Τι σημαίνει το bob στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bob στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bob στο Αγγλικά.

Η λέξη bob στο Αγγλικά σημαίνει ανεβοκατεβαίνω, σκαμπανεβάζω, κούνημα, καρέ, σελίνι, υπόκλιση, έλκηθρο, αντικείμενο που κουνιέται, εμφανίζομαι, κάνω έλκηθρο, προσπαθώ να πιάσω κτ, κάνω κτ να ανεβοκατεβαίνει, κάνω κτ να κινείται πάνω-κάτω, κουνάω, κουνώ, κουρεύω, Μπομπ, λίγα ψιλά, κάτι ψιλά, επιπλέω, παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του, αναδύομαι, βαρίδιο του νήματος της στάθμης, sleek bob καρέ, sleek bob κούρεμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bob

ανεβοκατεβαίνω

intransitive verb (go up and down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ice cubes bobbed in the pitcher of lemonade.

σκαμπανεβάζω

intransitive verb (used in compounds (move up and down: on water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The toy boat bobbed along on the surface of the lake.

κούνημα

noun (nod, tilt of the head)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bob of Howard's head confirmed that he wanted coffee.
Το κούνημα του κεφαλιού του Μπομπ επιβεβαίωνε ότι εκείνος θέλει καφέ.

καρέ

noun (women's short haircut)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Christine recently cut her long hair into a bob.

σελίνι

noun (informal, historical, invariable, UK (old British coin: shilling) (νόμισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oliver found two bob on the street.

υπόκλιση

noun (curtsy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Queen found the little girl's bob adorable.

έλκηθρο

noun (bobsleigh)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντικείμενο που κουνιέται

noun (dangling object)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The little boy flicked the bob on the grandfather clock with his finger.
Το αγοράκι χτύπησε με το δάχτυλό του το κουνιστό πραγματάκι στο ρολόι του παππού.

εμφανίζομαι

intransitive verb (suddenly appear) (ξαφνικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sally's daughter abruptly bobbed into the room.

κάνω έλκηθρο

intransitive verb (ride a bobsled)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When it snows, the children often beg to go bobbing.

προσπαθώ να πιάσω κτ

(try to get hold of [sth]) (με τα δόντια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ να ανεβοκατεβαίνει, κάνω κτ να κινείται πάνω-κάτω

transitive verb (make [sth] move up and down)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The waves bobbed the small rowboat up and down.

κουνάω, κουνώ

transitive verb (head: nod or incline quickly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The old man bobbed his head in agreement.

κουρεύω

transitive verb (often passive (crop [sth] short)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog's tail had been bobbed.

Μπομπ

noun (Robert: short form)

The name "Bob" is usually short for "Robert".
Το όνομα «Μπομπ» είναι συνήθως το υποκοριστικό του «Ρόμπερτ».

λίγα ψιλά, κάτι ψιλά

noun (UK, slang, dated (money: small sum) (καθομ: χρήματα)

I gave a few bob to the kid next door; he helped me wash the car.

επιπλέω

(float, move on water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του

verbal expression (game)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Children enjoy bobbing for apples as a party game.

αναδύομαι

(appear from underwater)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βαρίδιο του νήματος της στάθμης

noun (lead for plumb line)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

sleek bob καρέ, sleek bob κούρεμα

noun (women's short haircut)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bob στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.