα, πισινός, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, σκάω, πίσω φως, πίσω κάθισμα, σηκώνομαι στα δύο πόδια, πίσω όψη, πίσω υαλοκαθαριστήρας, οπίσθιας πέδησης, καθρέφτης, στο πίσω μέρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rear

πίσω

adjective (at the back)

Peter put his shopping bags on the rear seat of the car.
Ο Πίτερ έβαλε τις τσάντες με τα ψώνια στην πίσω θέση του αυτοκινήτου.

πίσω μέρος

noun (section in back)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The rear of the room was piled high with chairs.
Στο πίσω μέρος του δωματίου υπήρχαν μεγάλες στοίβες από καρέκλες.

πίσω μέρος

noun (area behind)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tom and Linda have a woodpile at the rear of their house.
Ο Τομ και η Λίντα έχουν έναν σωρό από καυσόξυλα στο πίσω μέρος του σπιτιού τους.

ανατρέφω

transitive verb (raise children)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris and Margaret reared their kids to respect others.
Ο Κρις και η Μάργκαρετ ανέθρεψαν (or: μεγάλωσαν) τα παιδιά τους διδάσκοντάς τους να σέβονται τους άλλους.

εκτρέφω

transitive verb (raise animals)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack rears cattle on his farm.
Ο Τζακ εκτρέφει βοοειδή στο αγρόκτημά του.

οπίσθια

noun (buttocks)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Olivia hates it when men look at her rear.

τα μετόπισθεν

noun (military: away from fighting)

Carl was relieved to learn that his son's squadron was in the rear.

σηκώνομαι στα πίσω πόδια

intransitive verb (horse: rear up, rise on hind legs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janet was thrown when her horse reared.

στο πίσω μέρος

adverb (at the back)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My friends and I like to sit at the rear of the bus.

ακολουθώ

verbal expression (follow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll blaze a trail through the jungle. You bring up the rear.

στα νώτα, στο πίσω μέρος

expression (at the back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While Bunty and I galloped ahead, Sarah trotted along in the rear.

πίσω

adverb (in a vehicle's rear seats) (καθίσματα αυτοκινήτου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bill sat in the passenger seat while Sally and I sat in the rear.

υποναύαρχος

noun (navy officer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οπίσθιο τμήμα

noun (part at the back)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The seats in the rear area are safer because airplanes never back into mountains.

πίσω μέρος, πίσω τμήμα

noun (back portion)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The rear end of the bus was crumpled after the accident.

πισινός

noun (informal (buttocks) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I found a small space for my rear end among the spectators on the bench.

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

transitive verb (crash into)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκάω

verbal expression (figurative (issue, problem: arise) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When Rick and Daisy argue, the issue of money often rears its head.

πίσω φως

noun (vehicle's tail or back light) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I broke a rear light on my car when I was backing up and ran into a tree.

πίσω κάθισμα

noun (seating in the back of a vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Children are safer in the rear seat of a car than in the front passenger seat.

σηκώνομαι στα δύο πόδια

verbal expression (horse: rise on hind legs) (για άλογα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίσω όψη

noun ([sth] as seen from behind)

From the front, the house was charming, but the rear view was hideous.

πίσω υαλοκαθαριστήρας

noun (on vehicle) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The rubber strip had worn off the rear wiper so that the metal part was scratching a groove in the glass.

οπίσθιας πέδησης

adjective (having a mechanism to stop back wheels)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

καθρέφτης

noun (vehicle: mirror showing view behind) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Good drivers regularly check their rearview mirrors to see what's happening behind them.

στο πίσω μέρος

adverb (towards the back)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The photographer asked all the tall people to move to the rear of the group. Step to the rear!
Ο φωτογράφος ζήτησε από τους ψηλούς να πάνε στο πίσω μέρος της ομάδας. Πάτε στο πίσω μέρος!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.