Τι σημαίνει το bridge στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bridge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bridge στο Αγγλικά.

Η λέξη bridge στο Αγγλικά σημαίνει γέφυρα, γέφυρα, ράχη, γέφυρα, μπριτζ, μεσοδιάστημα, γέφυρα, γέφυρα, γεφυρώνω, ισοσκελίζω, γεφυρώνω τις διαφορές, δάνειο-γέφυρα, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυροποιία, εύρεση διαύλων επικοινωνίας, μπριτζ, γέφυρα, αψιδωτή γέφυρα, πλωτή γέφυρα, γέφυρα από σκοινί, κρεμαστή γέφυρα, γέφυρα με διόδια, Γέφυρα του Πύργου, περασμένα ξεχασμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bridge

γέφυρα

noun (structure over river, etc.) (σε ποτάμι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bridge crossed over the river.
Το γεφύρι περνούσε πάνω από το ποτάμι.

γέφυρα

noun (part of a stringed instrument) (έγχορδο μουσικό όργανο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You shouldn't touch the violin's bridge when you are playing it.
Όταν παίζουμε βιολί δεν πρέπει να ακουμπάμε τη γέφυρα του οργάνου.

ράχη

noun (part of the nose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His glasses rested on the bridge of his nose.
Τα γυαλιά του στέκονταν στη ράχη της μύτης του.

γέφυρα

noun (dentistry: artificial teeth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dentist put in a bridge for her.
Ο οδοντίατρος της τοποθέτησε μια γέφυρα.

μπριτζ

noun (uncountable (card game)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Aunt Judy plays bridge with her friends every Thursday night.
Η θεία Τζούντι παίζει μπριτζ με τις φίλες της κάθε Πέμπτη βράδυ.

μεσοδιάστημα

noun (figurative (intermediate phase)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a short bridge between finishing the old job and starting the new.

γέφυρα

noun (nautical: of a ship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The captain was usually on the bridge, commanding his ship.

γέφυρα

noun (music: transitional passage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a bridge between the two choruses, with a key change.

γεφυρώνω

transitive verb (span) (χορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His long time as coach of the team bridged three generations.

ισοσκελίζω

phrasal verb, transitive, separable (US, figurative (compensate for: deficit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This loan should be enough to bridge over the shortfall for a good three months.
Το δάνειο θα πρέπει να είναι αρκετό για να ισοσκελίσει το έλλειμμα για τρεις γεμάτους μήνες.

γεφυρώνω τις διαφορές

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (overcome differences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think our marriage is strong enough to bridge over this incident.

δάνειο-γέφυρα

noun (finance: short loan)

γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα

verbal expression (figurative (reconcile)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The senator tried to bridge the gap between the two versions of the bill.

γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα

verbal expression (figurative (temporary solution)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We have no napkins, but paper towels should serve to bridge the gap.

γεφυρώνω τις διαφορές

verbal expression (figurative (be reconciled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Once Matt and Julie had bridged their differences, they were able to be friends again.
Όταν έλυσαν τις διαφορές τους, ο Ματ και η Τζούλη μπόρεσαν να ξαναγίνουν φίλοι.

γεφυροποιία

noun (construction of bridges)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εύρεση διαύλων επικοινωνίας

noun (figurative (building good relationships)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπριτζ

noun (card game) (χαρτοπαίγνιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Contract bridge is even more complicated than regular bridge.

γέφυρα

noun (fixture: false tooth) (οδοντιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After I lost my front teeth I got a dental bridge to replace them.
Αφού έχασα το μπροστινό μου δόντι έβαλα γέφυρα για να το αντικαταστήσω.

αψιδωτή γέφυρα

noun (arched bridge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The road crosses the river at a dangerously narrow humpback bridge.

πλωτή γέφυρα

noun (bridge supported by floats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Army engineers quickly erected a pontoon bridge across the river.

γέφυρα από σκοινί

noun (footbridge made of ropes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A rope bridge had been provided to get from one side of the river to the other. The Boy Scouts built a rope bridge across the chasm.
Μας είχε δοθεί μια γέφυρα από σκοινί για να πηγαίνουμε από τη μια πλευρά του ποταμού στην άλλη. Οι πρόσκοποι έφτιαξαν μια γέφυρα από σκοινί πάνω από το φαράγγι.

κρεμαστή γέφυρα

noun (bridge with deck hung from cables)

γέφυρα με διόδια

noun (bridge for which a fee is charged)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The quickest way there is over the toll bridge.

Γέφυρα του Πύργου

noun (London landmark: drawbridge)

περασμένα ξεχασμένα

expression (passed and unimportant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bridge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bridge

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.