Τι σημαίνει το carga στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης carga στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carga στο ισπανικά.
Η λέξη carga στο ισπανικά σημαίνει φορτίο, βάρος, επιβάρυνση, φορτίο, φορτίο, φόρτιση, φορτίο, φορτίο, έφοδος, βάρος, φορτίο, φορτίο, φορτίο, ωφέλιμο φορτίο, βάρος, φορτίο, φόρτωση, ενέργεια, φορτίο, εμπόδιο, φορτίο, βάρος, μεγάλο βάρος, βαρύ φορτίο, φορτίο, φορτίο, τάση, βάρος, η ποσότητα που χωράει, φορτίο, βάρος, γέμισμα, επιβάρυνση, ενέργεια, φορτίο, φορτίο, βάρος, ζυγός, παραλαβή, κουβάλημα, ένα φορτηγό, φορτίζω, φορτώνω, ορμώ, γεμίζω, κουβαλάω, κουβαλώ, φορτώνω, επαναφορτίζω, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω, φορτώνω, φορτώνω, φορτώνω σε, κάνω buffering, φορτώνω με, φορτώνω, γεμίζω, μεταφέρω, μαζεύω, φορτώνω, σηκώνω, κουβαλάω, γεμίζω, αυξάνω, πειράζω, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, χρεώνω, αναλαμβάνω, μεταφέρω, βαρύνω, επιβαρύνω, φορτώνω, σκαρώνω φάρσα, κάνω φάρσα, κουβαλάω κτ μαζί μου, με δυνατότητα αυτοφόρτωσης, χωρίς φορτίο, στόλος, ξεφορτώνω, φορτηγό αεροσκάφος, που γεμίζει από μπροστά, μεταφοράς φορτίου, μεταφορικός, φορτίο, μέγιστο φορτίο αυτοκινήτου, άλογο, όσοι χωράνε σε ένα αεροπλάνο, φορτίο που χωράει σε ένα τρένο, αερομεταφερόμενο φορτίο, υποζύγιο, αεροπορικό φορτίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης carga
φορτίοnombre femenino (κυριολεξία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El burro puede llevar una carga pesada. Ο γάιδαρος μπορεί να μεταφέρει βαριά φορτία. |
βάροςnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La carga de su pesada mochila era excesiva para sus rodillas. Το βάρος του σακιδίου του ζόριζε τα γόνατά του. |
επιβάρυνσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las cuotas de los dos coches son una carga para los recursos de la familia. Η κάλυψη των εξόδων για τα δύο αυτοκίνητα αποτελεί επιβάρυνση για τα οικονομικά της οικογένειας. |
φορτίοnombre femenino (μεταφορικά: πίεση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tiene demasiadas cargas emocionales para poder relajarse. Δεν μπορεί να χαλαρώσει, γιατί κουβαλάει μεγάλο συναισθηματικό φορτίο. |
φορτίοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Esto es una carga muy pesada para un coche tan pequeño. |
φόρτιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La carga de mi teléfono móvil se ha agotado. |
φορτίοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En lugar de balas, una pistola eléctrica dispara una carga de 50 000 voltios. Cuando Steve tocó la toma de corriente, la carga súbita lo hizo saltar. |
φορτίοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La policía cree que el terrorista detonó la carga que llevaba. |
έφοδος(asalto militar) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El ataque de Pickett fue un episodio bélico importante de la Guerra de Secesión. |
βάρος, φορτίοnombre femenino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La responsabilidad de mantener a la familia recae en él. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι βάρος (or: φορτίο) γι' αυτόν το ότι είναι υπεύθυνος για την οικογένειά του. |
φορτίοnombre femenino (transporte) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ella llevó la carga pesada colina arriba. Κουβάλησε το βαρύ φορτίο πάνω στο λόφο. |
φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La carga del barco se inspeccionará cuando este atraque en un país extranjero. Το φορτίο του πλοίου θα επιθεωρηθεί όταν το πλοίο ελλιμενιστεί σε ξένη χώρα. |
ωφέλιμο φορτίοnombre femenino (εμπόρευμα) El barco llevaba una carga de componentes electrónicos. |
βάρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No traigas tanto equipaje; será una carga cuando viajes en tren. |
φορτίοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φόρτωσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενέργεια(de una batería) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A esta batería todavía le queda carga. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα χρησιμοποιήσουμε την μπαταρία για πηγή ενέργειας. |
φορτίοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El camionero recogió una carga en el muelle. Ο οδηγός του φορτηγού παρέλαβε ένα φορτίο στην αποβάθρα. |
εμπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La educación de Frank fue una carga cuando trató de encontrar trabajo porque estaba sobrecalificado. Η μόρφωση του Φρανκ αποτελούσε εμπόδιο όταν προσπάθησε να βρει δουλειά επειδή είχε υπερβολικά προσόντα. |
