Τι σημαίνει το catching στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης catching στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του catching στο Αγγλικά.

Η λέξη catching στο Αγγλικά σημαίνει μεταδοτικός, ελκυστικός, δελεαστικός, θελκτικός, πιάνω, παίρνω, πιάνω, πιάνω, κολλάω, πιάνω, πιάνομαι, πιάσιμο, ψαριά, πρόβλημα, κούμπωμα, πιάσιμο, κάτσια, κελεπούρι, αρπάζω, παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτης, βλέπω, ακούω, προλαβαίνω, προλαβαίνω, πιάνω, αποτυπώνω, αναπαριστώ, κρατάω, πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ, πιάνω, που τραβάει την προσοχή, ψηφοθηρικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης catching

μεταδοτικός

adjective (informal (disease: infectious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't worry, my rash isn't catching.

ελκυστικός, δελεαστικός, θελκτικός

adjective (US, informal (attractive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Everyone was captivated by the actress's catching personality.

πιάνω

transitive verb (grasp moving object)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can catch the ball with one hand.
Μπορώ να πιάσω την μπάλα με το ένα χέρι.

παίρνω

transitive verb (transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill needs to catch a bus from town.
Ο Μπιλ πρέπει να πάρει ένα λεωφορείο από την πόλη.

πιάνω

transitive verb (grasp, seize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason caught her by the wrist.
Ο Τζέισον την έπιασε από τον καρπό.

πιάνω

transitive verb (fishing, hunting)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We caught five salmon in the river.
Πιάσαμε πέντε σολομούς στο ποτάμι.

κολλάω

transitive verb (disease) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah catches a cold every winter.
Η Λία αρπάζει ένα κρυολόγημα κάθε χειμώνα.

πιάνω

transitive verb (discover unexpectedly) (στα πράσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police caught him in the act.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν.

πιάνομαι

intransitive verb (become entangled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As I was riding my bicycle, my shoelaces caught on the gears.
Ενώ έκανα ποδήλατο, πιάστηκαν τα κορδόνια μου στις ταχύτητες.

πιάσιμο

noun (action: grasping [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wendy's catch saved the vase from breaking on the floor.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πιάσιμο της μπάλας απ' τον τερματοφύλακα ήταν θεαματικό!

ψαριά

noun (fishing, hunting) (ψάρεμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Salmon is the catch of the day.

πρόβλημα

noun (informal (condition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's the catch?
Ποιο είναι το πρόβλημα;

κούμπωμα

noun (fastening)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The catch on the suitcase is stuck.
Το κούμπωμα αυτής της βαλίτσας έχει κολλήσει.

πιάσιμο

noun (sport: catching ball) (της μπάλας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The goalkeeper's catch saved the game for the home team.

κάτσια

noun (song)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eddie loves to sing songs and catches from the Victorian era.

κελεπούρι

noun (informal, figurative ([sb] worth marrying) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I hear her new man is quite a catch!

αρπάζω

intransitive verb (informal (begin to burn) (καθομ, μτφ: πιάνω φωτιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lou dropped a match and the gasoline caught.

παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτης

intransitive verb (US (sport: be catcher)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jennifer is catching in the softball game today.

βλέπω

transitive verb (informal, figurative (see)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you catch the news last night?

ακούω

transitive verb (informal, figurative (hear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I didn't catch what you said.
Δεν έπιασα τι είπες.

προλαβαίνω

transitive verb ([sb] departing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You might be able to catch him if you hurry.
Μπορεί να τον προλάβεις αν βιαστείς.

προλαβαίνω

transitive verb (informal, figurative (see, not miss) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's catch the art show at the museum before it closes.

πιάνω

transitive verb (usu passive (entangle) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fly was caught in the spider's web.
Η μύγα πιάστηκε στον ιστό της αράχνης.

αποτυπώνω, αναπαριστώ

transitive verb (figurative (gesture, likeness)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The artist caught her expression beautifully.

κρατάω

transitive verb (US, informal (take momentarily) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Would you just catch my coat for a second while I make a telephone call?
Μου κρατάς μια στιγμή το παλτό για να κάνω ένα τηλέφωνο;

πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ

transitive verb (discover unexpectedly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alice caught her boyfriend eating cookies in the middle of the night.

πιάνω

phrasal verb, transitive, inseparable (reach for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane caught at Pete's arm and pulled him back onto the sidewalk as a car zoomed past.

που τραβάει την προσοχή

adjective (attractive, grabbing the attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That shirt's a very eye-catching colour. His sports car is very eye-catching.

ψηφοθηρικός

adjective (informal, pejorative (gets votes) (αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του catching στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του catching

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.