Τι σημαίνει το be off στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης be off στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του be off στο Αγγλικά.

Η λέξη be off στο Αγγλικά σημαίνει φεύγω, από, -, μακριά, -, εκτός, λανθασμένος, σβησμένος, τελειώνω με κτ, περίεργα, χαλασμένος, εκτός, δεν ισχύω, χαμηλός, απομακρυσμένος, άστοχος, ξεκινάω, φεύγω, πάω, μέχρι να περάσει, μακριά, μακριά, φθηνότερα, πέφτω, λήγω, σταματάω, τελειώνω, εντελώς, πλήρως, τελείως, γρήγορα, αμέσως, στα ανοιχτά, ρεπό, φύγε, μακριά, ξουτ, off, όχι πια δεμένος, όχι πια σε, κοντά σε, χωρίς, έξω από, εκτός, απέχω από, από, από, στα ανοιχτά του, ξεπλύνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης be off

φεύγω

phrasal verb, intransitive (informal (leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's getting late, so it's time for me to be off.
Είναι αργά και ήρθε η ώρα να φύγω.

από

preposition (away or down from, not on)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The glass fell off the table.
Το ποτήρι έπεσε από το τραπέζι.

-

preposition (no longer enclosing) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The lid was off the jar of mustard.
Το καπάκι είχε βγει από βάζο της μουστάρδας.

μακριά

adverb (in the future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sexual equality is still many years off.
Η ισότητα των φύλων απέχει πολλά χρόνια ακόμα.

-

adverb (setting: not in operation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After finishing cooking, he turned the stove off.
Όταν τελείωσε το μαγείρεμα, έσβησε το φούρνο.

εκτός

preposition (away from: work)

I'm afraid you can't see the manager as he's off work today.
Λυπάμαι, αλλά δεν μπορείτε να δείτε σήμερα το διευθυντή, γιατί είναι εκτός γραφείου.

λανθασμένος

adjective (inaccurate)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His calculations were off by a hundred. I'm not sure what you've done here, but it looks off to me.
Δεν είμαι σίγουρη τι κάνεις εδώ, αλλά μου φαίνεται λάθος.

σβησμένος

adjective (not switched on) (συσκευές, φώτα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He couldn't see well because the light was off.
Δεν μπορούσε να δει καλά επειδή το φως ήταν σβηστό.

τελειώνω με κτ

(no longer using)

Are you off the phone yet?
Τελείωσες με το τηλέφωνο επιτέλους;

περίεργα

adjective (not quite normal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He felt off that day. It must have been what he ate for dinner the night before.

χαλασμένος

adjective (informal (food: not fresh) (τρόφιμο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This fruit smells a little off. Perhaps it's fermented.
Το φρούτο μυρίζει λίγο περίεργα. Ίσως έχει μουχλιάσει.

εκτός

adjective (below usual standard) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Compared with her usual style, her singing seemed a little off at last night's recital.

δεν ισχύω

adjective (out of effect)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The insurance policy coverage is off as of next week.

χαμηλός

adjective (at lower activity level) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Travel is cheaper in the off season.
Τα ταξίδια είναι φτηνότερα εκτός σεζόν.

απομακρυσμένος

adjective (farther, away)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The village is off a little - beyond the hills.

άστοχος

adjective (informal (poorly aimed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The basketball player's shot was off, and he was taken out of the game.

ξεκινάω

adjective (sport: having started)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
And they're off!

φεύγω, πάω

adjective (informal (going)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm off now. See you later.

μέχρι να περάσει

adverb (used in expressions (to get rid of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He walked off the pain in his leg and went back into the game.
Περπάτησε μέχρι να περάσει ο πόνος στο πόδι του κια ξαναμπήκε στον αγώνα.

μακριά

adverb (used in expressions (away from)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He ran off into the forest to escape the police. She walked off without telling us where she was going.

μακριά

adverb (distant, far)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He could see the mountain off in the distance.

φθηνότερα

adverb (used in expressions (at a discount)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The stereos were being sold at 30% off.
Τα στερεοφωνικά πουλιούνται 30% μείον.

πέφτω

adverb (used in expressions (electricity: disconnected) (μεταφορικά: δίκτυο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When there is a storm, the power goes off.

λήγω, σταματάω, τελειώνω

adverb (discontinued)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The clearance sale is off after the close of business tomorrow.

εντελώς, πλήρως, τελείως

adverb (used in expressions (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He paid off the loan in only three years. There's only a drop of wine left; you may as well finish it off.

γρήγορα, αμέσως

adverb (used in expressions (speedily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You ought to dash off a condolence note to the widow.

στα ανοιχτά

adverb (used in expressions (nautical: away from land)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
They sailed off into the ocean.

ρεπό

adverb (time, day: away from work)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Can I please take the day off tomorrow?

φύγε, μακριά, ξουτ

interjection (Go away!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Off, damned mosquito!

off

noun (machinery, device: off button)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Press 'off' to stop the machine.
Πιέστε “κλειστόν” για να σταματήσετε τη μηχανή.

όχι πια δεμένος

preposition (no longer attached to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The kite is off the string, and flying freely in the wind.

όχι πια σε

preposition (no longer on top of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cloth is off the table, revealing many scratches in the wood.

κοντά σε

preposition (close to)

The restaurant is just off the highway.

χωρίς

preposition (no longer supported by)

She is off government assistance now.

έξω από

preposition (deviating from)

Off the normal route, he discovered new restaurants.

εκτός

preposition (away from)

I'm off school all next week.

απέχω από

preposition (slang (abstaining from)

I'm off sweets now, as I'm trying to lose weight.

από

preposition (UK, informal (from)

I got the diamonds off him at a good price.

από

preposition (down and away from)

The lid fell off of the jar, and onto the floor.

στα ανοιχτά του

preposition (nautical: seaward)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Monhegan Island is off the Pemaquid Peninsula on the coast of Maine.

ξεπλύνομαι

intransitive verb (be removed by washing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Unlike the real thing, these temporary tattoos can be washed off.
Σε αντίθεση με τα πραγματικά, αυτά τα προσωρινά τατού μπορούν να ξεπλυθούν.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του be off στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.