Τι σημαίνει το bow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bow στο Αγγλικά.

Η λέξη bow στο Αγγλικά σημαίνει υποκλίνομαι, υποκλίνομαι, υποκύπτω σε κτ, υπόκλιση, τόξο, κλίση, δοξάρι, φιόγκος, πλώρη, λυγίζω, γέρνω, σκύβω το κεφάλι, υποτάσσω, καμπουριάζω, υποκλίνομαι, υποκλίνομαι, υποκλίνομαι, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποχωρώ, είμαι έτοιμος για καβγά, τόξο και βέλη, τοξοειδές πριόνι, πρωραίος έλικας, παπιγιόν, επίσημος, επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ, με ανοιχτά πόδια, σκυλάκι, γαβ - γαβ, φιόγκος, κάνω υπόκλιση, δοξάρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bow

υποκλίνομαι

intransitive verb (nod, lean forward in greeting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Instead of shaking hands, people in some Asian cultures prefer to bow.
Αντί για χειραψία, σε κάποιες Ασιατικές χώρες οι άνθρωποι προτιμούν να υποκλίνονται.

υποκλίνομαι

(gesture respectfully) (σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Your majesty," said the man as he bowed to the Queen.
«Μεγαλειοτάτη», είπε ο άντρας καθώς υποκλίθηκε στη βασίλισσα.

υποκύπτω σε κτ

(figurative (yield)

The director bowed to the parents' demands and retracted his new policy.
Ο διευθυντής υπέκυψε στην επιθυμία των γονιών και απέσυρε το καινούριο πρόγραμμα.

υπόκλιση

noun (greeting: inclined head, body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The courtiers' bows showed deference to the king.
Οι υποκλίσεις του αυλικού δήλωναν υποταγή στον βασιλιά.

τόξο

noun (weapon: fires arrows)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A hunter's bow is often made of flexible wood.
Τα κυνηγετικά τόξα είναι συχνά φτιαγμένα από εύκαμπτο ξύλο.

κλίση

noun (curve, bend)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This branch has a very pronounced bow to it.
Αυτό το κλαδί έχει πολύ αισθητή κλίση.

δοξάρι

noun (rod for a stringed instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The violinist takes good care of her bow.
Η βιολίστρια φροντίζει καλά το δοξάρι της.

φιόγκος

noun (decorative ribbon)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After they wrapped the present, they put a bow on it.
Αφού τύλιξαν το δώρο, του έβαλαν έναν φιόγκο.

πλώρη

noun (front of a ship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The passengers gathered in the bow of the ship.

λυγίζω, γέρνω

intransitive verb (curve downwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tree branch bowed under the weight of the snow.

σκύβω το κεφάλι

transitive verb (lower: your head)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The parishioners bowed their heads in prayer.

υποτάσσω

transitive verb (force to submit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dictator bowed the people to his will.

καμπουριάζω

transitive verb (usually passive (cause to stoop)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He walks with a stoop, bowed by age.

υποκλίνομαι

phrasal verb, intransitive (bend, kneel in respect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She was asked to bow down in front of a statue of their god.
Της ζητήθηκε να υποκλιθεί μπροστά σε ένα άγαλμα της θεότητάς τους.

υποκλίνομαι

(literal (bow in deference to)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is customary to bow down before the Emperor of Japan.

υποκλίνομαι

(figurative (show deference to) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He is so arrogant that he thinks everyone should bow down before him.

αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποχωρώ

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (withdraw)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Williams had to bow out of the race after suffering a leg injury.

είμαι έτοιμος για καβγά

phrasal verb, intransitive (US (be ready to fight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τόξο και βέλη

noun (archery: weapon)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The crossbow replaced the bow and arrow as a weapon.

τοξοειδές πριόνι

(carpentry)

πρωραίος έλικας

(propeller)

παπιγιόν

noun (bow-shaped necktie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alan was wearing a bow tie.
Ο Άλαν φορούσε παπιγιόν.

επίσημος

noun as adjective (dinner, etc.: formal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's been invited to a bow-tie dinner.
Τον προσκάλεσαν σε ένα επίσημο δείπνο.

επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ

verbal expression (force to obey)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με ανοιχτά πόδια

adverb (with legs bending outwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cowboys in old movies always walk bowlegged.

σκυλάκι

noun (infantile (dog, doggy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαβ - γαβ

noun (dog's bark)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

φιόγκος

noun (decorative hair tie)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάνω υπόκλιση

verbal expression (bow for applause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At the end of a play it's customary for the actors to take a bow at the front of the stage.

δοξάρι

noun (rod used to play violin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bow

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.