Τι σημαίνει το campo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης campo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του campo στο πορτογαλικά.

Η λέξη campo στο πορτογαλικά σημαίνει χωράφι, γήπεδο, λιβάδι, τομέας, τομέας, πεδίο μάχης, άμυνα, άουτφιλντ, έκταση, πεδίο, πεδίο, πεδίο, της υπαίθρου, της εξοχής, του χωριού, ύπαιθρος, στο πεδίο, λιβάδι, χώρος αθλητικών εκδηλώσεων, γήπεδο, λιβάδι, στρατόπεδο συγκέντρωσης, γήπεδο, σκοπευτήριο, ύπαιθρος, επαρχία, πεδίο, εξοχή, αγριότοπος, τομέας, κλάδος, στρατόπεδο, σφαίρα, ενδοχώρα, οπτικό πεδίο, που δουλεύει στο πεδίο, που εργάζεται εξωτερικά, γήπεδο, του χωραφιού, από το χωράφι, εργάτης φάρμας, εργάτρια φάρμας, κατεβάζω, διάδρομος προσγείωσης, διάδρομος απογείωσης, Στρουθιόμορφα πουλιά, ανήκουν στις ικτερίδες, αρουραίος, τυφλοπόντικας, playmaker, σέντερ χαφ, μέσος, επιθετικός παίκτης, προσέγγιση, επιτόπιος, στην ενδοχώρα, στρατόπεδο προσφύγων, εξοχικό σπίτι, γήπεδο μπέιζμπολ, εργασία πεδίου, ναρκοπέδιο, πεδίο μάχης, πεδίο μάχης, εξοχικό σπίτι, πειοχή με κοιτάσματα χρυσού, εσωτερικό γήπεδο, εξωτερική περιοχή, εξωτερικος παίκτης, επιτόπιος ερευνητής, ζωή στο χωριό, κινητό πέδιλο στάθμευσης, έκταση χιονιού, κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, αναμορφωτήριο, γήπεδο μπέιζμπολ, χωμάτινο γήπεδο τένις, στρατόπεδο συγκέντρωσης, γήπεδο κρίκετ, βάθος διείσδυσης πεδίου, σκοπευτήριο, στρατόπεδο συγκέντρωσης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γήπεδο γκολφ, γήπεδο γκολφ, γήπεδο με χόρτο, φυλακή, αεροδρόμιο, χώρος προσγείωσης/απογείωσης, ορίζοντας, στρατόπεδο, περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου, γήπεδο, γήπεδο, οπτικό πεδίο, σημασιολογικό/εννοιολογικό φάσμα, σκοπευτήριο, σκοπευτήριο, ζώνη επιρροής, γήπεδο του τένις, χώρος δοκιμών, θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, έρευνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης campo

χωράφι

substantivo masculino (γεωργία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela viu um campo cheio de milho.
Είδε ένα χωράφι γεμάτο καλαμπόκια.

γήπεδο

substantivo masculino (esporte: terreno)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os jogadores correram para o campo de rúgbi.
Οι παίκτες έτρεξαν στο γήπεδο του ράγκμπυ.

λιβάδι

substantivo masculino (área gramada)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os cachorros brincaram no campo ao lado da casa.
Τα σκυλιά έπαιζαν στον αγρό δίπλα στο σπίτι.

τομέας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela é uma especialista em seu campo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το αντικείμενο δεν βρίσκεται στο πεδίο γνώσεων μου.

τομέας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O campo da linguística aplicada sempre me interessou.

πεδίο μάχης

substantivo masculino (guerra) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ele estava sempre com suas tropas no campo.

άμυνα

substantivo masculino (beisebol, time que não está rebatendo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os Red Sox rebatem enquanto os Yankees jogam no campo.

άουτφιλντ

substantivo masculino (beisebol: campo externo)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Bernie Williams joga no campo externo para os campeões.

έκταση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Havia um campo de neve em volta.

πεδίο

substantivo masculino (magnetismo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Produz um forte campo magnético.

πεδίο

substantivo masculino (informática)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Campos obrigatórios são marcados com um asterisco.

πεδίο

(γεωλογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Há um campo de petróleo a dez milhas a oeste daqui.

της υπαίθρου, της εξοχής, του χωριού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos nos acostumando com a vida no interior depois de nos mudarmos para o vilarejo.

ύπαιθρος

(área rural)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nossa família se mudou do interior para a cidade.
Η οικογένεια μου μετακόμισε από την εξοχή στην πόλη.

στο πεδίο

substantivo masculino (fora do escritório)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λιβάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A fazendeira deixou o gado pastar no campo.
Ο αγρότης άφησε τα ζώα να βοσκήσουν στο λιβάδι.

χώρος αθλητικών εκδηλώσεων

(local esportivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γήπεδο

substantivo masculino (local para a prática de esportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Futebol é jogado em um campo com gramado.
Το ποδόσφαιρο παίζεται σε γήπεδο με γρασίδι.

λιβάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sara apanhou flores no prado perto do riacho.
Η Σάρα μάζεψε μερικά λουλούδια από ένα λιβάδι κάτω στο ρυάκι.

στρατόπεδο συγκέντρωσης

substantivo masculino (prisão)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Prisioneiros políticos foram enviados ao campo.

γήπεδο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nós costumávamos jogar futebol no velho campo esportivo da escola.
Συνηθίζαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο στο γήπεδο του παλιού σχολείου.

σκοπευτήριο

substantivo masculino (de tiro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fomos ao campo para praticar tiro ao alvo.

ύπαιθρος, επαρχία

substantivo masculino (figurado: população rural) (μτφ: σύνολο κατοίκων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O partido perdeu o apoio do campo e foi derrotado na eleição seguinte.

