Τι σημαίνει το caminar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης caminar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caminar στο ισπανικά.

Η λέξη caminar στο ισπανικά σημαίνει περπατάω, περπατώ, το κόβω με τα πόδια, περπατάω, περπατώ, -, περπάτημα, κάνω περίπατο, πεζοπορία, βολτάρω, περπατώ, περπατάω, προχωράω, μετακινούμαι, βηματίζω, περπατάω, προχωράω, κάνω περίπατο, περπατώ επιδεικτικά, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, βηματισμός, ακολουθώ, παρελαύνω, πάω κούτσα κούτσα, παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς, κάνω βόλτα, πάω περίπατο, προσέχω, περπατάω στη σανίδα, είμαι πολύ προσεκτικός, περπατώ αργά, περπατάω βαριά, υπνοβατώ, περπατάω πλάγια, κάνω έναν περίπατο, περπατώ μέσα σε κτ, πλησιάζω, πάω κοντά, κινούμαι κουνιστά, κινούμαι θηλυπρεπώς, κατεβαίνω, κουνιέμαι, λικνίζομαι, περπατώ κατά μήκος, περπατάω με μεγάλα βήματα, περπατάω με θόρυβο, περπατώ στη σελήνη, περπατάω, περπατώ, περιπλανιέμαι σε κτ, περπατάω καμαρωτά, πηγαινοέρχομαι, πλησιάζω κρυφά κπ/κτ, περπατώ σε σειρά, γλιστρώ, χτυπάω, χτυπώ, περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά, περπατάω ανάλαφρα, περπατώ ανάλαφρα, περπατάω αργά, περπατώ αργά, περπατάω καμπουριαστός, περπατάω βαριά, περπατάω με θόρυβο, περπατάω βαριά, περπατώ αθόρυβα, κινούμαι άγαρμπα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης caminar

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Te gustaría ir en carro o caminando?
Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς;

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hannah tenía pinchado un neumático, así que tuvo que caminar hasta el trabajo.
Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.

περπατάω, περπατώ

(largas distancias)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Irene caminó hasta la casa de su hermano desde aquí.
Η Ιρένε περπάτησε όλη τη διαδρομή από εδώ μέχρι το σπίτι του αδερφού της.

-

verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Iba caminando cuando vi un accidente.

περπάτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andar te ahorra dinero en autobuses y gasolina, y además es una buena forma de hacer ejercicio.
Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης.

κάνω περίπατο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lucie paseaba en silencio, perdida en sus pensamientos.

πεζοπορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando Helen necesita pensar, sale a dar una caminata por el bosque.

βολτάρω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El coche se averió, tendremos que andar.

περπατάω, προχωράω

verbo intransitivo (pato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El pato caminó hacia nosotros y empezó a comer pan.

μετακινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dio tres pasos hacia la izquierda.

βηματίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella caminaba de un lado al otro, preocupada por lo que iba a pasar.

περπατάω, προχωράω

(μέσα στο νερό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su madre le advirtió que no vadeara muy adentro para evitar que la marea la pudiera arrastrar.
Η μητέρα της της είπε να μην περπατήσει (or: προχωρήσει) πολύ μακριά για να μην την παρασύρει η παλίρροια.

κάνω περίπατο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περπατώ επιδεικτικά

Jasmine se contoneó por el pasillo.

περιπλανιέμαι, περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βηματισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Linda tenía unos andares muy resueltos.
Η Λίντα προχώρησε με αποφασιστικό βήμα.

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρελαύνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El gerente se pavoneaba por la oficina como si fuera la persona más importante de la tierra.
Ο διευθυντής διέσχισε καμαρωτά το γραφείο, λες και ήταν το σημαντικότερο άτομο στον πλανήτη.

πάω κούτσα κούτσα

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uno de los motores se rompió en el avión y tuvimos que renquear a la ciudad más cercana para un aterrizaje de emergencia

παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La gimnasta se planteó hacer un mortal, pero decidió ir sobre seguro y seguir con la coreografía que se sabía.

