Τι σημαίνει το blow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blow στο Αγγλικά.

Η λέξη blow στο Αγγλικά σημαίνει φυσάω, φυσώ, παρασύρομαι, φυσάω, φυσώ, εκρήγνυμαι, χτύπημα, χτύπημα, φυσάω, θύελλα, φύσημα, κόκα, παίζω, καίγομαι, φεύγω, είμαι χάλια, είμαι για τα μπάζα, είμαι αίσχος, φυσάω, ρίχνω, παίζω, ανατινάζω, τρώω, πετάω, χαλάω, πετάω, τρώω, πετάω, χαλάω, καταστρέφω, στέλνω, πυροβολώ, κάνω σκόνη, παρασύρομαι από τον άνεμο, φτάνω απροειδοποίητος, στέλνω φιλάκια σε κπ, κλάνω, γειώνω, ακυρώνω, ακυρώνω, σβήνω, απορρίπτω, γειώνω, εξαφανίζομαι, φεύγω, σκορπάω, ξεθυμαίνω, φεύγω, εκρήγνυμαι, ανατινάζω, μεγεθύνω, ξεσπάω, ξεσπώ, καίγεται μια ασφάλεια, εξαγριώνομαι, γίνομαι έξαλλος, στέλνω ένα φιλί, στέλνω ένα φιλί σε κπ, στέλνω ένα φιλί σε κπ, παρασύρω, παίρνω, παρασύρομαι, παρασύρομαι από κτ, ρίχνω, πιστολάκι, σεσουάρ, είμαι μία κρύο μία ζέστη, με παίρνει ο αέρας, αναπνέω, φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα, πίπα, στέλνω φιλάκια, ποιος να το 'λεγε, με παίρνει ο αέρας, μεγαλοποιώ, ρίχνω, ξεσκονίζω, το σφυρίζω, το σφυρίζω, περνάω για λίγο, επηρεάζω, τρώω, blow through, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό, αποπροσανατολίζω, φυσάω την μύτη μου, κοκορεύομαι, γίνομαι έξαλλος, βήμα προς βήμα, στεγνωμένος με πιστολάκι, κάνω πιστολάκι, στέγνωμα, νεόφερτος, κραιπάλη, λάστιχο, φουσκωτός, μεγέθυνση, ξέσπασμα, χτύπημα στο σώμα, αναποδιά, κακοτυχία, μεγάλη απογοήτευση, σκέτη απογοήτευση, μετριάζω τις συνέπειες, θανάσιμο χτύπημα, σκληρό χτύπημα/πλήγμα, συμφορά, σκληρό συναισθηματικό πλήγμα, ισχυρό χτύπημα, ισχυρό πλήγμα, χτύπημα νοκ άουτ, τελειωτικό χτύπημα, εκτονώνομαι, ύπουλο χτύπημα, χτύπημα κάτω από τη ζώνη, καταφέρω ένα πλήγμα σε κπ/κτ, υποστηρίζω, χτυπάω, χτυπώ, βγάζω στη φόρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blow

φυσάω, φυσώ

intransitive verb (air: move)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The winter wind blows from the west.
Τον χειμώνα ο άνεμος φυσάει από τα δυτικά.

παρασύρομαι

intransitive verb (be swept by air)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sand blows across the beach.
Σηκώθηκε άμμος στην παραλία.

φυσάω, φυσώ

transitive verb (move with breath) (με το στόμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Blow the pinwheel and watch it spin.
Φύσηξε τα κεριά στην τούρτα γενεθλίων της.

εκρήγνυμαι

intransitive verb (informal (explode)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Watch out, the bomb is going to blow!
Πρόσεξε, η βόμβα θα σκάσει!

χτύπημα

noun (punch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The blow knocked him down, but he soon got back up.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δέχτηκε αλλεπάλληλα πλήγματα στο πρόσωπο.

χτύπημα

noun (figurative (shock) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The news that her husband had died was a serious blow.
Τα νέα για τον χαμό του άντρα της αποτέλεσαν βαρύ πλήγμα.