φορτίο, βάρος(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La deuda del hombre se había convertido en una gran carga en su vida. |
μεγάλο βάρος(figurado) (μεταφορικά) |
βαρύ φορτίοnombre femenino (figurado) (μεταφορικά) |
φορτίοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φορτίο(ropa para lavar) (επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Él sacó la ropa de la lavadora, tendió la ropa y puso otra carga. Άδειασε το πλυντήριο, άπλωσε τα ρούχα για να στεγνώσουν και έβαλε μέσα το επόμενο φορτίο (or: γέμισμα). |
τάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La carga del perno fue la causa de la falla mecánica. |
βάροςnombre femenino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cuidar a sus ancianos padres era una pesada carga sobre sus hombros. |
η ποσότητα που χωράειnombre femenino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Estimo que aquí hay tierra como para 50 cargas de camión. Υπολογίζω ότι εδώ υπάρχουν 50 φορτηγά χώμα. |
φορτίο, βάρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las columnas del edificio soportan la carga de los pisos superiores. Οι κολώνες του κτηρίου στηρίζουν το φορτίο των από πάνω ορόφων. |
γέμισμαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El muchacho le preparó la siguiente carga al soldado. Το αγόρι ετοίμασε το επόμενο γέμισμα για το στρατιώτη. |
επιβάρυνσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los gastos de correo son una carga para nuestros medios. |
ενέργεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La batería estaba sin carga así que la linterna dejó de funcionar. |
φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El barco llevaba cargamentos por el Atlántico. Το πλοίο μετλεφερε εμπορεύματα από τη μια πλευρά του Ατλαντικού στην άλλη. |
φορτίο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Por qué siempre elijo novios con tanto bagaje emocional? Γιατί πάντα διαλέγω γκόμενους με τόσο συναισθηματικό φορτίο; |
βάρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Su estancia de una semana fue una imposición. Η παρουσία τους εδώ για μια ολόκληρη εβδομάδα ήταν μπελάς. |
ζυγός(figurado) (μεταφορικά: υποταγή) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los empleados se encontraron bajo el yugo de un jefe latiguero. Οι εργαζόμενοι βρέθηκαν υπό τον ζυγό ενός σκληρού αφεντικού. |
παραλαβή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo una recogida en la fábrica a primera hora de la mañana. Έχω να κάνω μια παραλαβή από το εργοστάσιο πρωί πρωί. |
κουβάλημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El arrastre llevó una hora, y Adam acabó exhausto. |
ένα φορτηγό(για φορτίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Llevaban un camión lleno de mercancías. |
φορτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesito cargar mi móvil. Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου. |
φορτώνωverbo transitivo (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cargaron el camión aun con más peso. Φόρτωσαν το φορτηγό με ακόμα μεγαλύτερο βάρος. |
ορμώverbo intransitivo (atacar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El toro cargaba una y otra vez. |
γεμίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los soldados cargaron el cañón y lo volvieron a disparar. |
κουβαλάω, κουβαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Johnny cargó las bolsas de su anciano vecino escaleras arriba. |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επαναφορτίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es tan molesto tener que cargar el taladro inalámbrico cada veinte minutos si quiero que funcione bien. Είναι πολύ ενοχλητικό που πρέπει να επαναφορτίζω το ασύρματο τρυπάνι μου κάθε είκοσι λεπτά αν θέλω να δουλέψει καλά. |
φορτώνω, γεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cargamos el coche y partimos hacia la playa. |
φορτώνω(animal, objeto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El granjero cargó el burro. |
εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζωverbo transitivo (ES, coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El sonido del reloj está empezando a cargarme. |
φορτώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuve que ayudar a cargar el equipaje para salir de camping. |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los hombres cargaron el camión y se fueron. Οι άντρες φόρτωσαν το φορτηγό και μετά αναχώρησαν. |
φορτώνω σεverbo transitivo Ellos cargaron los productos en el camión de reparto. Φόρτωσαν τα προϊόντα στο φορτηγό διανομής. |
