Τι σημαίνει το into στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης into στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του into στο Αγγλικά.

Η λέξη into στο Αγγλικά σημαίνει μέσα, με, σε, σε, σε, σε, σε βάθος, προς, στον, στην, στο, να, σε, σε, -, διά, -, μου αρέσει κπ, πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον, μειώνω, εγκαθίσταμαι, κάνω διάρηξη σε κτ, κάνω διάρρηξη, ξεκινώ ξαφνικά, αρχίζω ξαφνικά, διακόπτω, μπαίνω, τρακάρω, πετυχαίνω, εισβάλλω, χώνομαι, το τρώω, το χάβω, επενδύω, εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία, ερευνώ, ελέγχω, εισέρχομαι, μπαίνω, αποκτώ, χάνομαι μέσα σε κτ, ενσωματώνω κπ σε κτ, παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ, δέχομαι κπ σε κτ, αφομοιώνομαι σε κτ, μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν, βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ, χτυπώ κτ κάνοντας όπισθεν, πιέζω κπ να κάνει κτ, ενσωματώνω κτ σε κτ, εισβάλλω, σπρώχνω, διακόπτω, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, ξεγελώ, παρασύρω, τρώω, δαγκώνω, διαβρώνω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, επηρεάζω, σβήνω κτ με κτ, ενσωματώνομαι σε κτ, είμαι ίδιος και απαράλλαχτος, αναπνέω, φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα, εξαπατώ, κοροϊδεύω, πέφτω τυχαία πάνω σε κτ, τρυπάω, τρυπώ, διαπερνώ, γεννημένος σε κτ, κάνω πλύση εγκεφάλου σε κπ για να κάνει κτ, εμφυσώ, αναζωογονώ, ανανεώνω, αναζωογονώ, ανανεώνω, κινούμαι με αέρα, κινούμαι με άνεση, τυποποιώ, ευθυγραμμίζω, βάζω σε ευθεία γραμμή, βάζω στην σειρά, ξεκινώ, αρχίζω, θέτω το ζήτημα, εστιάζω, διασαφηνίζω, ευθυγραμμίζω κτ με κτ, χρησιμοποιώ, αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς, φτιάχνω κτ χτιστό, επιβάλλω κτ σε κπ, σπρώχνω κπ σε κτ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, σπρώχνω, ξεσπάω σε χειροκροτήματα, πιάνω φωτιά, ξεσπάω σε γέλια, ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι, ξεσπάω σε κλάματα, χώνω κπ σε κτ, πιέζω κπ να κάνει κτ, πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα, αμφισβητώ, μεταμορφώνομαι σε κπ/κτ, βάζω, εισβάλλω σε κτ, εκτυλίσσομαι ομαλά, μπαίνω σε, πείθω κπ/κτ να μπει σε κτ, πείθω κπ να κάνει κτ, εξωθώ κπ σε κτ, αναγκάζω, υποχρεώνω, εκτίθεμαι σε κάτι, γνωρίζω, συναντώ κάποιον, γεννιέμαι, δημιουργούμαι, γεννιέμαι, δημιουργούμαι, είμαι κεντραρισμένος, φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα, τίθεμαι σε ισχύ, μπαίνω στο παιχνίδι, βρίσκω,αποκτώ, έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι, ωριμάζω, δημιουργία, γένεση, συμπυκνώνω κτ σε κπ, παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης into

μέσα

preposition (to the inside of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Come into my office.
Έλα στο γραφείο μου.

με

preposition (field of interest)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He went into architecture after his studies.
Εντρύφησε στην αρχιτεκτονική μετά τις σπουδές του.

σε

preposition (to the condition of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He got himself into trouble with his unkind remarks.
Τα αγενή του σχόλια τον έβαλαν σε μπελάδες.

σε

preposition (making physical contact)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
His car ran into a tree.
Το αυτοκίνητό του χτύπησε σε ένα δέντρο.

σε

preposition (indicating route) (χώρος: συνέχεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
This road continues into the next county.
Αυτός ο δρόμος συνεχίζεται στον διπλανό νομό.

σε

preposition (in toward)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The car is coming into view now.

σε βάθος

preposition (to the heart of)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The detectives looked into the case in great detail.

προς

preposition (to the direction of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He was staring into space. Sunflowers always turn to face into the sun.

στον, στην, στο

preposition (involved)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
We're well into the last stage of our project.
Έχουμε προχωρήσει πολύ στο τελευταίο στάδιο του πρότζεκτ μας.

να

preposition (result)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
She was forced into an admission of the theft.