φυσάω

transitive verb (glass: shape using air) (για γυαλί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
At the factory, we watched a man blowing glass into a vase shape.

θύελλα

noun (informal (storm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are expecting a big blow tonight, and have closed the shutters of the beach house.

φύσημα

noun (blast of wind)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A blow of air pushed over the pile of papers.

κόκα

noun (slang (drug: cocaine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rod asked me if I knew where he could score some blow.

παίζω

intransitive verb (play wind instrument)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The trumpeter blows hard and loud.

καίγομαι

intransitive verb (fuse, bulb: burn out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The electrical surge caused the fuse to blow.

φεύγω

intransitive verb (US, slang (depart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We are done here. Let's blow.

είμαι χάλια, είμαι για τα μπάζα, είμαι αίσχος

intransitive verb (US, slang (thing, situation: be bad) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
This movie blows. Let's change the channel.

φυσάω

(direct breath onto [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janine blew on her fingernails to dry her nail varnish.

ρίχνω

transitive verb (wind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wind blew the papers off the table.

παίζω

transitive verb (horn, instrument: play)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The flautist blew a sweet melody.

ανατινάζω

transitive verb (informal (make explode)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army detonation team blew the bridge.

τρώω, πετάω, χαλάω

transitive verb (slang (squander money) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The musician had blown his entire fortune, and was poor again.

πετάω

transitive verb (US, slang (bungle) (χάνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bet he will blow this opportunity just as he did the last one.

τρώω, πετάω, χαλάω

transitive verb (squander money) (μτφ, καθομ: σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sophie blew all her wages on a new dress.

καταστρέφω

phrasal verb, transitive, separable (destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The blast from the bomb blew the building apart.

στέλνω

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (impress greatly) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The candidate blew her interviewer away.
Η υποψήφια άφησε άφωνο αυτόν που της πήρε συνέντευξη.

πυροβολώ

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (kill by shooting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The gunman blew away his victim from close range.
Ο ένοπλος πυροβόλησε το θύμα από μικρή απόσταση.

κάνω σκόνη

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (thoroughly defeat) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The first time he ran, he blew away the competition and came home with a gold medal.
Την πρώτη φορά που αγωνίστηκε σε αγώνα δρόμου έκανε σκόνη τους αντιπάλους του και επέστρεψε στο σπίτι με ένα χρυσό μετάλλιο.

παρασύρομαι από τον άνεμο

phrasal verb, intransitive (be swept past) (άνεμος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A paper bag blew by in the wind.
Μια χαρτοσακούλα παρασύρθηκε από τον άνεμο.

φτάνω απροειδοποίητος

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (arrive unexpectedly)

He just blows in without any warning and expects dinner.

στέλνω φιλάκια σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (kiss hand and blow)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλάνω

phrasal verb, intransitive (UK, slang (pass intestinal gas) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I think the dog blew off, it smells horrible.
Νομίζω ότι το σκυλί έκλασε. Βρωμάει.

γειώνω, ακυρώνω

phrasal verb, transitive, separable (US, slang (reject or ignore [sb]) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I smiled at Rita and said hi, but she blew me off; maybe she didn't recognise me.

ακυρώνω

phrasal verb, transitive, separable (US, slang (cancel: plan, obligation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Since I was feeling better, I blew off my appointment with the doctor.
Αφού ένιωθα καλύτερα, δεν πήγα στο ραντεβού μου με τον γιατρό.

σβήνω

phrasal verb, transitive, separable (extinguish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She blew out the candles on her birthday cake.
Έσβησε τα κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της.

απορρίπτω, γειώνω

phrasal verb, transitive, separable (UK, slang, figurative (reject)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A well-known movie star spent the night chasing after her, but she blew him out.
Ένας πολύ γνωστός αστέρας του κινηματογράφου πέρασε όλο το βράδυ κυνηγώντας την, αλλά τον απέρριψε.

εξαφανίζομαι, φεύγω, σκορπάω

phrasal verb, intransitive (clouds: pass, disappear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The clouds blew over and the sun came out.
Τα σύννεφα σκορπίστηκαν και βγήκε ο ήλιος.

