Τι σημαίνει το boat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boat στο Αγγλικά.

Η λέξη boat στο Αγγλικά σημαίνει βάρκα, κάνω βαρκάδα, βγαίνω βαρκάδα, μπανάνα, πλοίο που μεταφέρει μπανάνες, ναυπηγός, ενοικίαση βάρκας, ενοικίαση βάρκας, νεκροταφείο πλοίων, αγώνας κωπηλασίας, αγώνας κωπηλασίας μεταξύ των φοιτητών των πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης, πρόσωπο, ενοικίαση βάρκας, ενοικίαση βάρκας, βόλτα με βάρκα, ναυτικό σαλόνι, γλίστρα, εκδρομή με σκάφος, σκάφος για ναυσιπλοΐα σε κανάλι, είδος αυστραλιανού σκάφους, μην ταράζεις τα νερά, φέριμποτ, ψαρόβαρκα, σαλτσιέρα, στην ίδια θέση, ταχύπλοο, χάνω την ευκαιρία, μηχανοκίνητη τορπιλάκατος, βάρκα, τροχήλατη βάρκα, θαλάσσιο ποδήλατο, βάρκα με κουπιά, ιστιοφόρο, σαλτσιέρα, σκάφος για θαλάσσιο σκι, ταχύπλοο για θαλάσσιο σκι, τρέιλερ, ρυμουλκό, υποβρύχιο, Όπως επιθυμείς.. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boat

βάρκα

noun (vessel) (μικρό όχημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jay likes to watch the boats on the lake.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το καΐκι του παππού μου μύριζε ψάρια και θάλασσα.

κάνω βαρκάδα, βγαίνω βαρκάδα

intransitive verb (travel by boat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sam likes to boat off the cape during his summer vacations.

μπανάνα

noun (banana-shaped inflatable) (μτφ: ρυμουλκούμενο φουσκωτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλοίο που μεταφέρει μπανάνες

noun (cargo ship carrying bananas) (φορτηγό πλοίο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ναυπηγός

noun ([sb] who constructs boats)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A boat builder spends hours sanding wood.

ενοικίαση βάρκας

noun (act of hiring a water craft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενοικίαση βάρκας

noun (rental of a water craft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νεκροταφείο πλοίων

noun (for old boats) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγώνας κωπηλασίας

noun (rowing competition)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Ghent Student Regatta is a boat race for students.

αγώνας κωπηλασίας μεταξύ των φοιτητών των πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης

noun (UK (Oxford-Cambridge competition)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Oxford won the Boat Race last year.

πρόσωπο

noun (UK, regional, slang (Cockney rhyming slang: face)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've got a joke that will put a smile on your boat race.

ενοικίαση βάρκας

noun (act of hiring a water craft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενοικίαση βάρκας

noun (rental of a water craft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βόλτα με βάρκα

noun (trip or outing in a water craft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We went for a boat ride out to the island.

ναυτικό σαλόνι

noun (exhibition of boats)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
This year, the boat show will feature antique wooden vessels.

γλίστρα

noun (nautical: ramp) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκδρομή με σκάφος

noun (excursion on water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκάφος για ναυσιπλοΐα σε κανάλι

noun (vessel used on waterways)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είδος αυστραλιανού σκάφους

noun (fishing boat: Australia)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μην ταράζεις τα νερά

interjection (figurative (do not cause trouble) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The arrangements are already made, so don't rock the boat.
Τα πράγματα έχουν κανονιστεί επομένως μην ταράζεις τα νερά.

φέριμποτ

noun (passenger boat on a short route)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ferry boats are the common mode of public transportation in Venice.

ψαρόβαρκα

noun (vessel: for fishing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σαλτσιέρα

noun (receptacle for pouring gravy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In our house, we only use the gravy boat on very special occasions.

στην ίδια θέση

expression (figurative (in a similar situation)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ταχύπλοο

noun (small boat)

χάνω την ευκαιρία

verbal expression (figurative (lose your chance for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηχανοκίνητη τορπιλάκατος

noun (UK, initialism (Royal Navy: motor torpedo boat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάρκα

noun (UK (boat used on canals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τροχήλατη βάρκα

noun (small boat with pedals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θαλάσσιο ποδήλατο

(recreational water vehicle)

βάρκα με κουπιά

noun (wooden boat with oars)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιστιοφόρο

noun (yacht, small vessel with a sail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My dad took his new sailing boat out on the lake today for the first time. // From our window we watched sailboats in the harbor.

σαλτσιέρα

noun (vessel for pouring sauce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The maid placed a sauce boat on the dining table. A sauce boat is pretty but it never keeps the gravy as hot as a jug does.

σκάφος για θαλάσσιο σκι, ταχύπλοο για θαλάσσιο σκι

noun (speedboat used to pull waterskiers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρέιλερ

noun (trailer for transporting a boat)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The car was towing a boat on a trailer.

ρυμουλκό

noun (small boat for pulling or pushing ships)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A tug was crossing the river.
Ένα ρυμουλκό διέσχιζε το ποτάμι.

υποβρύχιο

noun (German submarine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Όπως επιθυμείς.

expression (slang, figurative (OK, whatever you'd like.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I'd like to learn how to speak Japanese." "Whatever floats your boat."

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του boat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.