Τι σημαίνει το top στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης top στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του top στο Αγγλικά.

Η λέξη top στο Αγγλικά σημαίνει κορυφή, κορφή, πάνω μέρος, πάνω, μέγιστος, απόγειο, πρώτος, κορυφαίος, καλύτερος, κορυφή, πάνω μέρος, πάνω μέρος, το πολύ, κορυφή, κορυφή, καπάκι, καπάκι, κορυφή, κορυφή, νούμερο ένα, πάνω μέρος, αρχή, το πρώτο μισό της περιόδου, οι τρεις πρώτοι επιθετικοί μπάτερ, σβούρα, φύλλα, πράσινο μέρος, κορυφή, βάζω στην κορυφή, ξεπερνάω, ξεπερνώ, είμαι πρώτος, έρχομαι πρώτος, ξεπερνάω, ξεπερνώ, χτυπάω στην κορυφή, κλαδεύω, περνάω πάνω από κτ, καλύπτω, σκεπάζω, τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, γεμίζω, φτάνω την κορυφή, φτάνω την κορυφή, γεμίζω, στη μέγιστη ταχύτητα, στην κορυφή, στην κορυφή, στην κορυφή, μεταξύ των πρώτων, έχω εξαιρετικές επιδόσεις, τέντα, σκηνή, τσίρκο, γίνομαι έξαλλος, τα καταφέρνω, κερδίζω, νικώ, πάγκος, πάγκος, αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ, με καπάκι, από πάνω μέχρι κάτω, απόλυτα, εντελώς, καταβάλλω, θέτω κτ υπό έλεγχο, υπερβάλλω, υπερβάλλω, μποτάκι, μποτάκι, μποτίνι, μπλούζα ή ζακέτα με κουκούλα, στα πρόχειρα, στα γρήγορα, στην κορυφή, κορυφαίος, κάνω κουμάντο, στην κορυφή, στο ψηλότερο σημείο, στο πιο ψηλό σημείο, στην κορυφή, υπό έλεγχο, σα να μην έφτανε αυτό, είμαι στον έβδομο ουρανό, πετάω στα σύννεφα, ανοικτός, ανοιχτός, υπερβολικός, ακραίος, το πάνω της πιτζάμας, γραφείο με συρόμενο κάλυμμα, βιδωτό καπάκι, με βιδωτό καπάκι, ανώτερο στέλεχος, συσκευή set-top box, σβούρα, επιφάνεια τραπεζιού, επιτραπέζιος, αμάνικο πουλόβερ, αμάνικο μπλουζάκι, αρχηγός, κορυφή, κορυφαίος, σαν να μην έφτανε αυτό, τοπικό πλύσιμο, πρωταγωνιστής κωμικός ηθοποιός, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος, πρώτο όνομα, ανώτεροι αξιωματικοί, επάνω όροφος, μεγάλο κεφάλι, της εξουσίας, πολλά λεφτά, κορυφαίος, άριστος, εξαιρετικός, βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδων, άτομο με τα μεγαλύτερα κέρδη, ανώτερο διοικητικό στέλεχος, άριστη ποιότητα, κορυφαίος, τελευταίος όροφος, φρούτο, ψηλό καπέλο, επάνω αριστερά, πάνω αριστερά, επάνω αριστερός, πάνω αριστερός, άριστης ποιότητας, ανώτατα διοικητικά στελέχη, καλύτερης ποιότητας, η αρχή του δρόμου, ανώτερο σημείο, εξειδικευμένοι, ειδικοί, υψηλότερο κόστος, πρώτη προτεραιότητα, κορυφαίος, κορυφαίος σκόρερ, πρώτος σκόρερ, άκρως απόρρητος, που πουλάει περισσότερο, ακατάλληλος για ανηλίκους, άριστης ποιότητας, ψηλά στο τέρμα, ψηλά στο τέρμα, μέγιστη ταχύτητα, πρώτο θέμα, άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια, επέμβαση στο στήθος, δέκα καλυτερα, θέα από ψηλά, εκ των άνω προς τα κάτω, καλύτερος, κορυφαίος, βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης top

κορυφή, κορφή

noun (highest part)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gardener pruned the top of the tree. // The chapter begins at the top of the page. // Audrey went to the top of the tower.
Ο κηπουρός κλάδεψε την κορυφή του δέντρου. // Το κεφάλαιο αρχίζει την κορυφή της σελίδας // Η Ώντρεϋ ανέβηκε στην κορυφή του πύργου.

