Τι σημαίνει το carregar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης carregar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carregar στο πορτογαλικά.
Η λέξη carregar στο πορτογαλικά σημαίνει φορτώνω, έχω μαζί μου, φορτίζω, φορτώνω σε, φορτώνω με, φορτώνω, φορτώνω, γεμίζω, μεταφέρω το κρατούμενο, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, μεταφέρω, κουβαλάω, μεταφέρω, είμαι έγκυος σε, σηκώνω, ξεβράζομαι, φορτώνω, παίρνω μαζί μου, φέρνω, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, φορτώνω, φορτώνω, κουβαλάω, κουβαλώ, φορτώνω, είμαι βοηθός γκολφ, φορτώνω κπ με κπ/κτ, φορτώνω κπ/κτ σε κπ, μεταφέρω, κουβαλάω στους ώμους μου, κρατάω, κουβαλάω, έχω, κουβαλάω, κουβαλώ, μεταφέρω με καρότσι, μεταφέρω, κουβαλάω, μεταφέρω αεροπορικώς, κουβαλάω, κουβαλώ, συλλαμβάνω, σέρνω, τραβάω, τραβώ, παρασύρω, παίρνω, πηγαίνω, πάω, φορτώνω, μεταφέρω με καροτσάκι, παίρνω κπ στους ώμους μου, συσκευάζω σε εμπορευματοκιβώτια, φορτωτική μηχανή ξύλου, κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μου, επωμίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης carregar
φορτώνωverbo transitivo (encher,figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nós carregamos o carrinho de mão com tijolos. Οι άντρες φόρτωσαν το φορτηγό και μετά αναχώρησαν. |
έχω μαζί μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele sempre carrega uma faca por proteção. Πάντα Έχει πάντα μαζί του ένα μαχαίρι για προστασία. |
φορτίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Preciso carregar meu celular. Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου. |
φορτώνω σεverbo transitivo Eles carregaram os produtos no caminhão de entrega. Φόρτωσαν τα προϊόντα στο φορτηγό διανομής. |
φορτώνω μεverbo transitivo Carregamos o carinho com tijolos. Φορτώσαμε το καρότσι με τούβλα. |
φορτώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os caminhões tem que estacionar nas docas para carregar. Τα φορτηγά πρέπει να μεταβούν στην προβλήτα για να φορτώσουν. |
φορτώνωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O navio está sendo carregado no pier. Το πλοίο φορτώνει (or: επιβιβάζει) στην προβλήτα. |
γεμίζωverbo transitivo (colocar projéteis e pólvora) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O soldado parou de atirar para que pudesse carregar a arma. Ο στρατιώτης σταμάτησε να πυροβολεί ώστε να γεμίσει το όπλο του. |
μεταφέρω το κρατούμενο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Não esqueça de carregar os dois. Μην ξεχάσεις ότι έχεις το δύο ως κρατούμενο. |
φορτώνωverbo transitivo (μτφ: κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As chuvas de primavera carregaram as árvores de frutos. Οι ανοιξιάτικες βροχές φόρτωσαν τα δέντρα με φρούτα. |
γεμίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os soldados carregaram o canhão e ele disparou novamente. |
φορτώνωverbo transitivo (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O caminhão estava totalmente carregado com produtos elétricos e não cabia mais nada. Είχαν φορτώσει το φορτηγό πλήρως με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και δεν άντεχε άλλο. |
μεταφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O caminhão leva a carga de um lado do país para outro. Το φορτηγό μεταφέρει φορτία σε όλη τη χώρα. |
κουβαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode mover esta mesa da cozinha para a sala de jantar? Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία; |
μεταφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este cano conduz água. Αυτός ο σωλήνας μεταφέρει νερό. |
είμαι έγκυος σε(gravidez) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Melinda está esperando gêmeos. Η Μελίντα περιμένει δίδυμα. |
σηκώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As vigas de aço conseguem sustentar (or: suportar) muito peso. Οι χαλύβδινες δοκοί μπορούν να βαστάξουν μεγάλο φορτίο. |
ξεβράζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το ξύλο ξεβράστηκε στην ακτή. |
φορτώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω μαζί μου, φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνω, γεμίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουβαλάω, κουβαλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι βοηθός γκολφverbo transitivo (tacos de golfe) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
φορτώνω κπ με κπ/κτ, φορτώνω κπ/κτ σε κπ(figurado, estar atarefado) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) Μου έχουν φορτώσει τη μικρή μου αδερφή για όλο το σαββατοκύριακο. |
μεταφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O burro tinha de carregar a carga para o acampamento. |
κουβαλάω στους ώμους μουverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu carrego meu filho nos ombros. Βάζω το γιο μου καβάλα στους ώμους μου. |
κρατάω, κουβαλάω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuidado! Ele está carregando uma arma de fogo! |
έχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele carrega o nome do pai. |
κουβαλάω, κουβαλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρω με καρότσιverbo transitivo (απόλυτη ακρίβεια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) June carregou as garrafas quebradas até a estação de reciclagem. Η Τζουν μετέφερε τα σπασμένα μπουκάλια με καρότσι στο κέντρο ανακύκλωσης. |
μεταφέρω, κουβαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρω αεροπορικώς
O helicóptero transportou o montanhista acidentado ao hospital. Το ελικόπτερο μετέφερε αεροπορικώς τον τραυματισμένο ορειβάτη στο νοσοκομείο. |
κουβαλάω, κουβαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todos os alunos usam mochilas. |
συλλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A polícia prendeu o suspeito nesta manhã. |
σέρνω, τραβάω, τραβώverbo transitivo (com esforço) (δεν το σηκώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρασύρω, παίρνω(αέρας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O vento soprou a nota de dólar para longe. Ο άνεμος παρέσυρε το χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου. |
πηγαίνω, πάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode me levar ao ponto de ônibus? Θα με πάρεις στο σταθμό του λεωφορείου; |
φορτώνω(κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles puseram ainda mais carga no caminhão. Φόρτωσαν το φορτηγό με ακόμα μεγαλύτερο βάρος. |
μεταφέρω με καροτσάκιverbo transitivo (em carrinho de mão) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω κπ στους ώμους μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συσκευάζω σε εμπορευματοκιβώτια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φορτωτική μηχανή ξύλου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μου(figurado, fazer algo desagradável) (μεταφορικά, ειρωνικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επωμίζομαιlocução verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O pobre garotinho tinha que carregar nos ombros o peso da doença da mãe. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carregar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του carregar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.