Τι σημαίνει το blindly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blindly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blindly στο Αγγλικά.

Η λέξη blindly στο Αγγλικά σημαίνει στα τυφλά, στα κουτουρού, στα τυφλά, στα τυφλά, στα κουτουρού, τυφλός, οι τυφλοί, στόρι, ρολό, τυφλώνω, τυφλώνω, που δεν βλέπει κτ, που αρνείται να δει κτ, δεν αναγνωρίζω κτ, στα τυφλά, χωρίς ορατότητα, τυφλός, με κρυφή κοινοποίηση, τυφλός, τύφλα, κρυψώνα, πρόσχημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blindly

στα τυφλά, στα κουτουρού

adverb (figurative (without understanding) (χωρίς να καταλαβαίνω)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
They blindly accept everything the priest tells them.
Δέχονται στα τυφλά (or: στα κουτουρού) ό,τι τους λέει ο ιερέας τους.

στα τυφλά

adverb (without seeing) (χωρίς ορατότητα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We drove almost blindly through the fog.
Οδηγούσαμε σχεδόν στα τυφλά μέσα στην ομίχλη.

στα τυφλά, στα κουτουρού

adverb (figurative (without thinking) (απερίσκεπτα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I said yes blindly without even listening to what she was saying.
Είπα ναι στα τυφλά (or: στα κουτουρού) χωρίς ν' ακούσω καν τι έλεγε.

τυφλός

adjective (sightless, unable to see)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has been blind since birth.
Είναι τυφλός από γέννα.

οι τυφλοί

plural noun (blind people)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
There is discrimination against the blind in the job market.
Υπάρχει ρατσισμός ενάντια στους τυφλούς στην αγορά εργασίας.

στόρι, ρολό

noun (window shade) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He lowered the blind to block out the sunlight.
Έκλεισε τα στόρια (or: ρολά) για να μην τον χτυπάει ο ήλιος.

τυφλώνω

transitive verb (make sightless)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sunlight blinded him when he walked out the door.
Το φως του ήλιου τον τύφλωσε μόλις βγήκε από την πόρτα.

τυφλώνω

transitive verb (figurative (dazzle) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crowd was blinded by the brilliance of the display.
Το πλήθος είχε τυφλωθεί από τη λαμπρότητα της επίδειξης.

που δεν βλέπει κτ, που αρνείται να δει κτ

(figurative (oblivious to [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mina loves Graham so much, she is blind to his faults.

δεν αναγνωρίζω κτ

(figurative (refusing to recognize [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ecologists say we can no longer remain blind to the damage we are doing to our planet.

στα τυφλά

adverb (without sight)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He walked blind through the fog.
Περπατούσε στα τυφλά μέσα στην ομίχλη.

χωρίς ορατότητα

adjective (figurative (without visibility)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This is a blind turn; you can't see what's around the corner.
Αυτή η στροφή δεν έχει ορατότητα. Δεν μπορείς να δεις τι βρίσκεται μετά τη γωνία.

τυφλός

adjective (figurative (closed at one end) (σωλήνας: μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Plumbers sometimes work with blind pipes, which have an opening at only one end.

με κρυφή κοινοποίηση

adjective (figurative (email: to hidden recipient) (πληροφορική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A blind email is one in which someone is copied in using "BCC".
«Email με κρυφή κοινοποίηση» είναι αυτό στο οποίο κάποιος παραλήπτης έχει συμπεριληφθεί με τη χρήση της επιλογής «BCC».

τυφλός

adjective (oblivious) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"There's none so blind as those who will not see," as the saying goes.

τύφλα

adverb (figurative (until insensible) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Many college students drink themselves blind on a regular basis.
Πολλοί φοιτητές πίνουν συστηματικά μέχρι να γίνουν ντίρλα.

κρυψώνα

noun (hunting: hiding place) (του κυνηγού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hunter patiently waited for deer, hidden in his blind.

πρόσχημα

noun (something misleading)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was smiling, but I knew it was only a blind and that he was actually furious.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blindly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του blindly

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.