σε

preposition (engaged)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
You entered into a formal agreement when you signed.

σε

preposition (change of state)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The house fell into disrepair. The car is coming into view now.

-

preposition (time: continuing) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We're now well into the month of May.
Πλέον έχουμε μπει για τα καλά στον Μάιο.

διά

preposition (math: division)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Four into twelve is three.

-

(slang (enjoy, like) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sabina is really into jazz music. Rob isn't into football.
Στη Σαμπίνα αρέσει πολύ η τζαζ. Του Ρομπ δεν του αρέσει το ποδόσφαιρο.

μου αρέσει κπ

(informal (like romantically) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's obvious from the way Liam looks at you that he is really into you.

πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον

phrasal verb, transitive, inseparable (collide with, bump into)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (reduce in value)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Falling oil prices are biting into the profits of energy companies.

εγκαθίσταμαι

phrasal verb, transitive, separable (check into: hotel, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω διάρηξη σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (enter by force)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Criminals broke into the house.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από όταν μπήκαν κλέφτες στο σπίτι της, η Άννα φοβάται να μείνει μόνη.

κάνω διάρρηξη

phrasal verb, transitive, inseparable (building: enter by force)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thieves broke into the house and stole several items of jewellery.
Οι κλέφτες έκαναν διάρρηξη στο σπίτι και πήραν πολλά κοσμήματα.

ξεκινώ ξαφνικά, αρχίζω ξαφνικά

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (smile, song, run: start suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was surprised when the old lady suddenly broke into song.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξέσπασαν σε γέλια, όταν άκουσαν την τιμή.

διακόπτω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (conversation: interrupt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gary broke into our conversation to announce that dinner was ready.
Ο Γκάρι διέκοψε τη συζήτησή μας για να ανακοινώσει ότι ήταν έτοιμο το δείπνο.

μπαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (field of work) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joanna wants to break into digital marketing to advance her career.
Η Τζοάνα θέλει να μπει στον χώρο του ψηφιακού μάρκετινγκ για να δώσει ώθηση στην καριέρα της.

τρακάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (collide with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have a huge bruise where I bumped into the corner of the table. He bumped into me and I fell. I bumped into the car in front of me on the way to work.
Έχω μια τεράστια μελανιά εκεί που τράκαρα στη γωνία του τραπεζιού. Με τράκαρε και έπεσα. Τράκαρα με το μπροστινό αυτοκίνητο στον δρόμο για τη δουλειά.

πετυχαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (meet by chance) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guess who I bumped into at the supermarket?
Μάντεψε ποιον συνάντησα (or: πέτυχα) στο σούπερ μάρκετ.

εισβάλλω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (enter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The angry man burst into the room.
Ο θυμωμένος άντρας εισέβαλλε στο δωμάτιο.

χώνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (interrupt: a conversation) (μτφ: σε συζήτηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When Mary and I are talking, please don't butt into our conversation.

το τρώω, το χάβω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (accept as valid) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επενδύω

phrasal verb, transitive, inseparable (invest in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία

phrasal verb, transitive, inseparable (sign or book into: hotel, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My flight arrived late so I had to check into a hotel near the airport.

ερευνώ, ελέγχω

phrasal verb, transitive, inseparable (US (investigate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We are checking into discount flights to London.
Ερευνούμε πτήσεις με έκπτωση για Λονδίνο.

εισέρχομαι, μπαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (enter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποκτώ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (money: acquire, inherit) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He came into a large inheritance when he was quite young.
Απέκτησε μια μεγάλη κληρονομιά όταν ήταν αρκετά νέος.

χάνομαι μέσα σε κτ

verbal expression (be integrated, assimilated)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The police lost sight of Tom when he was absorbed into the crowd.

ενσωματώνω κπ σε κτ

transitive verb (assimilate: into a culture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ

transitive verb (allow entry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The night watchman has to go to the door to admit you into the building.

δέχομαι κπ σε κτ

transitive verb (as a member)

He was admitted into the golf club as a member.

αφομοιώνομαι σε κτ

adjective (be absorbed or integrated into [sth])

Foreigners stand out for a while, but then they are assimilated into the host culture.

μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν

(enter by reversing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeff looked into the rear-view mirror as he backed into the parking space.
Ο Τζεφ κοίταζε τον καθρέφτη καθώς έμπαινε με την όπισθεν στη θέση στάθμευσης.

βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ

(vehicle: reverse into)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My wife always has trouble backing the car into the driveway.