ξεθυμαίνω

phrasal verb, intransitive (figurative (argument, etc.: be forgotten) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's hope that the dispute will soon blow over.
Ας ελπίσουμε ότι η διένεξη θα ξεθυμάνει σύντομα.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (Aus, informal, figurative (place: leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκρήγνυμαι

phrasal verb, intransitive (explode)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I watched the Hindenburg blow up.

ανατινάζω

phrasal verb, transitive, separable (detonate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They blew up the enemy's ammunition dump.
Ανατίναξαν την αποθήκη πυρομαχικών του εχθρού.

μεγεθύνω

phrasal verb, transitive, separable (photograph: enlarge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Small photos may have to be blown up if they are not identifiable.
Οι μικρές φωτογραφίες μπορεί να χρειαστεί να μεγεθυνθούν αν δεν μπορούν να αναγνωριστούν.

ξεσπάω, ξεσπώ

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (get angry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She blew up when I told her about the car.
Ξέσπασε όταν της είπα για το αυτοκίνητο.

καίγεται μια ασφάλεια

verbal expression (electrical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαγριώνομαι

verbal expression (figurative (get angry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γίνομαι έξαλλος

expression (slang (become very upset)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

στέλνω ένα φιλί

verbal expression (kiss hand and blow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω ένα φιλί σε κπ

verbal expression (kiss hand and blow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω ένα φιλί σε κπ

verbal expression (kiss hand and blow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρασύρω, παίρνω

(wind: carry off) (αέρας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wind blew the dollar bill away.
Ο άνεμος παρέσυρε το χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου.

παρασύρομαι

(be carried off by wind)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The paper bag blew away in a gust of wind.
Η χάρτινη σακούλα παρασύρθηκε από μια ριπή του ανέμου.

παρασύρομαι από κτ

(be swept past)

ρίχνω

(wind: knock over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wind blew down our swing set and shade umbrella.
Ο αέρας έριξε την κούνια μας και την ομπρέλα για τον ήλιο.

πιστολάκι, σεσουάρ

noun (device: dries hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I never use a blow dryer to dry my hair.

είμαι μία κρύο μία ζέστη

verbal expression (figurative (waver, vacillate) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με παίρνει ο αέρας

(be swept in by the wind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A handful of leaves blew in when I opened the door.

αναπνέω

(breathe)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Here, blow into this paper bag, it will help you stop hyperventilating.

φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα

verbal expression (US, slang (arrive unexpectedly)

My friend just blew into town; we're going to go have dinner tonight.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα

verbal expression (slang, figurative (fail) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I totally blew it, and I'm so embarrassed; I don't know when I've performed so badly.

πίπα

noun (slang, vulgar (oral sex on a male) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στέλνω φιλάκια

(kiss hand and blow)

ποιος να το 'λεγε

interjection (informal (expressing amazement) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Well, blow me down! You won the lottery!
Ποιος να το 'λεγε! Κέρδισες το λαχείο!

με παίρνει ο αέρας

(be swept off by wind)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tarp covering our roof blew off in the gale.

μεγαλοποιώ

verbal expression (figurative, informal (overdramatize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sure, it seems like a lot of snow, but don't blow it out of proportion -- we usually have several inches in April.

ρίχνω

(topple by blowing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A strong wind had blown over several plant pots.
Ένας δυνατός άνεμος αναποδογύρισε αρκετές γλάστρες.

ξεσκονίζω

verbal expression (figurative (use for the first time in ages) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's blow the dust off this old record and see how it sounds.

το σφυρίζω

verbal expression (figurative (inform on [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The employee decided to blow the whistle on his employer for the illegal transactions.

το σφυρίζω

verbal expression (figurative (report [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω για λίγο

(informal, figurative (place: visit briefly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He blew through town last week. He never stays for long.
Πέρασε για λίγο από την πόλη την περασμένη εβδομάδα. Ποτέ δε μένει πολύ.