πεδίο

substantivo masculino (escopo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esse papel realmente permitiu que o ator mostrasse seu alcance.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μέσα από την κρυψώνα είχε περιορισμένο οπτικό πεδίο.

εξοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Francisca preferia a quietude do interior ao agito da cidade.
Η Φράνσις προτιμούσε την ησυχία της εξοχής από τη βοή της πόλης.

αγριότοπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τομέας, κλάδος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O pesquisador atua na área do existencialismo francês.
Ο ερευνητής εργάζεται στον τομέα του Γαλλικού υπαρξισμού.

στρατόπεδο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aquele político é parte do campo esquerdista.
Εκείνος ο πολιτικός ανήκει στο αριστερό στρατόπεδο.

σφαίρα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενδοχώρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οπτικό πεδίο

(visível ao olho)

που δουλεύει στο πεδίο, που εργάζεται εξωτερικά

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela é uma de nossos agentes de campo (or:externos).
Είναι μια από τους εκπροσώπους μας που εργάζονται εξωτερικά.

γήπεδο

locução adjetiva

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu prefiro eventos de campo do que provas de pista.

του χωραφιού, από το χωράφι

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eles fizeram uma colheita de feno do campo.

εργάτης φάρμας, εργάτρια φάρμας

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele é um homem do campo e trabalha na fazenda.

κατεβάζω

expressão verbal (σε αγώνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles botaram em campo uma equipe muito competente.
Κατέβασαν μια ιδιαίτερα ικανή ομάδα.

διάδρομος προσγείωσης, διάδρομος απογείωσης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Στρουθιόμορφα πουλιά, ανήκουν στις ικτερίδες

(tipo de pequeno pássaro)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αρουραίος, τυφλοπόντικας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

playmaker

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σέντερ χαφ

substantivo masculino (jogador de futebol) (ποδόσφαιρο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

μέσος

adjetivo (esporte) (σπορ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιθετικός παίκτης

substantivo masculino (posição do futebol) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσέγγιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A aproximação do avião na pista foi suave e estável.

επιτόπιος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην ενδοχώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρατόπεδο προσφύγων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εξοχικό σπίτι

(στην εξοχή)

Naquele verão, Jordan vivia em uma casa de campo perto do lago.
Εκείνο το καλοκαίρι, ο Τζόρνταν έμεινε σε μια αγροικία δίπλα στη λίμνη.

γήπεδο μπέιζμπολ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O estádio de beisebol é usado por várias equipes amadoras durante o verão.
Το γήπεδο του μπέιζμπολ χρησιμοποιείται το καλοκαίρι από ερασιτεχνικές ομάδες.

εργασία πεδίου

(pesquisa fora do laboratório)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ναρκοπέδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Έχασε το πόδι του στον πόλεμο, όταν η διμοιρία του έπεσε σε ναρκοπέδιο.

πεδίο μάχης

(literal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πεδίο μάχης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εξοχικό σπίτι

(França: chalé para férias)

πειοχή με κοιτάσματα χρυσού

(terra que contém ouro)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εσωτερικό γήπεδο

(parte de campo de beisebol)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξωτερική περιοχή

(beisebol) (γήπεδο μπέιζμπολ)

εξωτερικος παίκτης

(beisebol: jogadores que ocupam o campo externo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιτόπιος ερευνητής

ζωή στο χωριό

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινητό πέδιλο στάθμευσης

substantivo masculino (για αυτοκίνητα)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έκταση χιονιού

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων

expressão

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Charles se graduou com láureas no campo de treino de recrutas da Base Naval de Great Lakes.
Ο Τσαρλς αποφοίτησε από το κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στη Ναυτική Βάση Γκρέιτ Λέικς λαμβάνοντας έπαινο.

αναμορφωτήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γήπεδο μπέιζμπολ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χωμάτινο γήπεδο τένις

(jogo de tênis - campo de argila vermelha)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρατόπεδο συγκέντρωσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ela ainda tinha a tatuagem do campo de concentração no pulso.

γήπεδο κρίκετ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάθος διείσδυσης πεδίου

(φυσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοπευτήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρατόπεδο συγκέντρωσης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(beisebol)

γήπεδο γκολφ

(terreno onde se joga golfe)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γήπεδο γκολφ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γήπεδο με χόρτο

(tênis) (για τένις)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φυλακή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αεροδρόμιο, χώρος προσγείωσης/απογείωσης

(aeroporto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορίζοντας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στρατόπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σχεδιάζουμε να κάνουμε πέντε διερευνητικές γεωτρήσεις σε αυτή την περιοχή.

γήπεδο

(terreno para a prática de esportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γήπεδο

(futebol, terreno para a prática de esportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οπτικό πεδίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το αυτοκίνητο ήρθε κατά πάνω μου από τα αριστερά, λίγο έξω από το οπτικό μου πεδίο.

σημασιολογικό/εννοιολογικό φάσμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοπευτήριο

substantivo masculino (alcance de rifle, lugar para a prática de tiros)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκοπευτήριο

substantivo masculino (lugar para treino com armas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζώνη επιρροής

(área sob controle)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γήπεδο του τένις

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As quadras de tênis em Wimbledon são de grama, diferente da maioria das outras.
Τα γήπεδα του τένις στο Γουίμπλεντον έχουν γρασίδι σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα.

χώρος δοκιμών

(lugar onde algo é testado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων

(militar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ο Άιζενχαουερ έλεγχε ολόκληρη την Ευρώπη, που είχε μετατραπεί σε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων.

στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι εθελοντές που συμμετέχουν στις κατασκηνώσεις εργασίας βοηθούν τα μέλη μιας αγροτικής κοινότητας σε διάφορες τοπικές εργασίες.

έρευνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του campo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του campo

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.