πάνω μέρος

noun (uppermost part)

Veronica polished the top of the table until it gleamed.

πάνω

adjective (highest)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He stood on the top rung of the ladder.
Στάθηκε στο ψηλότερο σκαλί της σκάλας.

μέγιστος

adjective (maximum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The car reached its top speed.
Το αυτοκίνητο έφτασε τη μέγιστη ταχύτητά του.

απόγειο

noun (figurative (highest point)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The young lawyer is at the top of his career.
Ο νεαρός δικηγόρος βρίσκεται στο ζενίθ της καριέρας του.

πρώτος

adjective (figurative (principal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
People are our top priority.
Βασική προτεραιότητά μας είναι οι άνθρωποι.

κορυφαίος, καλύτερος

adjective (figurative (greatest, best)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul Robeson was one of the top bass singers of the 20th century.
Ο Πωλ Ρόμπεσον ήταν ένας από τους καλύτερους βαθύφωνους του εικοστού αιώνα.

κορυφή

noun (head of a list)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This task is at the top of my list of things to do.
Αυτή η δουλειά βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των πραγμάτων που έχω να κάνω.

πάνω μέρος

noun (garment for upper body) (φόρμα, πιζάμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I need to find a top to match my skirt.
Πρέπει να βρω μια μπλούζα που να ταιριάζει με τη φούστα μου.

πάνω μέρος

noun (bra of a bikini)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She tied her bikini top.
Έδεσε το σουτιέν του μπικίνι της.

το πολύ

adverb (slang (maximum)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll be there in 10 minutes, tops.
Θα είμαι εκεί σε δέκα λεπτά, μαξ.

κορυφή

noun (apex)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ball reached the top of its arc.

κορυφή

noun (crown: of the head)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I gave the boy a pat on the top of his head.

καπάκι

noun (bottle cap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She took the top off the bottle.
Έβγαλε το καπάκι από το μπουκάλι.

καπάκι

noun (lid of container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please put the top on the box.

κορυφή

noun (roof: of a building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The birds perched on the top of the building.

κορυφή

noun (figurative (first place: in a league)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Joe is at the top of the league in scoring.

νούμερο ένα

noun (number 1: in music charts)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The singer's new record is the top of the charts.

πάνω μέρος

noun (upper part of dress)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The top of this dress is fitted, while the skirt is flared.

αρχή

noun (figurative, informal (beginning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's sing it from the top.

το πρώτο μισό της περιόδου

noun (baseball: first half of an inning) (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We scored in the top of the second inning.

οι τρεις πρώτοι επιθετικοί μπάτερ

noun (baseball: first three batters) (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Steve is batting in the top of the lineup.
Ο Στιβ ανήκει στους τρεις πρώτους επιθετικούς μπάτερ της ομάδας του.

σβούρα

noun (child's spinning toy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children played with traditional toys, such as tops and jacks.

φύλλα

plural noun (leaves of a carrot)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Rabbits ate the tops of the carrots.

πράσινο μέρος

plural noun (green part of spring onions)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The chef garnished the soup with onion tops and bacon.

κορυφή

plural noun (slang (the best) (αργκό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Thanks for all my birthday presents; you're the tops!

βάζω στην κορυφή

transitive verb (crown)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cook topped the cake with a cherry.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

transitive verb (figurative, informal (surpass)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This extraordinary young cyclist has just topped his personal speed record!
Ο ηθοποιός ελπίζει να ξεπεράσει την προηγούμενη απόδοσή του.