επηρεάζω

(informal, figurative (change: affect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The winds of change are blowing through the Olde Towne club: they have accepted their first woman as a member.
Άνεμος αλλαγής πνέει στη λέσχη «Olde Towne». Για πρώτη φορά, γυναίκα γίνεται μέλος αυτής της λέσχης.

τρώω

(slang, figurative (money: spend) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gambling addict blew through his life's savings in two weeks.

blow through

adjective (carburettor) (σύστημα καρμπυρατέρ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbal expression (destroy by explosives)

τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό

verbal expression (slang (astound [sb]) (μτφ: εκπλήσσομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I heard about the revolutionary new cancer treatment, it blew my mind. Wait until you see the final scene of the movie--it's going to blow your mind!

αποπροσανατολίζω

verbal expression (slang (drugs: disorient, overwhelm [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φυσάω την μύτη μου

verbal expression (expel mucus)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please blow your nose instead of sniffing.

κοκορεύομαι

verbal expression (figurative (boast, be self-congratulatory)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γίνομαι έξαλλος

verbal expression (figurative, informal (become very angry)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βήμα προς βήμα

adjective (informal (account: detailed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The eyewitness gave a blow-by-blow description of the horrific event.

στεγνωμένος με πιστολάκι

adjective (dried using hairdryer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω πιστολάκι

transitive verb (use a hair-dryer on)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
There's no point blow-drying your hair – it's pouring down outside!

στέγνωμα

noun (instance of drying hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hairdresser asked her client if she wanted a blow-dry.

νεόφερτος

noun (AU (newcomer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κραιπάλη

noun (slang (gorging, binge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My friends and I had a blowout on pizza and ice-cream.
Οι φίλοι μου και εγώ πλακωθήκαμε στις πίτσες και τα παγωτά.

λάστιχο

noun (informal (punctured tire) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I was driving along the road when I had a blowout; I must have run over something.

φουσκωτός

adjective (informal (inflatable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We inflated the blow-up beach ball and tossed it in the water.

μεγέθυνση

noun (informal (enlarged image) (εικόνας, φωτογραφίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gallery is displaying several blowups of famous images.

ξέσπασμα

noun (informal (angry outburst) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yesterday there was a huge blowup between the strikers and the administration.

χτύπημα στο σώμα

noun (boxing: hit, punch to the body)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He received a direct body blow and fell to the ground.

αναποδιά, κακοτυχία

noun (figurative (severe setback or shock) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλη απογοήτευση, σκέτη απογοήτευση

noun (figurative (great disappointment)

μετριάζω τις συνέπειες

verbal expression (figurative (make impact of [sth] less harsh)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θανάσιμο χτύπημα

noun (final attack)

σκληρό χτύπημα/πλήγμα

noun (literal (forceful punch or strike) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although the jab to the chin dropped him, it was the hard blow to the ribs that did the damage.

συμφορά, σκληρό συναισθηματικό πλήγμα

noun (figurative (emotional setback) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The loss of his job dealt a hard blow to his self-confidence.

ισχυρό χτύπημα

noun (literal (forceful punch or strike) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The boxer fell after taking a heavy blow from his opponent.

ισχυρό πλήγμα

noun (figurative (emotional setback) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Not getting into her school of choice was a heavy blow.

χτύπημα νοκ άουτ

noun (boxing: winning punch)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The boxer is in a coma following a knockout blow in the ring.

τελειωτικό χτύπημα

noun (figurative, informal ([sth] devastating)

If Reus left now, it would be a knockout blow for the team.

εκτονώνομαι

verbal expression (slang, figurative (release energy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There was a play area where the kids could let off steam.

ύπουλο χτύπημα

noun (figurative (unfair criticism)

You told him he was stupid? That's a low blow.

χτύπημα κάτω από τη ζώνη

noun (boxing: illegal hit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καταφέρω ένα πλήγμα σε κπ/κτ

verbal expression (deal [sb/sth] a serious setback) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποστηρίζω

verbal expression (do [sth] to support [sth/sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

verbal expression (hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The baseball struck his head a glancing blow.

βγάζω στη φόρα

verbal expression (figurative, informal (reveal [sth] previously secret) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του blow

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.