Τι σημαίνει το bad στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bad στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bad στο Αγγλικά.

Η λέξη bad στο Αγγλικά σημαίνει κακός, κακός, επιβλαβής, βλαβερός, κακός, κακός, λανθασμένος, κακός, άσχημος, κακός, ελαττωματικός, κακός, κακός, άσχημος, δυνατός, έντονος, κακός, ανεπαρκής, κακός, αδέξιος, ανίκανος, είμαι κακός σε κτ, άρρωστος, χαλασμένος, κακός, άσχημος, κακός, κακός, άσχημος, ενοχλητικός, κακός, χυδαίος, πλαστός, ψεύτικος, φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός, κακός, ατιμωτικός, σοβαρά, άσχημα, κακός, άσχημος, κακός, κάνω προσφορά, υποβάλλω προσφορά, αναμετρώμαι, προσφορά, δήλωση, πρόσκληση, απόπειρα, προσπάθεια, λέω, κάνω προσφορά, υποβάλλω προσφορά, υποβάλλω προσφορά για κτ, προστάζω, εύχομαι, δηλώνω, καλώ, κακή συμπεριφορά, κακή συμπεριφορά, κακή διαγωγή, αμάχη, έχθρα, κακό παιδί, κακό παιδί, κακοτυχία, κάταγμα, δύσοσμη αναπνοή, σοβαρή περίπτωση, σοβαρή περίπτωση, ακάλυπτη επιταγή, βαρύ κρύωμα, άσχημη μέρα, επισφαλής απαίτηση, επισφαλής οφειλή, κακό όνειρο, εφιάλτης, παλιάνθρωπος, κλούβιο αυγό, κακό προαίσθημα για κτ/κπ, κακοτυχία, ο κακός, κακή συνήθεια, κακή συνήθεια, χάλια μέρα, κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας, κακή διάθεση, κακή επιρροή, ανικανότητα, βωμολοχία, αναποδιά, κακοτυχία, ατυχία, κρίμα, κακοί τρόποι, κακή διάθεση, λάθος κίνηση, κακό όνομα, άσχημα νέα, κακά μαντάτα, άσχημα νέα, κακά μαντάτα, μπελάς, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, κακός άνθρωπος, κακή δημοσιότητα, άδικη κατηγορία, αβάσιμη κατηγορία, δυσωδία, κπ χωρίς φίλαθλο πνεύμα, κακό γούστο, ακαταλληλότητα, άσχημη γεύση, οξυθυμία, οξυθυμία, ακατάλληλη στιγμή, δυσκολία, δύσκολοι καιροί, αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο, άσχημος καιρός, αγενής, κατσούφης, γκρινιάρης, σκληρό καρύδι, αλητάμπουρας, αλήτης, κωλοπαιδαράς, ανάγωγος, γαμάτος, κατακρίνω, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, νιώθω άσχημα που, νιώθω άσχημα για κτ, συμπάσχω, δεν αισθάνομαι καλά, χαλάω το όνομα κάποιου, αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω, χαλάω, πάω από το κακό στο χειρότερο, τεχνική του καλού και του κακού μπάτσου, καλά ξεφορτώματα, είμαι ανορθόγραφος, την έχω άσχημα, την πατάω, τρώω πακέτο, δαγκώνω τη λαμαρίνα, μη ευνοϊκά, κακόκεφος, κακοδιάθετος, σε κακή κατάσταση, με κακό τρόπο, με άσχημο τρόπο, κακόβουλα, που βρίσκεται σε κακή σωματική κατάσταση, κακόγουστα, ακαλαίσθητα, κακόγουστος, ακαλαίσθητος, δείχνω άσχημος, φαίνομαι άσχημος, ο κακός, λάθος μου, όχι άσχημος, όχι κακός, δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα, όχι άσχημος, όχι κακός, βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα, αυτός που δεν ξέρει να χάνει, κρίμα, απαίσιος, φρικτός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bad

κακός

adjective (poor quality) (κακής ποιότητας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The television reception was bad.
Το σήμα της τηλεόρασης ήταν κακό.

κακός, επιβλαβής, βλαβερός

adjective (harmful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Smoking is bad for you.
Το κάπνισμα είναι βλαβερό για σένα.