είμαι πρώτος, έρχομαι πρώτος

transitive verb (be the best among)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The student topped his class.
Ο μαθητής ήρθε πρώτος στην τάξη του.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

transitive verb (informal (exceed in size)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new building will top the old tower by two storeys.
Το νέο κτίριο θα είναι ψηλότερο από το παλιό κατά δύο ορόφους.

χτυπάω στην κορυφή

transitive verb (hit: a golf ball) (μπάλα του γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The golfer topped the ball into the sand trap.

κλαδεύω

transitive verb (prune: top of a tree)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gardener topped the tree.

περνάω πάνω από κτ

transitive verb (leap over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The highjumper easily topped the bar.

καλύπτω, σκεπάζω

(put a top layer on) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chef topped the pizza with strong cheese.
Ο σεφ έβαλε πάνω στην πίτσα τυρί με έντονη γεύση.

τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (make complete)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To top off my bad day, I got a flat tire on the way home.

γεμίζω

phrasal verb, transitive, separable (fill to the uppermost edge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There's a little bit left in the bottle. Let me top off your glass for you.

φτάνω την κορυφή

phrasal verb, intransitive (reach the top)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω την κορυφή

phrasal verb, intransitive (figurative (reach highest point)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stock exchange topped out in mid April, and has been falling ever since.

γεμίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (refill, replenish) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to top up my mobile phone because I'm nearly out of credit.
Πρέπει να γεμίσω το κινητό μου γιατί σχεδόν έχω ξεμείνει από μονάδες.

στη μέγιστη ταχύτητα

expression (as fast as possible)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If you run the motor at full speed for more than an hour, there is a danger it will overheat and seize up.

στην κορυφή

adverb (at the highest part or point)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When he arrived at the top of the ladder he was able to see the damaged roof.
Όταν έφτασε στην κορυφή της σκάλας, μπόρεσε να δει την κατεστραμμένη σκεπή.

στην κορυφή

adverb (figurative, informal (among the greatest achievers) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He enjoyed his success to begin with, but is now finding out that life can be tough at the top.
Αρχικά απολάμβανε την επιτυχία του αλλά τώρα ανακαλύπτει ότι η σωή στην κορυφή μπορεί να είναι δύσκολη.

στην κορυφή

adverb (mountain: at the summit) (βουνού)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The air was thin at the top of the hill.
Στην κορυφή του λόφου ο αέρας ήταν αραιός.

μεταξύ των πρώτων

adjective (among the best)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He graduated at the top of his class and was accepted to a very good university.

έχω εξαιρετικές επιδόσεις

expression (figurative (performing brilliantly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τέντα, σκηνή

noun (main tent at circus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσίρκο

noun (circus)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γίνομαι έξαλλος

verbal expression (figurative, informal (become very angry)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

τα καταφέρνω

verbal expression (figurative, informal (succeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think he's smart enough to overcome his disability and come out on top.
Νομίζω πως είναι αρκετά έξυπνος για να ξεπεράσει την αναπηρία του και να τα καταφέρει.

κερδίζω, νικώ

verbal expression (figurative, informal (win)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We've got some talented footballers in our team; I'm confident we'll come out on top.

πάγκος

noun (work surface)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The apartment comes with beautiful granite countertops.

πάγκος

noun (US (shop: top of serving desk)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A basket of candy sat on the countertop.

αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ

verbal expression (figurative, informal (struggle to succeed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She fought her way to the top of the company.

με καπάκι

adjective (container: attached lid on top)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από πάνω μέχρι κάτω

adverb (highest point to lowest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You should apply paint from top to bottom.

απόλυτα, εντελώς

adverb (figurative, informal (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The current owners are ruining the football club from top to bottom.

καταβάλλω

verbal expression (figurative (overwhelm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω κτ υπό έλεγχο

verbal expression (figurative (gain control of a task, situation, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερβάλλω

verbal expression (informal, figurative (praise excessively)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan was always going over the top about how pretty his girlfriend was.

υπερβάλλω

verbal expression (informal, figurative (do [sth] excessively)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The celebrity is known to be very generous at restaurants, going over the top by tipping waiters up to 30%.

