Τι σημαίνει το bargain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bargain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bargain στο Αγγλικά.

Η λέξη bargain στο Αγγλικά σημαίνει ευκαιρία, ευκαιρία, συμφωνία, σε τιμή ευκαιρίας, σε προσφορά, παζαρεύω, παζαρεύω, αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, περιμένω, λογαριάζω, υπολογίζω, σε τιμή ευκαιρίας, χώρος εκποίησης, φτηνός, χαμηλής ποιότητας, που ψάχνει ευκαιρίες, που ψάχνει προσφορές, τιμή ευκαιρίας, συμφέρω, κάνω παζάρια, κάνω σκληρό παζάρι, εκτός αυτού, δικαστικός διακανονισμός, κάνω μια συμφωνία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bargain

ευκαιρία

noun (item sold at discount)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These designer shoes were a bargain!
Αυτά τα επώνυμα παπούτσια ήταν ευκαιρία!

ευκαιρία

noun ([sth] that is good value)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This used car was a bargain at only $5,000.
Αυτό το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο ήταν ευκαιρία, καθώς κόστιζε μόνο $5.000.

συμφωνία

noun (agreement, deal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two neighbors' bargain to help each other with yard work didn't last long.
Οι συμφωνία των δύο γειτόνων να βοηθάνε ο ένας τον άλλο με τις δουλειές του κήπου δεν κράτησε πολύ.

σε τιμή ευκαιρίας, σε προσφορά

noun as adjective (at a discounted price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bargain shoes are on the rack at the back of the store.
Τα παπούτσια σε προσφορά (or: σε τιμή ευκαιρίας) είναι στο ράφι στο πίσω μέρος του καταστήματος.

παζαρεύω

intransitive verb (negotiate terms, price) (τιμή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The shopkeepers bargained intensely, but in the end the city council did not change the policy.
Οι καταστηματάρχες διαπραγματεύτηκαν σκληρά, τελικά όμως το δημοτικό συμβούλιο δεν άλλαξε την πολιτική.

παζαρεύω

(haggle over price)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two farmers went back and forth bargaining over the cow.

αντάλλαγμα

noun ([sth] received by agreement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The antique pocket watch was the bargain in the agreement we had.

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(exchange, pay for [sth]) (κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frank bargained his old truck for a tractor.

περιμένω, λογαριάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (expect to get)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I married my wife, I hadn't bargained for the fact that her mother would also come to live with us.
Όταν παντρεύτηκα τη γυναίκα μου, περίμενα ότι και η μητέρα της θα ερχόταν να ζήσει μαζί μας.

υπολογίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (expect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hadn't bargained on retiring at 59, but here I am, retired!

σε τιμή ευκαιρίας

adverb (very cheaply) (πολύ φθηνά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I was able to purchase a whole new set of clothes at bargain rates.

χώρος εκποίησης

noun (sale area of store)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φτηνός

adjective (price: very low)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλής ποιότητας

adjective (poor quality)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που ψάχνει ευκαιρίες, που ψάχνει προσφορές

noun (shopper: seeks cheap goods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The shopping centre is full of bargain hunters after Christmas.

τιμή ευκαιρίας

noun (low cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can find bargain prices on good used clothing at the thrift shop.

συμφέρω

verbal expression (represent good value, be cheap)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The gloves are a bargain at just £5 a pair.

κάνω παζάρια

verbal expression (negotiate a deal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I got a good price on my new car because I drove a hard bargain with the salesman.
Αγόρασα το αυτοκίνητό μου σε καλή τιμή γιατί έκανα σκληρά παζάρια με τον πωλητή.

κάνω σκληρό παζάρι

verbal expression (be tough negotiator)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shopkeeper drove a hard bargain, but we eventually agreed on a price for the vase.

εκτός αυτού

adverb (included)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The hotel has superb facilities and, into the bargain, is right in the centre of Paris.

δικαστικός διακανονισμός

noun (law: deal with judge)

κάνω μια συμφωνία

verbal expression (make a deal, agree to terms)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bargain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bargain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.