κακός

adjective (evil, wicked)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In films, the bad guy usually loses.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μάγισσα του παραμυθιού ήταν μια κακιά γυναίκα.

κακός, λανθασμένος

adjective (incorrect, inadequate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your pronunciation is bad - you need to practice.
Η προφορά σου είναι κακή. Πρέπει να εξασκηθείς.

κακός

adjective (unfavorable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The critic wrote a bad review of the performance.
Ο κριτικός έγραψε μια κακή κριτική για την παράσταση.

άσχημος, κακός

adjective (upsetting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm afraid I have some bad news for you.
Φοβάμαι ότι σου έχω άσχημα (or: κακά) νέα.

ελαττωματικός, κακός

adjective (defective)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The faulty one was part of a bad batch.
Το ελαττωματικό αντικείμενο ήταν μέρος μιας κακής παρτίδας.

κακός

adjective (badly behaved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My uncle is so bad - always making rude jokes! He was a bad child, and was always misbehaving.
Ο θείος μου είναι κακός - λέει πάντοτε χυδαία ανέκδοτα!

άσχημος, δυνατός, έντονος

adjective (severe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Take these painkillers if the pain becomes too bad.
Πάρε αυτά τα παυσίπονα εάν ο πόνος γίνει πολύ δυνατός.

κακός, ανεπαρκής

adjective (inadequate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His eyes got worse as he regularly read in bad lighting.
Η όρασή του χειροτέρεψε αφού διάβαζε συχνά με κακό φωτισμό.

κακός, αδέξιος, ανίκανος

adjective (unskilled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was a bad workman, and whatever he mended soon broke again.
Ήταν ανίκανος εργάτης και οτιδήποτε επιδιόρθωνε ξαναχαλούσε σύντομα.

είμαι κακός σε κτ

verbal expression (unskilled at [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Why is Britain so bad at tennis?
Γιατί είναι τόσο κακή στο τένις η Βρετανία;

άρρωστος

adjective (informal (diseased)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has a bad heart.

χαλασμένος

adjective (informal (rotten)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I think these apples are bad. They have been there for a month.

κακός, άσχημος

adjective (acrimonious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was bad feeling between them.

κακός

adjective (weather: inclement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The west coast is renowned for its bad weather.

κακός, άσχημος, ενοχλητικός

adjective (offensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a bad smell from the bin.

κακός

adjective (blemished)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She had smallpox as a child and has a bad complexion because of it.

χυδαίος

adjective (language: obscene)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The comic's routine was full of bad language.

πλαστός, ψεύτικος

adjective (counterfeit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
US: He had been paid with a bad check.

φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός

adjective (slang, dated (excellent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oh man, that is so bad! I really like it!

κακός, ατιμωτικός

adjective (dishonorable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was sacked and given a bad reference.

σοβαρά, άσχημα

adverb (informal (badly: severely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He's in love and he's got it bad.

κακός, άσχημος

noun (that which is bad)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
We must take the bad with the good.
Πρέπει να δεχόμαστε τα στραβά μαζί με τα καλά.

κακός

plural noun (evil people)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Hell is reserved for the truly bad.

κάνω προσφορά

(auction: offer) (ποσό για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He bid one hundred euros for the painting at the auction.
Έκανε προσφορά εκατό ευρώ για τον πίνακα στη δημοπρασία.

υποβάλλω προσφορά

(offer services) (επίσημο: για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Three construction companies are bidding for the prestigious contract.
Τρεις κατασκευαστικές εταιρείες υποβάλλουν προσφορά για το σπουδαίο συμβόλαιο.

αναμετρώμαι

(compete)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Twenty competitors are bidding for the title of "World's Strongest Man".
Είκοσι διαγωνιζόμενοι αναμετρώνται για τον τίτλο «Ο Δυνατότερος Άντρας στον Κόσμο».

προσφορά

noun (auction: offer) (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His bid wasn't the highest, so he didn't win the auction.
Η προσφορά του δεν ήταν η υψηλότερη, κι έτσι δεν κέρδισε τη δημοπρασία.

δήλωση

noun (cards: offer) (χαρτιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His bid of three tricks was too high. He only won two.