μποτάκι

noun (usually plural (sneaker that covers ankle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μποτάκι, μποτίνι

noun as adjective (shoe: covering the ankle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπλούζα ή ζακέτα με κουκούλα

noun (cardigan, sweater: with hood)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hooded tops, also known as "hoodies", have got a bad reputation in the UK because they are often worn by young men wishing to hide their identity.

στα πρόχειρα, στα γρήγορα

expression (figurative, informal (spontaneously, improvising) (χωρίς σκέψη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Off the top of my head, I can't remember the name of that actor.

στην κορυφή

adverb (on the uppermost part)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The cupcake Betty chose had a cherry on top.

κορυφαίος

adjective (figurative (triumphant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάνω κουμάντο

adjective (figurative, slang (in charge) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
It's a huge company; it's not always possible for the guy on top to know what his minions are up to.

στην κορυφή, στο ψηλότερο σημείο, στο πιο ψηλό σημείο

preposition (at highest point)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The climbers were left stranded on top of the mountain after a snowstorm.

στην κορυφή

preposition (with [sth/sb] beneath) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The judeka threw her opponent to the floor and landed on top of him.

υπό έλεγχο

preposition (informal, figurative (in control)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I write a to-do list every day to make sure I'm on top of all my chores.

σα να μην έφτανε αυτό

expression (informal, figurative (in addition) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What a day! First I woke up late, then the hot water heater burst, and on top of that, I got a flat tire.
Τι μέρα και αυτή! Πρώτα άργησα να ξυπνήσω, μετά έσκασε το θερμοσίφωνο και σαν να μην έφτανε αυτό έπαθα και λάστιχο.

είμαι στον έβδομο ουρανό, πετάω στα σύννεφα

expression (figurative (be very happy) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The day his daughter was born, the new father felt on top of the world.

ανοικτός, ανοιχτός

adjective (vehicle: roof can be opened)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικός, ακραίος

adjective (excessive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their response was well over the top.
Η αντίδρασή τους ήταν υπερβολική (or: ακραία).

το πάνω της πιτζάμας

noun (sleepwear: upper part) (για αντρική πιτζάμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραφείο με συρόμενο κάλυμμα

noun (desk with sliding cover)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βιδωτό καπάκι

noun (lid that twists shut)

με βιδωτό καπάκι

adjective (bottle, lid: that twists shut)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανώτερο στέλεχος

noun (high-level executive)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The senior manager received a large bonus for good performance. The senior managers control key aspects of business.

συσκευή set-top box

noun (television signal converter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σβούρα

noun (child's toy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim loved his spinning top and would spend hours playing with it.

επιφάνεια τραπεζιού

noun (surface of table)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When we arrived for Thanksgiving, the tabletop was completely covered with every kind of dish you could imagine.

επιτραπέζιος

noun as adjective (for use on flat surface)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Do you have any fun tabletop games?

αμάνικο πουλόβερ

noun (UK (sleeveless pullover)

Tank tops were popular in the 1970s.
Τα αμάνικα πουλόβερ ήταν δημοφιλή τη δεκαετία του 1970.

αμάνικο μπλουζάκι

noun (US (vest: sleeveless t-shirt)

Summer is a great time to wear tank tops. I wear shorts and a tank top when I do my exercise workout.
Το καλοκαίρι είναι η ιδανική περίοδος για να φοράμε τιραντάκια.

αρχηγός

noun (figurative, informal (most important person in a hierarchy)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κορυφή

noun (informal (highest point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορυφαίος

adjective (informal (superb, excellent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαν να μην έφτανε αυτό

expression (figurative, informal (in addition to all that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While I was arguing with my brother, I had left the tap running and it flooded the bathroom, then to top it all I slipped on the wet floor and hit my head.

τοπικό πλύσιμο

verbal expression (method of washing a baby)

πρωταγωνιστής κωμικός ηθοποιός

noun (figurative (leading comedy performer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος

noun (figurative (leading person in group)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτο όνομα

noun (performer: most featured) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανώτεροι αξιωματικοί

noun (figurative, informal (highest-ranking officials) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I'm pretty sure this report won't satisfy the top brass. Look sharp – the top brass are taking a tour of the factory floor.
Είμαι αρκετά σίγουρος ότι αυτή η αναφορά δε θα ικανοποιήσει τους ανώτερους αξιωματικούς. Κάνε γρήγορα - οι ανώτεροι αξιωματικοί κάνουν ξενάγηση στο εργοστάσιο.

