Τι σημαίνει το cargar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cargar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cargar στο ισπανικά.

Η λέξη cargar στο ισπανικά σημαίνει φορτώνω, φορτίζω, φορτώνω σε, φορτώνω με, ορμώ, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, γεμίζω, κουβαλάω, κουβαλώ, φορτώνω, επαναφορτίζω, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω, φορτώνω, κάνω buffering, φορτώνω, μεταφέρω, μαζεύω, σηκώνω, σκαρώνω φάρσα, κάνω φάρσα, κουβαλάω κτ μαζί μου, κουβαλάω, γεμίζω, αυξάνω, πειράζω, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, χρεώνω, αναλαμβάνω, μεταφέρω, βαρύνω, επιβαρύνω, φορτώνω, κοροϊδεύω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, φορτώνω, πειράζω, βάζω, φορτώνω, χρεώνω κτ σε κτ, φορτίζω, φορτώνω χρέη, πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω, χρεώνομαι το φταίξιμο, ρίχνω το φταίξιμο αλλού, παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την ευθύνη, πληρώνω το λογαριασμό, πειράζω, επιβαρύνω, συσκευάζω σε εμπορευματοκιβώτια, κοροϊδεύω, δουλεύω, πειράζω, κουβαλάω, άδικη καταδίκη, κοροϊδεύω, υφίσταμαι τις συνέπειες, κοροϊδεύω, φορτώνω, πειράζω κπ για κτ, κοροϊδεύω κπ για κτ, πειράζω, βάζω βενζίνη, χρεώνω, πειράζω, πειράζω, κοροϊδεύω, περιγελώ, πειράζω, φορτώνω, φορτώνω, δουλεύω, φορτώνω, κάνω πλάκα, πειράζω κπ για κτ, επιβαρύνω κπ με κτ, πικάρω, τσιγκλάω, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, επωμίζομαι, χρεώνω, πειράζω, σηκώνω στους ώμους μου, φορτώνω, επιβαρύνω, πειράζω κπ για κτ, φορτώνω κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cargar

φορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los hombres cargaron el camión y se fueron.
Οι άντρες φόρτωσαν το φορτηγό και μετά αναχώρησαν.

φορτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito cargar mi móvil.
Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου.

φορτώνω σε

verbo transitivo

Ellos cargaron los productos en el camión de reparto.
Φόρτωσαν τα προϊόντα στο φορτηγό διανομής.

φορτώνω με

Cargamos la carretilla con ladrillos.
Φορτώσαμε το καρότσι με τούβλα.

ορμώ

verbo intransitivo (atacar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El toro cargaba una y otra vez.

φορτώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los camiones deben arrimarse al muelle para cargar.
Τα φορτηγά πρέπει να μεταβούν στην προβλήτα για να φορτώσουν.

γεμίζω

verbo transitivo (arma de fuego)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El soldado dejó de disparar para poder cargar el arma.
Ο στρατιώτης σταμάτησε να πυροβολεί ώστε να γεμίσει το όπλο του.

φορτώνω

verbo transitivo (μτφ: κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las lluvias de primavera cargaron de frutos los árboles.
Οι ανοιξιάτικες βροχές φόρτωσαν τα δέντρα με φρούτα.

γεμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los soldados cargaron el cañón y lo volvieron a disparar.

κουβαλάω, κουβαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnny cargó las bolsas de su anciano vecino escaleras arriba.

φορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναφορτίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es tan molesto tener que cargar el taladro inalámbrico cada veinte minutos si quiero que funcione bien.
Είναι πολύ ενοχλητικό που πρέπει να επαναφορτίζω το ασύρματο τρυπάνι μου κάθε είκοσι λεπτά αν θέλω να δουλέψει καλά.

φορτώνω, γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cargamos el coche y partimos hacia la playa.

φορτώνω

(animal, objeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El granjero cargó el burro.

εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω

verbo transitivo (ES, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sonido del reloj está empezando a cargarme.

φορτώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tuve que ayudar a cargar el equipaje para salir de camping.

κάνω buffering

verbo transitivo (Informática)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estoy intentando ver un vídeo, pero el ordenador sigue cargándolo.
Προσπαθώ να δω ένα βίντεο αλλά ο υπολογιστής συνεχώς φορτώνει.

φορτώνω

verbo transitivo (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cargaron el camión aun con más peso.
Φόρτωσαν το φορτηγό με ακόμα μεγαλύτερο βάρος.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El asno tuvo que llevar la carga hasta el campamento.

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los remeros cargaron sus remos al acercarse a la orilla.
Οι κωπηλάτες μάζεψαν τα κουπιά καθώς πλησίασαν στην ακτή.

σηκώνω

verbo transitivo (με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El trabajador cargó la caja en la parte de atrás del camión.

σκαρώνω φάρσα, κάνω φάρσα

verbo transitivo (AR, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A los alumnos les encanta cargar a los profesores sustitutos.

κουβαλάω κτ μαζί μου

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías llevar esta mesa de la cocina al comedor?
Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία;

γεμίζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que recargar mi teléfono porque me estoy quedando sin crédito.
Πρέπει να γεμίσω το κινητό μου γιατί σχεδόν έχω ξεμείνει από μονάδες.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los compañeros de Patricia se enteraron de que le gustaba Henry y lo burlan sin clemencia.
Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα.

περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ

Ella embobinó la película a través de la cámara.
Πέρασε το φιλμ στην φωτογραφική μηχανή.

χρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me lo puedes agregar a mi cuenta?

αναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los pilares y no los muros soportan todo el peso.
Τα υποστυλώματα σηκώνουν όλο το φορτίο, όχι οι τοίχοι.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lleva los ordenadores viejos al almacén.

βαρύνω, επιβαρύνω

(κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor no me agobies con todos tus problemas.

φορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito meter las maletas al coche antes de irnos.

κοροϊδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εμποδίζω, παρεμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω

(persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειράζω

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Por qué estás tan enojado? Solo te estábamos tomando el pelo.
Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος; Απλά σε πειράζαμε.

βάζω

(βενζίνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Petra echó gasolina en su tanque.
Η Πέτρα έβαλε πετρέλαιο στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου της.

φορτώνω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La furgoneta estaba completamente cargada de material eléctrico y no entraba nada más.
Είχαν φορτώσει το φορτηγό πλήρως με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και δεν άντεχε άλλο.

χρεώνω κτ σε κτ

locución verbal

Sólo carga la factura a mi cuenta.

φορτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito recargar mi teléfono porque se quedó sin batería.

φορτώνω χρέη

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω

(AR, coloquial, figruado) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deja de cargarme, ¡sé muy bien en lo que andas!

χρεώνομαι το φταίξιμο

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Adelante, hazlo. Si no funciona, yo cargaré con la culpa.

ρίχνω το φταίξιμο αλλού

expresión (AR, coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nunca admite sus errores en ese trabajo y siempre le carga el muerto a otro.

παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την ευθύνη

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πληρώνω το λογαριασμό

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía de seguros negó mi demanda, así que tuve que pagar la cuenta de los arreglos yo mismo.

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En la escuela se burlaban de mí porque mi pelo se veía raro.
Στο σχολείο με δούλευαν γιατί τα μαλλιά μου τους φαίνονταν αστεία.

επιβαρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συσκευάζω σε εμπορευματοκιβώτια

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοροϊδεύω, δουλεύω, πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουβαλάω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dejaremos el equipaje en el hotel porque no queremos cargar con él todo el día.

άδικη καταδίκη

locución verbal (coloquial)

Le cargaron con el muerto y le cayeron 10 años de prisión

κοροϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El comediante intentó burlarse del hombre con anteojos.

υφίσταμαι τις συνέπειες

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo hizo el presidente pero su sucesor tuvo que pagar el pato.

κοροϊδεύω

(PY, CL, AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llené el carro de la compra de comida.

πειράζω κπ για κτ, κοροϊδεύω κπ για κτ

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω βενζίνη

locución verbal (σε όχημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La explosión fue causada por unas modelos que estaban fumando mientras cargaban nafta.

χρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El minorista lo cargó a mi cuenta aunque yo ya había devuelto la mercancía.

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los otros niños se burlaron de Bobby sin piedad.

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοροϊδεύω, περιγελώ

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los clérigos del siglo XIX se burlaban de Charles Darwin por su teoría de la evolución.

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δουλεύω

(μεταφορικά: πειράζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me estás vacilando o hablas en serio?
Με δουλεύεις ή μιλάς σοβαρά;

φορτώνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No intentes volcar en mí todas tus responsabilidades, tienes que hacerlo tú mismo. Sé que no estás feliz, pero no vuelques tus problemas en los demás.
Μην προσπαθείς να φορτώσεις όλη σου τη δουλειά σε μένα, κάνε τη μόνη σου! Ξέρω πως είσαι δυστυχισμένη, αλλά προσπάθησε να μη φορτώνεις τα προβλήματά σου σε άλλους.

κάνω πλάκα

(σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Karen hizo un gesto y dijo, "¡Debes estar tomándome el pelo!"
Η Κάρεν έκανε εάν μορφασμό και είπε, «Πρέπει να μου κάνεις πλάκα!»

πειράζω κπ για κτ

Los compañeros de Adam lo burlaban por su ropa.
Οι συνάδελφοι του Άνταμ τον δούλευαν για το γούστο του στα ρούχα.

επιβαρύνω κπ με κτ

No cargues a tu madre con tus problemas.
Μη βαραίνεις (or: φορτώνεις) τη μητέρα σου με τα προβλήματά σου.

πικάρω, τσιγκλάω

(figurado) (ανεπίσημο, καθομ, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los chicos siempre molestaban a Ben por su tartamudez.
Τα αγόρια συνεχώς τσιγκλούσαν τον Μπεν για το τραύλισμά του.

επιτίθεμαι σε κπ/κτ

(militar)

El ejército cargó contra el enemigo.

επωμίζομαι

(figurado, responsabilidad)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ese pobre joven debe cargar con el peso de la enfermedad de su madre.

χρεώνω

locución verbal (κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus amigos se metían con Jon porque estaba colgado por Sarah.

σηκώνω στους ώμους μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El granjero se puso al hombro la bolsa de granos.

φορτώνω, επιβαρύνω

(κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como siempre, me cargaron con la tarea de organizar todo.

πειράζω κπ για κτ

Los compañeros de clase le tomaban el pelo a Bill por su pelo colorado.

φορτώνω κτ σε κπ

(μεταφορικά, καθομ)

Intentaron cargarlo a él con el asesinato, pero su familia sabía que era inocente.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cargar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.