Τι σημαίνει το pesquisa στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pesquisa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pesquisa στο πορτογαλικά.
Η λέξη pesquisa στο πορτογαλικά σημαίνει έρευνα, έρευνα, έρευνα, λεπτομερής εστίαση, αναζήτηση, έρευνα, τοπογραφική υπηρεσία, έρευνα, ερώτημα, ψάχνω, ερώτημα, ανάλυση, δημοσκόπηση, δημοσκόπηση, έρευνα αγοράς, επιχειρησιακή έρευνα, εργαστήριο ερευνών, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, εξερεύνηση του διαστήματος, exit poll, έρευνα ικανοποίησης πελατών, web crawling, ερευνητική πρόταση, άτυπη ψηφοφορία, εικονική ψηφοφορία, άτυπη ψηφοφορία, έρευνα, έρευνα και ανάπτυξη, Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας, κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω σφυγμομέτρηση, ρωτάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pesquisa
έρευναsubstantivo feminino (investigação) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O cientista está conduzindo uma pesquisa. Ο επιστήμονας διεξάγει έρευνα. |
έρευνα(de opiniões) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A pesquisa (or: enquete) foi feita por telefone e foi perguntado às pessoas a respeito de opiniões políticas. Αυτή η έρευνα διεξάχθηκε τηλεφωνικά και αφορούσε τις πολιτικές απόψεις των ατόμων. |
έρευνα(investigação, reunião de informações) (επιστημονική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λεπτομερής εστίαση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναζήτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έρευνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A pesquisa revelou que sessenta e três por cento da população acredita que o salário de jogares de futebol é muito alto. Η έρευνα αποκαλύπτει πως εξήντα τρία τις εκατό του πληθυσμού πιστεύει ότι οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών είναι υπερβολικά υψηλές. |
τοπογραφική υπηρεσίαsubstantivo feminino (departamento de pesquisa) Agora precisamos entregar esse tema para pesquisa. |
έρευναsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nossas investigações sobre a doença mostram que ela é genética. Οι έρευνές μας έδειξαν ότι η ασθένεια είναι γενετική. |
ερώτημαsubstantivo feminino (informática) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψάχνωsubstantivo feminino (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ερώτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ellie trabalha em um call center, onde cuida das consultas. Ο Κάιλ υπέβαλε ένα αίτημα στη γραμματεία. |
ανάλυσηsubstantivo feminino (resultado de estudo) (αποτελέσματα εξέτασης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nossa análise mostra que o processo é eficaz. Η ανάλυσή μας δείχνει ότι η διαδικασία είναι αποτελεσματική. |
δημοσκόπηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση, το 65% της κοινής γνώμης εγκρίνει την εξωτερική πολιτική μας. |
δημοσκόπηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έρευνα αγοράς
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιχειρησιακή έρευνα(engenharia matemática) |
εργαστήριο ερευνών(lugar para experimentos científicos) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα(coleção de materiais impressos para pesquisa) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα(publicações consultadas para pesquisa) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εξερεύνηση του διαστήματοςsubstantivo feminino (investigação científica do espaço sideral) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
exit poll(ξενικό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Τα exit poll δείχνουν αυτές οι εκλογές θα είναι είναι πολύ αμφίρροπες. |
έρευνα ικανοποίησης πελατών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
web crawling(internet) (αυτόματη συλλογή δεδομένων) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ερευνητική πρόταση(delineamento de área potencial de estudo) |
άτυπη ψηφοφορία, εικονική ψηφοφορία(eleição ou votação extra-oficial) |
άτυπη ψηφοφορία
|
έρευνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έρευνα και ανάπτυξη(negócios) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Συμβούλιο Ιατρικής Έρευναςexpressão (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω σφυγμομέτρησηlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρωτάωlocução verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A revista fez uma pesquisa entre cem pessoas para descobrir o que elas pensavam sobre mudança climática. Το περιοδικό έκανε δημοσκόπηση σε εκατό άτομα για να μάθει τις απόψεις τους για την κλιματική αλλαγή. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pesquisa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του pesquisa
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.