κάνω βόλτα, πάω περίπατο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le pregunté a mi novia si le gustaría salir a caminar conmigo.

προσέχω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Debes caminar con cuidado cuando vuelvas montaña abajo.

περπατάω στη σανίδα

expresión (πλοίο: κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι πολύ προσεκτικός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περπατώ αργά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ya se estaba haciendo de noche cuando los senderistas caminaron fatigosamente de vuelta a sus tiendas.

περπατάω βαριά

El viejo caballo caminaba lentamente por la carretera.

υπνοβατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gwen chocó con la pared cuando caminaba dormida.

περπατάω πλάγια

La puerta era angosta y Sharon tuvo que caminar de lado para pasar.

κάνω έναν περίπατο

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegamos temprano así que caminamos un poco mientras esperábamos.

περπατώ μέσα σε κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ella caminó arduamente por la nieve.

πλησιάζω, πάω κοντά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nada más verle, caminó hacia él para charlar un rato.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Τζένα την πλησίασε και της έσφιξε το χέρι για να τη χαιρετήσει.

κινούμαι κουνιστά, κινούμαι θηλυπρεπώς

κατεβαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Camina por Elm Street y luego gira a la izquierda en la esquina.
Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία.

κουνιέμαι, λικνίζομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una atractiva mujer caminaba de manera provocativa por los pasillos del casino.

περπατώ κατά μήκος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Caminamos por el sendero del canal al atardecer.

περπατάω με μεγάλα βήματα

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Len entró en la oficina dando zancadas y pidió ver al gerente.
Ο Λεν μπήκε αποφασιστικά μέσα στο γραφείο και απαίτησε να δει τον μάνατζερ.

περπατάω με θόρυβο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El joven caminaba pesadamente por la calle.
Ο νεαρός άντρας περπατούσε με βαριά βήματα στον δρόμο.

περπατώ στη σελήνη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περπατάω, περπατώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mientras caminaba por el sendero, Charlotte pensó en toda la gente que debía de haber pasado por allí antes que ella. ¡Ese hombre es el mayor sinvergüenza que jamás ha caminado por la faz de la tierra!
Ενώ περπατούσε στο μονοπάτι η Σάρλοτ σκεφτόταν όλους τους ανθρώπους που πρέπει να το έχουν περπατήσει πριν από εκείνη.

περιπλανιέμαι σε κτ

El poeta deambulaba por las montañas en busca de inspiración.

περπατάω καμαρωτά

locución verbal

Kelsey caminó con delicadeza por la calle con sus tacones.
Η Κέσλεϋ κατέβαινε καμαρωτά τον δρόμο με τα ψηλοτάκουνά της.

πηγαινοέρχομαι

locución verbal (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Caminó de un lado a otro en la habitación.
Πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω στο δωμάτιο.

πλησιάζω κρυφά κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περπατώ σε σειρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los estudiantes obedientemente entraron en fila al aula, uno por uno.

γλιστρώ

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella caminó sigilosamente a través del cuarto para conseguir su cartera sin despertarlo.

χτυπάω, χτυπώ

(προκαλώ ήχο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Patrick podía oír las pisadas del anciano caminando pesadamente en el piso de arriba.

περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cansado, Rudy caminó con dificultad escaleras arriba hasta su habitación.

περπατάω ανάλαφρα, περπατώ ανάλαφρα

El perro caminaba suavemente detrás de la chica.

περπατάω αργά, περπατώ αργά

Jeremy caminaba lentamente alrededor de la habitación.

περπατάω καμπουριαστός

Jemima caminaba por la calle arrastrando los pies.

περπατάω βαριά, περπατάω με θόρυβο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paula fue dando pisotones por toda la oficina y dejó su carta de dimisión sobre el escritorio de su jefe.

περπατάω βαριά

El hombre caminaba dando pisadas fuertes por la calle.

περπατώ αθόρυβα

κινούμαι άγαρμπα

El hombre con sobrepeso caminaba de manera extraña por la calle.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caminar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.