Τι σημαίνει το brick στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brick στο Αγγλικά.

Η λέξη brick στο Αγγλικά σημαίνει τούβλο, τούβλο, από τούβλα, καλό παιδί, τούβλο, τουβλάκι, χτίζω, σα να μιλάω σε τοίχο, είδος αμερικάνικου τυριού, φούρνος από τούβλα, καφεκόκκινο, καφεκόκκινος, τοίχος από τούβλα, πλίνθινος, φτιαγμένος από τούβλα και ασβέστη, πετάω τούβλο, πετάω κοτσάνα, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, Lego, τούβλο, τούβλινος, νεοϊδρυθείς, Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος., από κόκκινα τούβλα, χτισμένος με κόκκινα τούβλα, τούβλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brick

τούβλο

noun (block for construction)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A pile of bricks lay where the house had once stood.
Ένας σωρός από τούβλα έστεκε εκεί που ήταν παλιά το σπίτι.

τούβλο

noun (uncountable (material: bricks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The famous architect works with brick and stone for his buildings.
Ο γνωστός αρχιτέκτονας δουλεύει με τούβλα και πέτρες για τα κτίριά του.

από τούβλα

noun as adjective (made of bricks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gwen wants to buy a three-bedroom brick house.
Η Γκουέν θέλει να αγοράσει ένα σπίτι από τούβλα με τρία υπνοδωμάτια.

καλό παιδί

noun (figurative, dated, informal (good person)

You can count on William; he's a brick!

τούβλο

noun (block of rectangular shape)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A brick of mud fell off the bottom of the bucket.

τουβλάκι

noun (UK (child's toy block) (παιδικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The child built a tower with the brightly coloured bricks.

χτίζω

phrasal verb, transitive, separable (close off with a wall)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σα να μιλάω σε τοίχο

verbal expression (figurative, informal (not be listened to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Talking to Esther is like talking to a brick wall; neither one will listen!

είδος αμερικάνικου τυριού

noun (US (American hard cheese)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Cheddar cheese from Vermont is a kind of brick cheese.

φούρνος από τούβλα

noun (oven made of bricks)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That restaurant bakes pizzas in a wood-fired brick oven.

καφεκόκκινο

noun (orangey-brown colour) (χρώμα)

καφεκόκκινος

noun as adjective (orangey-brown)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τοίχος από τούβλα

noun (wall made of bricks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Winston Churchill, who laid bricks as a hobby, built a tall brick wall around his house.

πλίνθινος

adjective (made of bricks)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φτιαγμένος από τούβλα και ασβέστη

noun as adjective (made of bricks and mortar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most houses here are stick-built, but in countries where wood is expensive, they're bricks-and-mortar buildings.

πετάω τούβλο, πετάω κοτσάνα

verbal expression (UK, informal (make a social blunder) (μεταφορικά)

βρίσκομαι σε αδιέξοδο

verbal expression (figurative, informal (meet an obstacle)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I hit a brick wall while writing, I find a thirty-minute run helps me to refocus.

Lego

noun (® (piece in a Lego set) (παιχνίδια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τούβλο

noun (reddish building material)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τούβλινος

noun as adjective (building: made of red bricks)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεοϊδρυθείς

noun as adjective (UK, figurative (university: newer, not Oxbridge)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.

adjective (UK, figurative, informal (newer provincial university)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

από κόκκινα τούβλα, χτισμένος με κόκκινα τούβλα

adjective (made of red brick)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τούβλο

verbal expression (informal (lack intelligence) (μεταφορικά, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new employee is thick as a brick.
Ο νέος υπάλληλος είναι τούβλο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του brick

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.