Τι σημαίνει το broke στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης broke στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του broke στο Αγγλικά.
Η λέξη broke στο Αγγλικά σημαίνει άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος, που έχει φαλιρίσει, σπάω, σπάω, σπάζω, σπάω, κόβω, σπάω, χαλάω, διάλειμμα, διακοπές, κάταγμα, διακοπή, ευκαιρία, άνοιγμα, αλλαγή, -, χωρισμός, σπάσιμο, σπάω, σκάω, κόβομαι, διακόπτομαι, -, προδίδω, σπάω, κάνω διάλειμμα για κτ, περνάω, ανακόπτω, σπάω, διαλύω, κατατροπώνω, σπάω, χαλάω, χαλάω, τρυπάω, σπάω, το σκάω, σπάω, γονατίζω, ρίχνω, σπάω, σπάω, λύνω, δαμάζω, δημοσιεύω, σπάω, σπάζω, αντικρούω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, κάνω διάρηξη σε κτ, διάλειμμα, κόγχη, εσοχή, διακοπή, διακόπτω, εγκαθιστώ, ταπί, στον άσο, πανί με πανί, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, παίρνω μεγάλο ρίσκο, άφραγκος, αδέκαρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης broke
άφραγκος, απένταρος, αδέκαροςadjective (informal (person: without money) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Paul said he couldn't go to the movies this weekend because he's broke. Ο Πολ είπε ότι δεν μπορούσε να πάει στον κινηματογράφο αυτό το σαββατοκύριακο γιατί ήταν ταπί. |
που έχει φαλιρίσειadjective (informal (business: bankrupt) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Even though the company did well last year, it's broke now. Παρόλο που η εταιρεία τα πήγε καλά πέρυσι, τώρα έχει φαλιρίσει. |
σπάωtransitive verb (smash: into pieces) (κομματιάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you play ball in the house, you will break something. Αν παίξεις μπάλα μέσα στο σπίτι, θα σπάσεις κάτι. |
σπάω, σπάζωtransitive verb (fracture a bone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan broke his arm when he fell. Janis broke two ribs when she slipped on the ice. Ο Άλαν έσπασε το χέρι του όταν έπεσε. |
σπάω, κόβωtransitive verb (figurative (end [sth]) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The home team broke the champions' winning streak. Οι γηπεδούχοι έσπασαν το νικηφόρο σερί των πρωταθλητών. |
σπάωintransitive verb (fragment, shatter) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The window broke, and now there's glass all over the floor. Έσπασε το παράθυρο και τώρα το πάτωμα είναι γεμάτο γυαλιά. |
χαλάωintransitive verb (stop functioning) (σταματάω να δουλεύω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Our old television finally broke. Η παλιά μας τηλεόραση τελικά χάλασε. |
διάλειμμαnoun (rest) (διακοπή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A break from training gave the football players a rest. Ένα διάλειμμα από την προπόνηση έδωσε στους ποδοσφαιριστές την ευκαιρία να ξεκουραστούν. |
διακοπέςnoun (in schedule: holiday) (σχολείο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) There will be no classes until after Christmas break. Μάθημα θα έχουμε πάλι μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων. |
κάταγμαnoun (person: fracture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Will suffered a bad break when he went skiing. Ο Γουίλ υπέστη ένα σοβαρό κάταγμα όταν πήγε για σκι. |
διακοπήnoun (suspension, pause) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A break from discussions will give us time to gather more information. Η διακοπή των συζητήσεων θα μας δώσει χρόνο να συγκεντρώσουμε περισσότερες πληροφορίες. |
ευκαιρίαnoun (slang (fortunate event) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Miranda went to Hollywood, looking for her big break. |
άνοιγμαnoun (gap) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The children slipped through a break in the fence. |
αλλαγήnoun (weather: change) (καιρού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They are waiting for a break in the storm. |
-noun (rush to escape) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The prisoners made a break for the door. Οι φυλακισμένοι έτρεξαν προς την πόρτα. |
χωρισμόςnoun (informal (relationship rupture) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sam is heading for a break with his girlfriend. |
σπάσιμοnoun (voice change) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The break in his voice is a sign of puberty, as he goes from bass to alto with no control. |
σπάωintransitive verb (pool: scatter balls) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When I play pool, I always like to break. |
σκάωintransitive verb (burst) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The water balloon broke. |
κόβομαιintransitive verb (be disconnected) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The long-distance connection broke. |
διακόπτομαιintransitive verb (pause) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The meeting will break at noon. |
-intransitive verb (dawn) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The dawn is about to break. Όπου να ’ναι, θα χαράξει. |
προδίδωintransitive verb (health: fail) (μεταφορικά: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His health broke after years of toil. Η υγεία του κατέρρευσε μετά από τόσα χρόνια μόχθου. |