πρόσκληση

noun (US (invitation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The golfer accepted a bid to compete in the championship match.

απόπειρα, προσπάθεια

noun (informal (attempt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The candidate's bid for a senate seat was successful.

λέω

intransitive verb (command) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The people will do as the king bids.
Ο κόσμος κάνει ό,τι πει ο βασιλιάς.

κάνω προσφορά

intransitive verb (offer to purchase)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People bid with enthusiasm at the auction.

υποβάλλω προσφορά

intransitive verb (offer services)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The local authority is offering a lucrative contract and our firm intends to bid.

υποβάλλω προσφορά για κτ

(make an offer to buy [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sheila bid on a vase at an auction.

προστάζω

transitive verb (formal, dated (direct, command) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When your mother bids you tidy your room, do so.

εύχομαι

transitive verb (speak as greeting) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The arriving guest bid his host a good evening.

δηλώνω

transitive verb (cards: make a bid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He bid three tricks, though he was pretty sure that he could win more.

καλώ

transitive verb (summon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The magistrate bid the defendant to approach the bench.

κακή συμπεριφορά

noun (negative manner)

κακή συμπεριφορά

noun (child: naughtiness)

As a punishment for bad behaviour, the child was sent to his room.

κακή διαγωγή

noun (US (prisoner: criminal acts)

He had his prison sentence extended for bad behavior.
Η ποινή του παρατάθηκε λόγω κακής διαγωγής.

αμάχη, έχθρα

noun (figurative (resentment, acrimony)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There has been bad blood between the two women for many years.

κακό παιδί

noun (male child: naughty)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My little Jimmy is being such a bad boy lately, I just don't know what to do.

κακό παιδί

noun (figurative, slang (man: rebel) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm always attracted to the bad boys.
Πάντα με έλκουν τα κακά παιδιά.

κακοτυχία

noun (informal (misfortune, period of bad luck)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He really got a bad break -- the truck ran into his house the day after his insurance lapsed.

κάταγμα

noun (bone: serious fracture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jim suffered a bad break in his femur when he fell off the ladder.

δύσοσμη αναπνοή

noun (halitosis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dentist will find the cause of your bad breath.

σοβαρή περίπτωση

noun (serious bout of: illness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My brother has a bad case of the measles.

σοβαρή περίπτωση

noun (figurative (serious instance of: [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a bad case of the blues.

ακάλυπτη επιταγή

noun (cheque: insufficient funds)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We have had too many clients write bad checks, so now we only accept cash.

βαρύ κρύωμα

noun (severe cold virus)

She's home with a bad cold.

άσχημη μέρα

noun (figurative (unpleasant day)

επισφαλής απαίτηση, επισφαλής οφειλή

noun (debt: unlikely to be repaid)

If you cannot obtain payment from a customer, write it off as a bad debt.

κακό όνειρο

noun (nightmare)

I had a bad dream last night about failing all my exams.

εφιάλτης

noun (figurative (unpleasant situation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Yesterday was a bad dream. Everything went wrong.

παλιάνθρωπος

noun (figurative, informal (mean or dishonest person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's no surprise that he ended up in prison. He has always been a bad egg.

κλούβιο αυγό

noun (egg that is rotten)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That bad egg smells awful!

κακό προαίσθημα για κτ/κπ

noun (misgivings)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have a bad feeling about this place; I think we should leave.

κακοτυχία

noun (bad luck)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kim had the bad fortune to meet up with a werewolf on his way home last night.

ο κακός

noun (informal (villain) (καθομιλουμένη)

κακή συνήθεια

noun (repeated negative behaviour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Picking your nose is a bad habit.

κακή συνήθεια

noun (vice or addiction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Smoking is a bad habit.

χάλια μέρα

noun (figurative, slang (day when everything goes wrong)

κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας

noun (illness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Edward put his mother's bad health down to years of smoking.

κακή διάθεση

noun (grumpy mood)

κακή επιρροή

noun (person)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Simon is a bad influence on the other children.

ανικανότητα

noun (informal (incompetence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Every time I give him something to do he does such a bad job.

βωμολοχία

noun (swearing, curse words)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Children often learn bad language from their parents and friends.

