Τι σημαίνει το ceiling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ceiling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ceiling στο Αγγλικά.

Η λέξη ceiling στο Αγγλικά σημαίνει ταβάνι, άνω όριο, ανώτατο όριο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, οροφή, ανεμιστήρας οροφής, λάμπα οροφής, γυάλινη οροφή, χτυπάω ταβάνι, είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού, ανώτατο όριο τιμών, οροφή από κασσίτερο, ανώτατος μισθός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ceiling

ταβάνι

noun (of room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ceiling in the bedroom was painted blue.
Το ταβάνι στο υπνοδωμάτιο βάφτηκε μπλε.

άνω όριο, ανώτατο όριο

noun (figurative (upper limit)

The debt ceiling is a big concern of the government these days.
Στις μέρες μας, το ανώτατο όριο χρέους είναι μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (distance to lowest clouds)

Visibility was 4 kilometres, with a ceiling of 500 metres.

οροφή

noun (aircraft: highest altitude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fighter plane was capable of reaching a ceiling of 40,000 feet.

ανεμιστήρας οροφής

noun (fan attached to ceiling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The ceiling fan whirred in the background as he wrote the letter.

λάμπα οροφής

noun (light fixture attached to a ceiling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γυάλινη οροφή

noun (figurative (limit on ability to raise in work hierarchy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Though we've come a long way, there's still a glass ceiling for women in many industries.

χτυπάω ταβάνι

verbal expression (figurative, informal (cost: be high) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pork futures went through the ceiling today at three dollars and forty-two cents per pound.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η τιμή του πετρελαίου χτύπησε ταβάνι, ξεπερνώντας τη χτεσινή κατά 10%.

είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού

verbal expression (figurative, informal (person: get angry) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I told my boss what had happened, he hit the roof.

ανώτατο όριο τιμών

noun (upper limit set on prices)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many economists think that establishing price ceilings interferes with free-market economics.

οροφή από κασσίτερο

noun (US (interior design feature)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανώτατος μισθός

noun (maximum possible pay)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ceiling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ceiling

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.