χτυπώ κτ κάνοντας όπισθεν

(hit by reversing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He wasn't paying attention and backed into the bollard.
Δεν πρόσεχε και χτύπησε τη δέστρα κάνοντας όπισθεν.

πιέζω κπ να κάνει κτ

verbal expression (pester to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My children badgered me into taking them to the playground.
Τα παιδιά μου με πίεζαν να τα πάω στην παιδική χαρά.

ενσωματώνω κτ σε κτ

(computing: integrate into)

εισβάλλω, σπρώχνω

(informal (shove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was standing at the bus stop when some idiot barged into me and knocked me off my feet.
Στεκόμουν στη στάση λεωφορείου όταν ένας ηλίθιος με έσπρωξε και με ξάφνιασε πολύ.

διακόπτω

(informal, figurative (interrupt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't barge into her conversation; wait till she's done talking and then you may speak.

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(informal (collide with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Walter neglected to watch where he was going and bashed into a wall.
Ο Γουόλτερ ξέχασε να δει που πήγαινε και έπεσε πάνω σε έναν τοίχο.

ξεγελώ, παρασύρω

verbal expression (deceive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In Greek mythology, the gods beguiled Heracles into killing his own family.

τρώω

(acid: corrode) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The acid bites into the metal, etching a pattern.

δαγκώνω

(dig teeth into)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She bit into the apple with vigor. Please bite into the wax so it can make a mould of your teeth.

διαβρώνω

(figurative (acid: corrode)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The acid bites into the metal.

εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω

transitive verb (US, informal, figurative (coerce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επηρεάζω

(figurative (start to affect [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you work from home, it is easy to let work bleed into your family time.

σβήνω κτ με κτ

(merge into) (χρώμα, σταδιακά)

Blend the blue paint into the green using a soft brush.
Σβήσε το μπλε με το πράσινο χρησιμοποιώντας ένα μαλακό πινέλο.

ενσωματώνομαι σε κτ

(figurative (be assimilated)

In most cultures, minority groups are expected to blend into the mainstream.
Στις περισσότερες κουλτούρες, οι μειονότητες αναμένεται να ενσωματωθούν στην κρατούσα τάξη.

είμαι ίδιος και απαράλλαχτος

(figurative (be indistinguishable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Without the usual school routine, the days seem to blend into one another.
Χωρίς τη ρουτίνα του σχολείου, οι μέρες μοιάζουν ίδιες και απαράλλαχτες.

αναπνέω

(breathe)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Here, blow into this paper bag, it will help you stop hyperventilating.

φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα

verbal expression (US, slang (arrive unexpectedly)

My friend just blew into town; we're going to go have dinner tonight.

εξαπατώ, κοροϊδεύω

verbal expression (deceive, fool) (κπ για να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve bluffed Joe into doing the laundry all week.
Ο Στηβ εξαπάτησε τον Τζο για να κάνει τη μπουγάδα όλη την εβδομάδα.

πέφτω τυχαία πάνω σε κτ

(come upon [sth] accidentally)

τρυπάω, τρυπώ

(drill into)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Woodpeckers bore into trees searching for insects.

διαπερνώ

(figurative (stare piercingly at) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge's stare bores into the witnesses' eyes, to intimidate them into telling the truth.

γεννημένος σε κτ

(having from birth)

κάνω πλύση εγκεφάλου σε κπ για να κάνει κτ

(indoctrinate into doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cult brainwashed Brian into leaving his family.

εμφυσώ

(figurative (instill, inspire) (μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her writing has breathed new life into a tired old subject.

αναζωογονώ, ανανεώνω

transitive verb (figurative (revive, rejuvenate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The paramedics breathed life into the accident victim.

αναζωογονώ, ανανεώνω

verbal expression (reinvent, rejuvenate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hiring Edie with her fresh new ideas will breathe new life into this company.

κινούμαι με αέρα, κινούμαι με άνεση

(enter casually)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roger breezed into the room as though nothing were wrong.
Ο Ρότζερ μπήκε με αέρα στο δωμάτιο σαν να μην έτρεχε τίποτα.

τυποποιώ

transitive verb (figurative (standardize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευθυγραμμίζω, βάζω σε ευθεία γραμμή, βάζω στην σειρά

transitive verb (literal (align, line up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινώ, αρχίζω

transitive verb (create, begin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω το ζήτημα

verbal expression (put forward, argue for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εστιάζω

verbal expression (visually: make [sth] sharper)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασαφηνίζω

verbal expression (figurative (topic: make clear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευθυγραμμίζω κτ με κτ

verbal expression (make [sth] correspond, conform) (μεταφορικά)

χρησιμοποιώ

transitive verb (involve, use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς

transitive verb (cast doubt on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτιάχνω κτ χτιστό

(make part of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The carpenter built shelves into the wall.

