Τι σημαίνει το brew στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης brew στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brew στο Αγγλικά.
Η λέξη brew στο Αγγλικά σημαίνει φτιάχνω, φτιάχνω, ετοιμάζω, τραβάω, ετοιμάζομαι, σχεδιάζομαι, ετοιμάζω, τσάι, χαρμάνι, μπίρα, μπύρα, τσάι, διάρκεια ζύμωσης, φτιάχνω, δημιουργώ, φτιάχνω καφέ, τσάι, καφές κρύας εκχύλισης, κρύας εκχύλισης, σπιτική μπύρα, σπιτικός, μαγικό φίλτρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης brew
φτιάχνωtransitive verb (make, ferment: beer) (μέσω ζύμωσης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lars enjoys brewing beer at home and experimenting with different flavors. Ο Λαρς απολαμβάνει να φτιάχνει μπύρα στο σπίτι και να πειραματίζεται με διαφορετικές γεύσεις. |
φτιάχνω, ετοιμάζωtransitive verb (make, infuse: coffee, tea) (καφέ, τσάι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Holly brewed a pot of herbal tea for her guests. Η Χόλλυ έφτιαξε μια τσαγιέρα τσάι από βότανα για τους καλεσμένους της. |
τραβάωintransitive verb (infuse, cook) (μεταφορικά: τσάι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The coffee is brewing now. Ο καφές γίνεται τώρα. |
ετοιμάζομαιintransitive verb (figurative (approach, be impending) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A storm was brewing in the east. Μια καταιγίδα ετοιμαζόταν στα ανατολικά. |
σχεδιάζομαιintransitive verb (figurative (form, develop) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The King had no idea that a plot was brewing to dethrone him. |
ετοιμάζωtransitive verb (US, figurative (devise, develop: a plan) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The group of teenage boys looked like they were brewing trouble. Μια ομάδα εφήβων αγοριών φαίνονταν πως σχεδίαζαν φασαρίες. |
τσάιnoun (infusion) (ανάλογα το είδος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A steaming mug of some sort of brew sat on the counter. Μια αχνιστή κούπα με κάποιο είδος ροφήματος βρισκόταν στον πάγκο. |
χαρμάνιnoun (figurative (mixture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The band's music is a brew of varied influences. |
μπίρα, μπύραnoun (informal (beer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This microbrewery produces a unique brew flavored with spices. |
τσάιnoun (UK, regional, informal (pot or cup of tea) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Shall I make a brew? |
διάρκεια ζύμωσηςnoun (the time of brewing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτιάχνωphrasal verb, transitive, inseparable (make: tea, beer) (για ρόφημα ή ποτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δημιουργώphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (create) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτιάχνω καφέphrasal verb, intransitive (UK, informal (make tea or coffee) (ανάλογα την περίπτωση) |
τσάιnoun (UK, informal (making tea) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) We stopped work for a brew-up. |
καφές κρύας εκχύλισηςnoun (coffee made with cool water) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κρύας εκχύλισηςadjective (coffee: made with cool water) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
σπιτική μπύραnoun (beer: home-produced) Peter had made some home brew which we drank together. |
σπιτικόςnoun as adjective (US, informal, figurative (made at home) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαγικό φίλτροnoun (figurative (concoction) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brew στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του brew
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.