Τι σημαίνει το cap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cap στο Αγγλικά.

Η λέξη cap στο Αγγλικά σημαίνει πώμα, καπάκι, καπάκι, πλαφόν, σκούφος, ορίζω πλαφόν, επιβάλλω πλαφόν, θέτω ανώτατο όριο, δυναμιτάκι, μπομπάκι, κορυφή, κλήση, καπέλο, κεφαλαία, βάζω καπάκι, επιλέγω, πρωτεύουσα, κεφαλαίο γράμμα, χωρητικότητα, γράφω με κεφαλαία γράμματα, γράφω με κεφαλαία, τελειώνω, άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου, τζόκεΐ, καπάκι, τήβεννος, γόμα που μπαίνει την άκρη μολυβιού, ταπεινά, κεφαληφόρος κοχλίας, πολύ κοντό μανίκι, της εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής, σμηγματόρροια του τριχωτού του κεφαλιού, καπάκι διανομέα, μυτερό καπέλο σε σχήμα κώνου που το φορούσαν ως τιμωρία στους κακούς μαθητές, κάλυμμα φακού, τραγιάσκα, ζητώ κτ γονυπετής, ζητώ γονυπετής κτ από κπ, παγοκάλυμμα, επιγονατίδα, σκούφια, τελευταίο βραδινό ποτό, σκουφάκι ύπνου, καπάκι, στύβω το μυαλό μου, καπέλο ιππασίας, βιδωτό καπάκι, σκουφάκι για το μπάνιο, σκουφάκι, σκουφί, σκουφάκι, στύβω το μυαλό μου, σαν να μην έφτανε αυτό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cap

πώμα, καπάκι

noun (top, lid: bottle) (μπουκαλιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bottle cap keeps the water in.
Το πώμα του μπουκαλιού κρατάει το νερό μέσα.

καπάκι

noun (top: pen) (στυλό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I lost the cap for my pen.
Έχασα το καπάκι για το στυλό μου.

πλαφόν

noun (upper limit) (ανώτατο όριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The government set a cap on military spending.
Η κυβέρνηση έθεσε πλαφόν στα στρατιωτικά έξοδα.

σκούφος

noun (hat) (για το χειμώνα, πλεκτό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The newsboy wore a warm cap on his head.
Το παιδί με τις εφημερίδες φορούσε ένα ζεστό σκούφο στο κεφάλι του.

ορίζω πλαφόν, επιβάλλω πλαφόν, θέτω ανώτατο όριο

transitive verb (set upper limit) (για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The manager capped spending at $50,000.
Ο διευθυντής επέβαλε πλαφόν εξόδων σε χαμηλά επίπεδά.

δυναμιτάκι, μπομπάκι

noun (toy explosive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He threw some caps on the ground and they exploded.

κορυφή

noun (decorative top)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cap of the post was made of copper.

κλήση

noun (UK (sports: being chosen for team) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He won 39 caps for England before retiring.

καπέλο

noun (US (hat worn at graduation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All of the students tossed their caps in the air at the end of the graduation ceremony.

κεφαλαία

plural noun (abbreviation (capital letters)

The title of the book should be in caps.

βάζω καπάκι

transitive verb (put a lid on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She capped the bottle.

επιλέγω

transitive verb (UK (player: choose for team)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's been capped 6 times for England and she's only 19.
Την έχουν καλέσει 6 φορές στην εθνική Αγγλίας και είναι μόλις 19 ετών.

πρωτεύουσα

noun (abbreviation (capital city)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεφαλαίο γράμμα

noun (usually plural, abbreviation (capital letter)

χωρητικότητα

noun (abbreviation (capacity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γράφω με κεφαλαία γράμματα, γράφω με κεφαλαία

transitive verb (abbreviation (capitalize)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελειώνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (round off, finish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου

noun (figurative (achievement) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τζόκεΐ

noun (peaked sports hat)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The girl wore a baseball cap bearing the logo of her favorite team.

καπάκι

noun (metal, screw-top lid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are people who collect bottle caps.

τήβεννος

noun (formal academic clothing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γόμα που μπαίνει την άκρη μολυβιού

noun (rubber: on pencil)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A cap eraser will fit on the end of most pencils.

ταπεινά

expression (figurative, informal (in a humble way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κεφαληφόρος κοχλίας

(mechanics)

πολύ κοντό μανίκι

(short sleeve) (γυναικείο ρούχο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

της εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής

adjective (denoting carbon trading)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σμηγματόρροια του τριχωτού του κεφαλιού

noun (baby: scalp inflammation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καπάκι διανομέα

noun (engine shaft cover)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μυτερό καπέλο σε σχήμα κώνου που το φορούσαν ως τιμωρία στους κακούς μαθητές

noun (historical (pointed hat worn as punishment)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάλυμμα φακού

noun (telescope, camera: lens cover)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τραγιάσκα

noun (man's cloth cap)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The old man was wearing a flat cap.

ζητώ κτ γονυπετής

verbal expression (figurative (beg, ask for [sth]) (μεταφορικά)

ζητώ γονυπετής κτ από κπ

verbal expression (figurative (beg, ask for [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παγοκάλυμμα

noun (small ice mass in high area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An ice cap sat atop Mt. Kilimanjaro.

επιγονατίδα

noun (patella, knee bone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John went to the doctor because he found a lump on his kneecap.

σκούφια

noun (historical (women's bonnet) (παλιότερης εποχής, γυναικεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελευταίο βραδινό ποτό

noun (alcoholic drink)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Would you like to come to my place for a nightcap?

σκουφάκι ύπνου

noun (hat worn for sleep)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My grandfather wears a nightcap to bed.

καπάκι

noun (lid of a tube, jar or bottle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The protective cap is supposedly hard for children to get off, but I can't get it off either!

στύβω το μυαλό μου

verbal expression (figurative (think hard or creatively) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need to put our thinking caps on to solve this problem.

καπέλο ιππασίας

noun (soft hat worn for horse-riding)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Riding caps aren't worn here any more; nowadays, everyone wears a helmet.

βιδωτό καπάκι

noun (lid that is secured by twisting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Screw caps can be difficult to open for people with severe arthritis.

σκουφάκι για το μπάνιο

noun (head covering worn in shower)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Fiona didn't want to get her hair wet in the shower, so she put on her shower cap.

σκουφάκι, σκουφί

noun (knitted cap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκουφάκι

noun (swimmer's waterproof hat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στύβω το μυαλό μου

noun (figurative (state of serious thought)

We were all wearing our thinking caps, but we still couldn't come up with a solution. Thinking caps are needed here, chaps!

σαν να μην έφτανε αυτό

expression (figurative, informal (in addition to all that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While I was arguing with my brother, I had left the tap running and it flooded the bathroom, then to top it all I slipped on the wet floor and hit my head.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cap

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.