επάνω όροφος

noun (upper level of a bus) (λεωφορείου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The stairs at the back of the bus lead to more seats on the top deck.

μεγάλο κεφάλι

noun (figurative, slang ([sb] in authority) (μεταφορικά)

Joe's the top dog at work, but his wife's the top dog at home!

της εξουσίας

noun as adjective (relating to [sb] in power) (σε γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολλά λεφτά

noun (informal (high price)

κορυφαίος, άριστος, εξαιρετικός

noun as adjective (figurative, informal (highest quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδων

noun (biggest source of revenue)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άτομο με τα μεγαλύτερα κέρδη

noun (person who makes the most money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανώτερο διοικητικό στέλεχος

noun (successful businessman)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άριστη ποιότητα

noun (informal, figurative (highest quality)

κορυφαίος

noun as adjective (informal, figurative (highest quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My husband attended a top-flight engineering school.

τελευταίος όροφος

noun (highest storey of a building) (κτιρίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
From the top floor of the building you can see the whole city.

φρούτο

noun (fruit that grows on trees)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψηλό καπέλο

noun (man's tall formal headgear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The costume includes a black felt top hat, an elegant cane, and white gloves.

επάνω αριστερά, πάνω αριστερά

noun (upper left-hand area)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

επάνω αριστερός, πάνω αριστερός

adverb (in the upper left-hand area)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

άριστης ποιότητας

adjective (high quality)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ανώτατα διοικητικά στελέχη

noun (highest level of business leadership)

καλύτερης ποιότητας

adjective (of the best quality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
These boots are expensive because they're top of the line.

η αρχή του δρόμου

noun (UK (higher end of road)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They live at the top of the street.

ανώτερο σημείο

noun (uppermost portion or area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wedding figurines are typically found on the top part of the cake.

εξειδικευμένοι, ειδικοί

plural noun (informal (most skilled experts)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We have our top people working on the web site.

υψηλότερο κόστος

noun (highest cost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You'll have to pay top price if you want theatre tickets for tonight.

πρώτη προτεραιότητα

noun (most urgent consideration)

Making good grades should be your top priority at college. Our top priority is raising money for the charity.

κορυφαίος

adjective (highly esteemed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κορυφαίος σκόρερ, πρώτος σκόρερ

noun (sportsperson: player scoring most points)

άκρως απόρρητος

adjective (highly confidential, restricted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The CIA has many top secret operations. This is a top secret mission, so stay quiet.
Η CIA έχει πολλές άκρως απόρρητες επιχειρήσεις. Αυτή είναι μια άκρως απόρρητη αποστολή γι' αυτό κάνε ησυχία.

που πουλάει περισσότερο

adjective (popular in market)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακατάλληλος για ανηλίκους

adjective (figurative, informal (publication: adult, x-rated)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

άριστης ποιότητας

adjective (figurative, informal (of highest quality)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ψηλά στο τέρμα

adjective (US, Can, figurative (hockey goal: high in net)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψηλά στο τέρμα

adverb (US, Can, figurative (hockey: score high in net)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέγιστη ταχύτητα

noun (highest velocity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Ferrari reached its top speed on the test track.

πρώτο θέμα

noun (headline news item)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια

noun (highest academic achiever) (σχολείο)

επέμβαση στο στήθος

noun (gender transition: chest operation) (για αλλαγή φύλου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δέκα καλυτερα

noun (10 best or most popular)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

θέα από ψηλά

noun ([sth] seen from above)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκ των άνω προς τα κάτω

adjective (hierarchical: working downwards)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The corporation did a top-down restructuring.

καλύτερος, κορυφαίος

adjective (best)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέρος

adjective (too heavy on top)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του top στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του top

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.