Τι σημαίνει το bass στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bass στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bass στο Αγγλικά.

Η λέξη bass στο Αγγλικά σημαίνει μπάσος, μπάσος, μπάσο, μπάσο, μπάσο, μπάσος, πέρκα, μπάσα, μπάσο, κλειδί του φα, γρανκάσα, μπασίστας, μπασίστρια, μπασίστας, μπασίστρια, ηχοσύστημα μπας ρεφλέξ, μαυρόπερκα, κοντραμπάσο, του κοντραμπάσο, λαβράκι του γλυκού νερού, μεγαλόστομο λαβράκι, λαβράκι, γραμμωτό λαβράκι, ασπρολάβρακο, βλάχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bass

μπάσος

adjective (lowest: part or line in music)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Auditions will be held for the bass part.

μπάσος

adjective (having low pitch)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Everyone was startled by the sudden boom of a bass sound.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ακούστηκε ένας βαθύς ήχος και κανένας μας δεν ήξερε από πού ερχόταν.

μπάσο

noun (large stringed instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jamie is going to play the bass at the jazz concert tonight.
Ο Τζέιμι θα παίξει μπάσο στην αποψινή συναυλία τζαζ.

μπάσο

noun (rhythm guitar with four strings)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Howard plays bass in the rock band. My friend plays bass guitar.
Ο Χάουαρντ παίζει μπάσο στο ροκ συγκρότημα.

μπάσο

noun (low pitch) (συχνά πληθυντικός: μπάσα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bass on this stereo is too loud.
Τα μπάσα σε αυτό το στερεοφωνικό είναι πολύ δυνατά.

μπάσος

noun (male voice)

Michael is a tenor, but Owen is a bass.
Ο Μάικλ είναι τενόρος αλλά ο Όουεν είναι βαθύφωνος.

πέρκα

noun (fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ryan had hoped to catch some bass at the lake, but he returned home empty-handed.
Ο Ράιαν ήλπιζε ότι θα πιάσει πέρκες στη λίμνη, αλλά γύρισε στο σπίτι με άδεια χέρια.

μπάσα

noun (knob to control low pitch)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The treble is fine, but please adjust the bass.

μπάσο

noun (part in harmony) (συχνά πληθυντικός: μπάσα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steve always does the bass when we perform four-part harmonies.

κλειδί του φα

noun (F-clef: music notation indicating pitch) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm a soprano, so my part is always on the treble clef, and I have trouble sight-reading the bass clef.

γρανκάσα

noun (large percussion instrument)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter struck the bass drum vigourously.

μπασίστας, μπασίστρια

noun (musician: plays bass guitar)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
There is only one bass player in the rhythm section.

μπασίστας, μπασίστρια

noun (musician: plays double bass) (παίζει κοντραμπάσο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
George is the bass player in a jazz band.

ηχοσύστημα μπας ρεφλέξ

noun (loudspeaker system)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαυρόπερκα

(fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοντραμπάσο

noun (large stringed instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've played the double bass since I was 14 years old.
Παίζω κοντραμπάσο από 14 χρονών.

του κοντραμπάσο

noun as adjective (relating to large stringed instrument)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαβράκι του γλυκού νερού

noun (fish) (ψάρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγαλόστομο λαβράκι

noun (fish)

λαβράκι

noun (marine fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My favourite type of fish is sea bass.
Το αγαπημένο μου ψάρι είναι το λαβράκι.

γραμμωτό λαβράκι

noun (type of fish)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασπρολάβρακο

noun (fish: Morone chrysops)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βλάχος

noun (fish: Polyprion americanus) (ψάρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bass στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bass

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.