Τι σημαίνει το aimer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aimer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aimer στο Γαλλικά.

Η λέξη aimer στο Γαλλικά σημαίνει αγαπάω, αγαπώ, μου αρέσει, μ' αρέσει, αγαπάω, αγαπώ, αγαπάω, αγαπώ, αγαπάω, κάνω Like, μου αρέσει, μου αρέσει, θα ήθελα, απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, νοιάζομαι για κπ/κτ, μου αρέσει να κάνω κτ, απολαμβάνω, εγκρίνω, απολαμβάνω, λατρεύω, που του αρέσει κτ, το ΟΚ, λατρεύω, γουστάρω, θα ήθελα, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, λατρεύω, εκτιμώ, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, λατρεύω, αποστροφή, απέχθεια, απόρριψη, επιθετικός, που αποφεύγει τον κίνδυνο, επίκτητο γούστο, γλυκατζής, γλυκατζού, αγάπη για τον εαυτό μου, δεν μου αρέσει, προτιμώ να μην, δεν νιώθω τίποτε για, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, προτιμώ, κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά, κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο, είμαι αρνητικός για κτ, αρχίζει να μου αρέσει κτ, προτιμώ, καθιστώ αγαπητό, καθιστώ προσφιλή, μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ, προτιμώ, ενδιαφέρομαι, προτιμώ, μου αρέσει να κάνω κτ, αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, εύχομαι, που έχει αδυναμία σε κτ, εύχομαι, αρνητικός, του έξω, απεχθάνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aimer

αγαπάω, αγαπώ

verbe transitif (sentiment d'affection)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bien sûr que j'aime ma mère.
Φυσικά και αγαπάω τη μητέρα μου.

μου αρέσει, μ' αρέσει

verbe transitif (nourriture, activité,...)

Vous aimez la pizza ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του αδερφού μου, δεν του αρέσει η πίτσα.

αγαπάω, αγαπώ

verbe transitif (sentiment romantique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est évident qu'elle aime son petit ami, ça se lit sur son visage.
Φαίνεται ότι αγαπάει τον σύντροφό της από την έκφραση του προσώπου της.

αγαπάω, αγαπώ

(avoir une profonde affection)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle aime trop.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι άνθρωπος που αγαπάει πολύ.

αγαπάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aime (or: j'adore) le basket.
Λατρεύω το μπάσκετ.

κάνω Like

(Internet, anglicisme, familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai souhaité un bon anniversaire à Danny et il a liké mon post.

μου αρέσει

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il aime beaucoup la cuisine chinoise.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι λάτρης της παραδοσιακής κουζίνας!

μου αρέσει

Elle aime vraiment le cyclisme, alors offrons-lui un nouveau vélo.
Τρελαίνεται για την ποδηλασία, γι' αυτό ας της πάρουμε ένα καινούργιο ποδήλατο.

θα ήθελα

verbe transitif (au conditionnel présent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon mari et moi aimerions (or: souhaiterions) vous remercier pour votre aide.

απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νοιάζομαι για κπ/κτ

verbe transitif

J'adore les chiens : ils me tiennent compagnie quand je suis seule.

μου αρέσει να κάνω κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les enfants de Simon adorent visiter le zoo.
Στα παιδιά του Σάιμον αρέσει να επισκέπτονται τον ζωολογικό κήπο.

απολαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adrian a aimé prendre sa revanche sur le type qui lui avait fait perdre son emploi.
Ο Έιντριαν ευχαριστήθηκε όταν εκδικήθηκε τον τύπο εξαιτίας του οποίου έχασε τη δουλειά του.

εγκρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je suis désolé, mais je n'approuve pas cette attitude.
Συγγνώμη, αλλά δεν ανέχομαι αυτήν τη συμπεριφορά.

απολαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πάντα μου αρέσουν τα καλά βιβλία.

λατρεύω

(amour fraternel, entre amis...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που του αρέσει κτ

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aimes-tu les comédies romantiques ? Personnellement, je ne suis pas fan.
Σου αρέσουν οι ρομαντικές κομεντί; Εγώ δεν είμαι φαν.

το ΟΚ

(un plan) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le business plan a été approuvé par le directeur de la société.
Ο διευθυντής της εταιρείας έδωσε το πράσινο φως για το επιχειρηματικό σχέδιο.

λατρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pasteur chérit son épouse.
Ο πάστορας υπεραγαπούσε τη σύζυγό του.

γουστάρω

(familier, jeune) (αργκό: μου αρέσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je kiffe trop le disco.

θα ήθελα

verbe transitif (au conditionnel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je voudrais (or: j'aimerais) une tasse de café, s'il vous plaît.
Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ.

διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victor est un sadique : il prend plaisir à voir souffrir les autres.

λατρεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam chérit (or: aime) Charlotte alors il l'a demandée en mariage.
Ο Άνταμ υπέραγαπα την Σάρλοτ και για αυτό της ζήτησε να τον παντρευτεί.

εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bien qu'ils ne soient plus ensemble, Sarah tient toujours à son ex-mari en tant qu'ami.

μου αρέσει, μ' αρέσει

(une personne amie)

Je l'aime bien. Il a l'air sympa.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τον συμπαθώ. Είναι καλό παιδί.

μου αρέσει, μ' αρέσει

(romance)

Il l'aime vraiment beaucoup.
Τη γουστάρει στ' αλήθεια.

μου αρέσει, μ' αρέσει

(une chose)

J'aime bien cette idée. Soumettons-la au patron.
Μ' αρέσει αυτή η ιδέα. Ας την προτείνουμε στο αφεντικό.

μου αρέσει, μ' αρέσει

locution verbale (να κάνω κάτι)

En été, j'aime bien faire du vélo.
Στη Λιζ αρέσει να μαγειρεύει ταϊλανδέζικο φαγητό.

λατρεύω

locution verbale (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aime courir dans le parc quand il fait chaud.
Λατρεύω να τρέχω στο πάρκο όταν ο καιρός είναι ζεστός.

αποστροφή, απέχθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόρριψη

(un projet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιθετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αποφεύγει τον κίνδυνο

(για επενδυτές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les investisseurs prudents ont tendance à éviter les placements à forte volatilité.

επίκτητο γούστο

(σχετικά σπάνιο)

Τα στρείδια πρέπει να μάθει κανείς να του αρέσουν.

γλυκατζής, γλυκατζού

(familier)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Mon petit garçon a le bec sucré : il mangerait n'importe quelle sucrerie.
Ο μικρός μου γιος είναι πολύ γλυκατζής. Τρώει οτιδήποτε έχει ζάχαρη.

αγάπη για τον εαυτό μου

verbe pronominal (αυτοεκτίμηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Certains adeptes de l’épanouissent personnel insistent : s'aimer soi-même est nécessaire pour aimer les autres.

δεν μου αρέσει

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'aime pas qu'on me tutoie quand on ne me connaît pas.
Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα».

προτιμώ να μην

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aimerais autant ne pas retourner en vacances en Espagne cette année. Ils aimeraient autant ne pas avoir à licencier qui que ce soit.

δεν νιώθω τίποτε για

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'aime pas votre suggestion.

δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En général, je n'aime pas trop le vin blanc ; je préfère de loin le vin rouge.
Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα.

προτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais autant que tu me dises simplement la vérité, plutôt que chercher de piètres excuses.
Θα προτιμούσα να πεις απλά την αλήθεια από το να ψάχνεις τρόπο να δικαιολογηθείς.

κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au début, je n'aimais pas les mangues, mais j'ai fini par les aimer.

κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au début, Rick détestait cette chanson, mais il commence à l'aimer.
Ο Ρικ στην αρχή μισούσε αυτό το τραγούδι αλλά τώρα του αρέσει όλο και περισσότερο.

είμαι αρνητικός για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρχίζει να μου αρέσει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ne t'inquiète pas. Tu commenceras bientôt à aimer cette idée.

προτιμώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous préférez (or: Vous aimez mieux) les pommes ou les oranges ?
Προτιμάς τα μήλα ή τα πορτοκάλια;

καθιστώ αγαπητό, καθιστώ προσφιλή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La littérature policière, c'est ce que j'aime le mieux.

προτιμώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il n'y a rien que j'aime mieux par une chaude journée que de plonger dans la piscine.

ενδιαφέρομαι

locution verbale (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'aimerais (or: Je souhaiterais) monter ma propre affaire.
Ενδιαφέρομαι να ξεκινήσω δική μου επιχείρηση.

προτιμώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais mieux sortir.
Θα προτιμούσα να βγω έξω.

μου αρέσει να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποστρέφομαι, απεχθάνομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εύχομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais qu'il s'arrête de parler.
Μακάρι να σταματούσε να μιλάει!

που έχει αδυναμία σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai un faible pour tout ce qui est chocolat.

εύχομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais bien être une princesse.
Μακάρι να ήμουν πριγκίπισσα!

αρνητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle aime la polémique ! Elle n'est jamais d'accord avec ce que l'on dit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στην εφηβεία της, η κόρη μου ήταν πνεύμα αντιλογίας. Μου πήγαινε κόντρα στο κάθε τι.

του έξω

locution verbale (ανεπίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Janine aime être dans la nature, elle y passe autant de temps que possible.

απεχθάνομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aimer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του aimer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.