κάνω bufferingverbo transitivo (Informática) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estoy intentando ver un vídeo, pero el ordenador sigue cargándolo. Προσπαθώ να δω ένα βίντεο αλλά ο υπολογιστής συνεχώς φορτώνει. |
φορτώνω με
Cargamos la carretilla con ladrillos. Φορτώσαμε το καρότσι με τούβλα. |
φορτώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los camiones deben arrimarse al muelle para cargar. Τα φορτηγά πρέπει να μεταβούν στην προβλήτα για να φορτώσουν. |
γεμίζωverbo transitivo (arma de fuego) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El soldado dejó de disparar para poder cargar el arma. Ο στρατιώτης σταμάτησε να πυροβολεί ώστε να γεμίσει το όπλο του. |
μεταφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El asno tuvo que llevar la carga hasta el campamento. |
μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los remeros cargaron sus remos al acercarse a la orilla. Οι κωπηλάτες μάζεψαν τα κουπιά καθώς πλησίασαν στην ακτή. |
φορτώνωverbo transitivo (μτφ: κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las lluvias de primavera cargaron de frutos los árboles. Οι ανοιξιάτικες βροχές φόρτωσαν τα δέντρα με φρούτα. |
σηκώνωverbo transitivo (με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El trabajador cargó la caja en la parte de atrás del camión. |
κουβαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Podrías llevar esta mesa de la cocina al comedor? Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία; |
γεμίζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo que recargar mi teléfono porque me estoy quedando sin crédito. Πρέπει να γεμίσω το κινητό μου γιατί σχεδόν έχω ξεμείνει από μονάδες. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los compañeros de Patricia se enteraron de que le gustaba Henry y lo burlan sin clemencia. Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα. |
περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ
Ella embobinó la película a través de la cámara. Πέρασε το φιλμ στην φωτογραφική μηχανή. |
χρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me lo puedes agregar a mi cuenta? |
αναλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los pilares y no los muros soportan todo el peso. Τα υποστυλώματα σηκώνουν όλο το φορτίο, όχι οι τοίχοι. |
μεταφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lleva los ordenadores viejos al almacén. |
βαρύνω, επιβαρύνω(κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor no me agobies con todos tus problemas. |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesito meter las maletas al coche antes de irnos. |
σκαρώνω φάρσα, κάνω φάρσαverbo transitivo (AR, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A los alumnos les encanta cargar a los profesores sustitutos. |
κουβαλάω κτ μαζί μουverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
με δυνατότητα αυτοφόρτωσης
|
χωρίς φορτίο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στόλος(εμπορικών πλοίων) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ξεφορτώνω(un vehículo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Alguien está disponible para ayudarme a descargar la camioneta? Μπορεί κάποιος να με βοηθήσει να ξεφορτώσω το φορτηγό; |
φορτηγό αεροσκάφος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La torre de control limpió el carguero para el despegue. |
που γεμίζει από μπροστάlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las lavadoras de carga frontal consumen menos energía que las de carga superior Τα πλυντήρια που γεμίζουν από μπροστά είναι πιο αποδοτικά από αυτά που γεμίζουν από πάνω. |
μεταφοράς φορτίουlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La capacidad de carga del escúter es de 150kg. |
μεταφορικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La capacidad de carga del autobús es de 35 pasajeros. |
φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέγιστο φορτίο αυτοκινήτου(vehículo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άλογο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
όσοι χωράνε σε ένα αεροπλάνο(ως αριθμητικό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φορτίο που χωράει σε ένα τρένο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αερομεταφερόμενο φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La compañía envió los artículos por transporte aéreo. |
υποζύγιοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los bueyes son magníficas bestias de carga, por su fuerza y resistencia. |
αεροπορικό φορτίο
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carga στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του carga
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.