σπάωintransitive verb (voice: change) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His voice started to break when he was 13. |
κάνω διάλειμμα για κτ(pause, interrupt activity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After an hour's discussion, the committee broke for a coffee and a bite to eat. |
περνάωtransitive verb (infringe) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The drag racers broke the speed limit. |
ανακόπτωtransitive verb (lessen impact of) (τη δύναμη, τη φόρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boxer's blocking move broke the force of his opponent's blow. |
σπάωtransitive verb (sever, annul) (μτφ: συμβόλαιο, συμφωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The actor wants to break his contract. |
διαλύω, κατατροπώνωtransitive verb (destroy) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boxer threatened to break his opponent. |
σπάω, χαλάωtransitive verb (set: remove a piece) (μεταφορικά: σύνολο, σετ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The collector doesn't want to break the set. |
χαλάωtransitive verb (US, slang (money: give change) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you break a dollar? |
τρυπάωtransitive verb (penetrate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The drill broke through the door of the safe. |
σπάωtransitive verb (decode) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The army is trying to break the enemy code. Ο στρατός προσπαθεί να σπάσει τον κώδικα του εχθρού. |
το σκάωtransitive verb (US, slang (escape) (καθομ: από κάπου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The convicts broke jail. Οι κατάδικοι απέδρασαν από τη φυλακή. |
σπάωtransitive verb (sports: better a score) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Our team broke the record for number of games won. |
γονατίζωtransitive verb (figurative, slang (bankrupt) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The card shark broke the house. |
ρίχνωtransitive verb (baseball: curveball) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The pitcher broke a wicked curve that got the corner of the plate. |
σπάωtransitive verb (figurative (wear down) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The interrogation broke the soldier's spirit. Η ανάκριση έσπασε το ηθικό του στρατιώτη. |
σπάωtransitive verb (rupture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bubbles broke the surface of the water. |
λύνωtransitive verb (figurative (solve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No matter what I try, I can't break this problem. |
δαμάζωtransitive verb (animals: tame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cowboy tried to break the new stallion. |
δημοσιεύωtransitive verb (media: publish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A newspaper broke the story. |
σπάω, σπάζωtransitive verb (tennis: win when opponent served) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The challenger broke his opponent's serve. |
αντικρούωtransitive verb (US, slang (disprove) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police broke his alibi. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνωtransitive verb (surpass) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The man was cited for breaking the speed limit. |
κάνω διάρηξη σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (enter by force) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Criminals broke into the house. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από όταν μπήκαν κλέφτες στο σπίτι της, η Άννα φοβάται να μείνει μόνη. |
διάλειμμαnoun (school: pause from lessons) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tim couldn't wait for recess and the chance to get out of this boring math class. Ο Τιμ ανυπομονούσε να έρθει το διάλειμμα για να γλυτώσει από αυτό το βαρετό μάθημα των μαθηματικών. |
κόγχη, εσοχήnoun (architecture: alcove) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are three deep recesses in the wall. Υπάρχουν τρεις βαθιές κόγχες (or: εσοχές) στον τοίχο. |
διακοπήnoun (court: break) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The defence asked for a short recess to examine the new evidence. Η υπεράσπιση ζήτησε μια μικρή διακοπή για να εξετάσει τα νέα στοιχεία. |
διακόπτωintransitive verb (court: break) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The court will recess for lunch. |
εγκαθιστώtransitive verb (lights) (χωνευτό φως, σποτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταπί, στον άσο, πανί με πανίadjective (informal (having no money) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) After fixing the house up to our taste we were flat broke. |
χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω(informal (become bankrupt) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω μεγάλο ρίσκοverbal expression (informal (take a big risk to attain [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άφραγκος, αδέκαροςadjective (informal (penniless, poor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του broke στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του broke
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.