επιβάλλω κτ σε κπ

(figurative (force to do, intimidate)

My colleagues bulldozed me into doing the presentation.

σπρώχνω κπ σε κτ

(force using threats)

Greg didn't want to shoplift, but his classmates bullied him into it.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbal expression (force using threats)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A group of older girls bullied Lea into handing over her lunch money.

σπρώχνω

(push quickly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσπάω σε χειροκροτήματα

verbal expression (applaud spontaneously)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω φωτιά

verbal expression (informal (catch fire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bus burst into flames, trapping the passengers inside.
Το αυτοκίνητο τυλίχτηκε ξαφνικά στι φλόγες, παγιδεύοντας τους επιβαίνοντες.

ξεσπάω σε γέλια

verbal expression (informal (start laughing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They burst into laughter at the sight of his clown costume.

ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι

verbal expression (start singing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My father is so musical, he bursts into song in the middle of a conversation.

ξεσπάω σε κλάματα

verbal expression (informal (start crying suddenly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She burst into tears at the news of her friend's death.

χώνω κπ σε κτ

transitive verb (US, figurative, informal (accost, force to converse) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

The next thing I knew, he'd buttonholed me into a discussion about taxes.

πιέζω κπ να κάνει κτ

verbal expression (US, figurative, informal (accost, force to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The interviewer buttonholed me into making comments I later regretted.

πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα

verbal expression (coax, persuade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ron cajoled his parents into allowing him to borrow their car.

αμφισβητώ

verbal expression (cast doubt on [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταμορφώνομαι σε κπ/κτ

(be transformed)

The larva changed into an adult.

βάζω

(switch vehicle gears) (ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On the hill, change into second gear.

εισβάλλω σε κτ

(rush into: a room, etc.)

The robber charged into the bank and shouted "Hands in the air!"

εκτυλίσσομαι ομαλά

expression (events go smoothly)

After the initial setback, everything clicked into place.

μπαίνω σε

(enter: vehicle, etc.)

πείθω κπ/κτ να μπει σε κτ

(persuade, entice into)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No matter how hard I tried, it was impossible to coax my cat into the carrier.
Όσο και να προσπαθούσα, ήταν αδύνατον να πείσω τη γάτα μου να μπει στο κλουβάκι.

πείθω κπ να κάνει κτ

verbal expression (persuade, entice into doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jessica tried to coax her daughter into eating the oatmeal.
Η Τζέσικα προσπάθησε να πείσει την κόρη της να φάει τη βρώμη.

εξωθώ κπ σε κτ

transitive verb (force, compel)

The police coerced the suspect into confessing to the crime.

αναγκάζω, υποχρεώνω

transitive verb (force, compel) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government was coerced into accepting the treaty.

εκτίθεμαι σε κάτι

verbal expression (be exposed to: [sth] harmful)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I phoned the doctor as soon as I found out I had come in contact with someone who had Swine Flu.
Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή.

γνωρίζω, συναντώ κάποιον

verbal expression (meet: [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γεννιέμαι

verbal expression (be born)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Internet didn't just come into being spontaneously. It is the result of decades of research and development.

δημιουργούμαι

verbal expression (be created)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γεννιέμαι

verbal expression (be born)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δημιουργούμαι

verbal expression (come about, be created)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The universe came into existence with a big bang.

είμαι κεντραρισμένος

verbal expression (image, view: be sharper)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα

verbal expression (figurative (become clear)

When he started asking me for money, his true intentions came into focus.

τίθεμαι σε ισχύ

verbal expression (become applicable, active)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The new law does not come into force until February of next year.

μπαίνω στο παιχνίδι

intransitive verb (become involved) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tiredness comes into play near the end of a race.

βρίσκω,αποκτώ

verbal expression (find, obtain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I received my inheritance I came into possession of several rare coins.
Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα.

έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι

verbal expression (person: be born)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He came into the world kicking and screaming just like the rest of us.

ωριμάζω

verbal expression (become confident and mature)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δημιουργία, γένεση

noun (birth, creation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συμπυκνώνω κτ σε κπ

transitive verb (condense, make more concise)

Can you compress this essay into half the number of pages?

παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ

verbal expression (informal (trick [sb] into doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My friends conned me into going to see a musical.
Οι φίλοι μου με παρασύρανε για να πάμε να δούμε ένα μιούζικαλ.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του into στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του into

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.