αναποδιά, κακοτυχία

noun (misfortune)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We suffered a lot of bad luck with the weather.

ατυχία, κρίμα

interjection (commiserations)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I heard you failed your driving test. Bad luck!

κακοί τρόποι

plural noun (discourteous speech or behaviour)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There is no excuse for bad manners.

κακή διάθεση

noun (grumpiness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wouldn't ask him at the moment, given his bad mood.

λάθος κίνηση

noun (informal (ill-judged action)

It was a bad move to mention Lisa's new boyfriend in front of her ex.

κακό όνομα

noun (bad reputation)

άσχημα νέα, κακά μαντάτα

noun (distressing information)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My mom called to give me the bad news that my cousin had been in an accident.

άσχημα νέα, κακά μαντάτα

noun ([sth] unwelcome, unfortunate)

The bad news is, you've failed the test.
Τα κακά μαντάτα είναι ότι απέτυχες στο τεστ.

μπελάς

noun (informal, figurative (person: brings problems)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That guy always brings trouble. He's definitely bad news. Do not date her... she's been married and divorced 5 times! She's bad news.
Αυτός ο τύπος πάντα φέρνει προβλήματα. Είναι αληθινός μπελάς. Μην βγεις μαζί της... έχει παντρευτεί και χωρίσει 5 φορές! Είναι μπελάς!

σε άσχημη οικονομική κατάσταση

adjective (US, regional, informal (badly off: poor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jenna does not earn much and is quite bad off.

κακός άνθρωπος

noun (evil individual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κακή δημοσιότητα

noun (informal (unfavourable publicity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The actress received a lot of bad press as a result of her extreme political views.

άδικη κατηγορία, αβάσιμη κατηγορία

noun (informal (unfounded accusation)

δυσωδία

noun (unpleasant odor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κπ χωρίς φίλαθλο πνεύμα

noun ([sb] who reacts badly to losing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter is a bad sport; he always loses his temper if he doesn't win a game.

κακό γούστο

noun (lack of discernment)

I've always had bad taste in clothing.

ακαταλληλότητα

noun (inappropriateness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I thought the joke was in bad taste.

άσχημη γεύση

noun (figurative (disgust or displeasure) (μεταφορικά)

The incident left a bad taste in my mouth.

οξυθυμία

noun (grumpy nature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a bad temper, but I am learning to control it.

οξυθυμία

noun (dated (grumpy mood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My husband is in a bad temper today.

ακατάλληλη στιγμή

noun (inopportune moment)

You have come at a bad time. Our department has just had its budget cut, so it's a bad time to ask the boss for a pay rise.

δυσκολία

noun (difficult experience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry had a bad time at the casino when he lost a lot of money.

δύσκολοι καιροί

plural noun (period of struggle, unhappiness)

αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο

noun (change to unpleasant weather)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The meteorologists are predicting a bad turn in the weather this weekend.

άσχημος καιρός

noun (unpleasant weather conditions)

The bad weather prevented us from going fishing.

αγενής

adjective (impolite)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατσούφης, γκρινιάρης

adjective (grumpy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Darla's piano teacher is a bad-tempered old man.
Ο δάσκαλος του πιάνου της Ντάρλα είναι ένας γκρινιάρης γέρος.

σκληρό καρύδι

noun (US, slang (formidable person) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My mom's a badass; she earned her degree while raising four children and waitressing part-time.

αλητάμπουρας, αλήτης, κωλοπαιδαράς

adjective (US, slang (person: aggressive, fierce) (αρνητική σημασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That badass fighter over there's looking at you, Sasha.

ανάγωγος

adjective (US, slang (aggressive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I hate these customers and their badass attitudes.
Μισώ αυτούς τους πελάτες και την ανάγωγη συμπεριφορά τους.

γαμάτος

adjective (US, slang (intense) (αργκό, χυδαίο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That roller coaster was badass!
Εκείνο το τραινάκι στο λούνα παρκ ήταν γαμάτο!

κατακρίνω

transitive verb (informal (disparage [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janice badmouthed her old employer, who then refused to provide her with a reference.

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

(feel guilty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The father felt bad when a business meeting kept him from seeing his daughter's dance recital.

