Τι σημαίνει το bare στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bare στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bare στο Αγγλικά.
Η λέξη bare στο Αγγλικά σημαίνει γυμνός, γυμνός, γυμνός, γυμνός, γυμνός, αποκαλύπτω, φανερώνω, αρκούδα, αντέχω, αντέχω, βγάζω, κάνω, κάνω, στέκω, κάνω, αγενής, αγροίκος, αρκούδα, αρκούδα, παλούκι, μανίκι, μένω, παραμένω, μεταφέρω, φέρομαι, συμπεριφέρομαι, φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνω, τρέφω, φέρω, έχω, μειώνω την τιμή, μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα, ουσία, σκέτα γεγονότα, γυμνά πόδια, το λιγότερο δυνατό, τα απολύτως αναγκαία, χωρίς, γυμνό σώμα, δείχνω τα δόντια, βασικός, γυμνόστηθος, αποκαλύπτω, με γυμνά χέρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bare
γυμνόςadjective (person: naked) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Craig's towel fell off and he was left completely bare. Η πετσέτα του Κρεγκ έπεσε και έμεινε τελείως γυμνός. |
γυμνόςadjective (body part: uncovered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He suffered cuts to his bare feet from all the sharp stones. Όλες αυτές οι αιχμηρές πέτρες πλήγωσαν τα γυμνά του πόδια. |
γυμνόςadjective (place: empty) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The apartment was bare; it was as though the family had never lived there at all. Το διαμέρισμα ήταν άδειο, σαν να μην είχε ζήσει ποτέ εκεί η οικογένεια. |
γυμνόςadjective (figurative (facts, truth: basic) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There is no way to argue against the bare facts of the matter. |
γυμνόςadjective (tree: no leaves) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The winter trees were bare against the pale grey sky. Τα φυλλοβόλα δέντρα έστεκαν γυμνά με φόντο τον γκρίζο ουρανό. |
αποκαλύπτω, φανερώνωtransitive verb (uncover, show) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before long, the truth will be bared to all. Σύντομα, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί (or: φανερωθεί) σε όλους. |
αρκούδαnoun (mammal: ursidae) (ζώο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) America is home to many species of bear. Στην Αμερική υπάρχουν πολλά είδη αρκούδας. |
αντέχωtransitive verb (support weight) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The bridge must bear the weight of the cars and trucks. Η γέφυρα πρέπει να αντέχει το βάρος αυτοκινήτων και φορτηγών. |
αντέχωtransitive verb (endure [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He could hardly bear the suspense. Με το ζόρι άντεχε την αγωνία. |
βγάζωtransitive verb (produce flowers, fruit) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After several years of drought, the apple tree finally bore fruit. Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς. |
κάνωtransitive verb (give birth to: a child) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The queen bore fourteen children, but only three survived childhood. Η βασίλισσα γέννησε δεκατέσσερα παιδιά αλλά μόνο τρία έζησαν μετά την παιδική ηλικία. |
κάνωtransitive verb (give [sb] with an heir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Queen bore her husband three daughters. Η βασίλισσα χάρισε στον άντρα της τρεις κόρες. |
στέκωtransitive verb (withstand, stand up to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He knew his alibi would bear scrutiny, so he had no problem telling it to the detectives. Ήξερε ότι το άλλοθί του θα περνούσε (με επιτυχία) τον έλεγχο κι έτσι δεν είχε πρόβλημα να το αναφέρει στους ερευνητές. |
κάνωintransitive verb (curve: left, right) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You need to bear left at the fork in the road. Πρέπει να κάνεις αριστερά στη διχάλα του δρόμου. |
αγενής, αγροίκοςnoun (US, informal, figurative (rude person) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is a bear first thing in the morning. |
αρκούδαnoun (business pessimist) (ζαργκόν, μτφ: επιχείρηση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In the current recession, we're all bears. |
αρκούδαnoun (informal (finance: short seller) (ζαργκόν, μτφ: οικονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A bear sells when he hopes prices will go even lower. |
παλούκι, μανίκιnoun (US, informal, figurative ([sth] difficult) (αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Avoid taking economics with Professor Smith; his class is a bear! This tax form is a bear! |
μένω, παραμένωintransitive verb (remain) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) He would bear true to the promises he made. |
μεταφέρωtransitive verb (carry [sth], [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The donkey had to bear the load to the camp. |
φέρομαι, συμπεριφέρομαιtransitive verb (conduct: yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He bore himself with courage and distinction. |
φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνωtransitive verb (assume) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I will bear the responsibility for my decisions. |
τρέφωtransitive verb (ill will, resentment: harbour) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George doesn't bear any ill will towards people whose views are completely different from his own. |
φέρωtransitive verb (display, show [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The warrior's face bore several deep scars. |
έχωtransitive verb (have: name, title) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He bears his father's name. |
μειώνω την τιμήtransitive verb (finance: attempt to lower price) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The brokers were trying to bear the stocks. |
μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάνταverbal expression (figurative (tell your secrets) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In the next issue of the gossip magazine, one of the top Hollywood stars will bare all! |
ουσίαplural noun (figurative (essential facts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκέτα γεγονόταplural noun (plain truth of [sth]) |
γυμνά πόδιαplural noun (feet without shoes) (χωρίς παπούτσια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's good to walk along the beach with bare feet and feel the sand between your toes. In some cultures, walking around in your bare feet in public is considered rude. Είναι ωραίο να περπατάς στην παραλία με γυμνά πόδια και να νιώθεις την άμμο στα δάχτυλά σου. Σε κάποιους πολιτισμούς θεωρείται αγενές να περπατάς με γυμνά πόδια δημοσίως. |
το λιγότερο δυνατόnoun (least possible) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα απολύτως αναγκαίαplural noun (only the essentials) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Only take the bare necessities, or you will have too much luggage. |
χωρίς(devoid of [sth]) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γυμνό σώμαnoun (unclothed body) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I wear shorts and a T-shirt in summer so I can feel the wind on my bare skin. |
δείχνω τα δόντιαverbal expression (snarl, show teeth) The dog growled and bared his teeth at the cat. |
βασικόςnoun as adjective (figurative (basic, fundamental) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γυμνόστηθοςadjective (of men: shirtless) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποκαλύπτωverbal expression (figurative (reveal, expose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The investigation laid bare the corruption by government officials. |
με γυμνά χέριαadverb (without the aid of weapons, tools) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bare στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bare
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.