Τι σημαίνει το catch up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης catch up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του catch up στο Αγγλικά.

Η λέξη catch up στο Αγγλικά σημαίνει φτάνω, φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω, βρίσκω, αναπληρώνω, έχω μείνει πίσω σε κτ, κάνω κπ να υποστεί τις συνέπειες, τα λέμε, λέμε τα νέα μας, συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης, τα λέω με κπ, ενημερώνομαι, προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιον, που προσπαθεί να φτάσει κάποιον, που προσπαθεί να προφτάσει κάποιον, συνάντηση, μαθαίνω τα νέα, αναπληρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης catch up

φτάνω

phrasal verb, intransitive (go as fast)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mira slowed down so that her younger sister could catch up.
Η Μίρα έκοψε ταχύτητα για να μπορέσει να τη φτάσει η μικρότερη αδερφή της.

φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω

(go as fast as)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I walk faster than he does, so I wait at each corner for him to catch up with me.
Περπατάω πιο γρήγορα από ότι εκείνος, γι' αυτό τον περιμένω σε κάθε γωνία να με φτάσει.

βρίσκω

(join, reach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You go on ahead; I'll catch up with you as soon as I've finished my work here.
Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ.

αναπληρώνω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (compensate for time lost)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I missed a week of work, and now I have to catch up.
Έχασα μια βδομάδα εργασίας και τώρα πρέπει να αναπληρώσω.

έχω μείνει πίσω σε κτ

(figurative, informal (compensate for time lost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Audrey sighed when she saw that she had to catch up on a huge pile of work.

κάνω κπ να υποστεί τις συνέπειες

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (repay: with [sth] bad)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Finally, his unhealthy habits caught up with him and he became very sick.
Τελικά κλήθηκε να πληρώσει τις συνέπειες των κακών συνηθειών του όταν αρρώστησε βαριά.

τα λέμε, λέμε τα νέα μας

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (exchange news)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My friends and I like to catch up over a coffee once a month.

συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης

(informal (apprehend: criminal) (κυριολεκτικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The cops finally caught up with the shoplifter outside the stock exchange.
Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τελικά τον κλέφτη κατόπιν καταδίωξης έξω από το χρηματιστήριο.

τα λέω με κπ

(figurative, informal (exchange news)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was a pleasure to catch up with everyone at the family reunion.
Ήταν πολύ ευχάριστο που έμαθα τα νέα όλων στην οικογενειακή συνάντηση.

ενημερώνομαι

(figurative, informal (get up to date)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I phoned my brother to catch up on the latest news back home.
Τηλεφώνησα στον αδερφό μου για να ενημερωθώ για τα τελευταία νέα στο σπίτι.

προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιον

noun (informal (attempt to match, compete)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cyclist's catch-up ultimately failed, and he finished third in the race.
Η προσπάθεια του ποδηλάτη να φτάσει (or: προφτάσει) τους αντιπάλους του απέτυχε κι έτσι τερμάτισε τρίτος στον αγώνα.

που προσπαθεί να φτάσει κάποιον, που προσπαθεί να προφτάσει κάποιον

adjective (informal (aimed at matching, competing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Inflation is rising fast, so the company intends to give its employees a catch-up pay rise.

συνάντηση

noun (meeting to get up-to-date)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I haven't seen you for ages; we'll have to have a proper catch-up soon.

μαθαίνω τα νέα

(informal (get updated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julia wanted to play catch-up and find out what had happened while she had been away.

αναπληρώνω

(informal (do work missed due to illness) (δουλειά, διάβασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I had to play catch-up after being away from work on sick leave.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του catch up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του catch up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.