νιώθω άσχημα που

(feel guilty) (έκανα κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νιώθω άσχημα για κτ

(feel guilty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμπάσχω

(feel compassion, pity) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I feel bad for my neighbours as they had lots of problems recently.

δεν αισθάνομαι καλά

(feel unwell)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've been feeling bad since I ate those oysters.

χαλάω το όνομα κάποιου

verbal expression (figurative (damage [sb]'s reputation) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your behaviour is giving me a bad name in the neighbourhood!

αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω

verbal expression (informal (food: become rotten) (φαγητό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fridge broke down and the food in it went bad.

χαλάω

verbal expression (slang (person: start behaving immorally) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She used to be a good girl but she went bad when she met that awful boy.

πάω από το κακό στο χειρότερο

verbal expression (informal (worsen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since I bought that self-help book my life's gone from bad to worse.

τεχνική του καλού και του κακού μπάτσου

noun (informal (police questioning technique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλά ξεφορτώματα

expression (UK, informal (relief at being rid of [sb], [sth]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι ανορθόγραφος

verbal expression (informal (spell words incorrectly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την έχω άσχημα, την πατάω, τρώω πακέτο

verbal expression (slang (suffer disadvantage) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
These kids have it bad, growing up in the slums the way they do.

δαγκώνω τη λαμαρίνα

verbal expression (slang (be infatuated with [sb]) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would say from the look on his face whenever she's around that Steve has it bad for Linda.

μη ευνοϊκά

adverb (figurative (unfavourably)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κακόκεφος, κακοδιάθετος

expression (grumpy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Josh will be in a bad mood when he finds out you've eaten his chocolate.
Ο Τζος θα χαλαστεί όταν ανακαλύψει ότι έφαγες τη σοκολάτα του.

σε κακή κατάσταση

adjective (informal (unwell, in a poor state)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Paul was in a bad way after his motorbike accident.

με κακό τρόπο, με άσχημο τρόπο

adverb (having a negative effect)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Luka is behaving in a bad way which is affecting the other children in his class.

κακόβουλα

adverb (intending to deceive [sb])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You acted in bad faith when you sold me a car you knew had been stolen.

που βρίσκεται σε κακή σωματική κατάσταση

adjective (in bad physical condition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακόγουστα, ακαλαίσθητα

adverb (distastefully or insensitively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Some people have accused the comedian of behaving in bad taste.

κακόγουστος, ακαλαίσθητος

adjective (distasteful or insensitive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That comment was in bad taste.

δείχνω άσχημος

(appear ugly)

φαίνομαι άσχημος

(appear unethical, etc.)

The company tried to keep its involvement in the scandal hidden as management knew it looked bad.

ο κακός

noun (informal, US (cinema: villain) (χαρακτήρας, σινεμά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The late Heath Ledger portrayed the movie's bad guy in 'The Dark Knight'.

λάθος μου

interjection (slang (admitting a mistake)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Did I step on your foot? Sorry! My bad!

όχι άσχημος, όχι κακός

adjective (reasonably good)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That sauce isn't very good, but it's not bad, either.
Αυτή η σάλτσα δεν είναι πολύ καλή, αλλά δεν είναι και κακή.

δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα

adjective (better than anticipated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I thought I was going to hate my new job, but it's not so bad.
Νόμιζα πως θα μισήσω την καινούργια μου δουλειά αλλά δεν είναι κι άσχημα.

όχι άσχημος, όχι κακός

adjective (OK)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"How's the new job going?" "Not too bad, thanks."

βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα

(have an unpleasant odor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
These clothes smell bad! - you didn't hang them out to dry long enough.

αυτός που δεν ξέρει να χάνει

noun (informal, pejorative ([sb] who dislikes not winning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρίμα

interjection (informal (that's unfortunate)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I hear Jim was fired from his job – too bad!
Άκουσα ότι ο Τζιμ απολύθηκε από τη δουλειά του, κρίμα!

απαίσιος, φρικτός

adjective (awful, terrible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is in bed with a very bad case of the flu. Trixie, you are being a very bad dog.
Είναι στο κρεββάτι με μια απαίσια περίπτωση γρίπης. Τρίξι, είσαι φρικτό σκυλί.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bad στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bad

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.