Τι σημαίνει το chasser στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chasser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chasser στο Γαλλικά.
Η λέξη chasser στο Γαλλικά σημαίνει πάω για κυνήγι, πάω για κυνήγι, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, πάω για κυνήγι, τρέπω σε φυγή, εκδιώκω, διώχνω, εξοβελίζω,πετώ έξω, διώχνω, τρέφομαι με κτ, εξορκίζω, ξορκίζω, στρατολογώ, απωθώ, εκδιώκω, τρομάζω, διώχνω, διώχνω, διώχνω, ξεφορτώνομαι, διώχνω, διώχνω, απομακρύνω, απομακρύνω, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, διασκορπίζω, διαλύω, διώχνω, απομακρύνω, διώχνω, απωθώ, διώχνω, χαιρετώ, γνέφω, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, διώχνω, απομακρύνω, διαλύω, φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαι, βγάζω για κυνήγι, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγώ λαθραία, κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία, κυνηγάω, βγάζω από το μυαλό, τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγή, στρατολογώ υποψηφίους, εκδιώκω κπ από κτ, κυνηγώ βατράχους, κυνηγώ βατράχια, κυνηγώ φώκιες, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγώ με κουνάβια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chasser
πάω για κυνήγιverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω για κυνήγιverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susan a toujours voulu chasser mais elle n'a jamais eu le temps avant cette année. Η Σούζαν πάντα ήθελε να ασχοληθεί με το κυνήγι αλλά δεν είχε ποτέ το χρόνο μέχρι φέτος. |
κυνηγάω, κυνηγώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John allait dans les montagnes chaque année pour chasser les ours. Ο Τζον πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά για να κυνηγήσει αρκούδες. |
κυνηγάω, κυνηγώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les loups chassent leur proie en meute. Οι λύκοι κυνηγάνε το θήραμά τους σε αγέλες. |
πάω για κυνήγι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je chasserais seulement si je mourrais de faim et n'avais rien à manger. |
τρέπω σε φυγή, εκδιώκωverbe transitif (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chasse ce chien avant qu'il ne mange ta viande. Πρέπει να τρέψεις σε φυγή τον σκύλο πριν να φάει το γεύμα σου. |
διώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξοβελίζω,πετώ έξωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'exorcisme est une cérémonie pour chasser les démons. Ο εξορκισμός είναι μια τελετή για να εξοβελίσει κανείς τους δαίμονες. |
διώχνωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a chassé son mari de la maison en le réprimandant. |
τρέφομαι με κτverbe transitif Les requins chassent les phoques. Οι καρχαρίες κυνηγούν φώκιες. |
εξορκίζω, ξορκίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son réconfort a finalement chassé mes craintes. |
στρατολογώverbe transitif (identifier un candidat) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απωθώ, εκδιώκωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a dû chasser les loups qui harcelaient nos moutons. Έπρεπε να απωθήσουμε τους λύκους που ακολουθούσαν τα πρόβατα. |
τρομάζωverbe transitif (κπ και τον κάνω να φύγει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tante Lydia nous a chassés de la cuisine pendant qu'elle préparait le dîner. |
διώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chien a chassé le chat qui mangeait ses croquettes. Ο σκύλος έδιωξε τη γάτα που έτρωγε το φαγητό του. |
διώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les autochtones ont été chassés de leurs villages par des envahisseurs étrangers. Οι ντόπιοι εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους από τους ξένους εισβολείς. |
ξεφορτώνομαι, διώχνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il s'agissait d'un porte-bonheur qui chassait les cauchemars. Το να ξεφορτωθείς τους εφιάλτες σου είναι γούρι. |
διώχνω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les rebelles avaient comme mission d'évincer le roi. Οι επαναστάτες έκαναν αγώνα για να διώξουν (or: απομακρύνουν) τον βασιλιά. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου
|
διασκορπίζω, διαλύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lumière du soleil dissipa (or: chassa) bientôt le brouillard dense. Το φως του ήλιου σύντομα διέλυσε την πυκνή ομίχλη. |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω, διώχνωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un coup de téléphone d'elle dissiperait toutes mes craintes. Ένα δικό της τηλεφώνημα θα απομάκρυνε όλους τους φόβους μου. |
απωθώ, διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son mauvais caractère l'a repoussé (or: fait partir). Τον έδιωξε με τη συνεχή γκρίνια της. |
χαιρετώ, γνέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις για να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια. |
διώχνω, απομακρύνω(un bruit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Λόρεν προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες από το μυαλό της. |
διαλύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un bain chaud et un massage vous aideront à chasser le stress. |
φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Éloigner le bétail de la barrière cassée a été difficile. Ήταν δύσκολο να απομακρύνω τα βοοειδή από τον χαλασμένο φράκτη. |
βγάζω για κυνήγι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le noble est sorti chasser avec ses chiens. |
κυνηγάω, κυνηγώ(σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les loups ont chassé dans leur territoire pendant des siècles. Οι λύκοι κυνηγούν στην περιοχή τους εδώ και αιώνες. |
κυνηγώ λαθραία
Les chasseurs ont braconné une espèce d'éléphants en danger. Οι λαθροκυνηγοί κυνηγούσαν ένα επαπειλούμενο είδος ελέφαντα. |
κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les hommes qui braconnaient avait assez d'argent pour corrompre le propriétaire. Οι άνδρες που κυνηγούσαν λαθραία είχαν αρκετά χρήματα να εξαγοράσουν τον ιδιοκτήτη της γης. |
κυνηγάω(Can) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il passa son enfance à trapper dans les forêts du nord. |
βγάζω από το μυαλόverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai rapidement chassé l'idée de mon esprit. Πολύ γρήγορα έβγαλα την ιδέα από το μυαλό μου. |
τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρατολογώ υποψηφίουςlocution verbale (chercher à recruter) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκδιώκω κπ από κτ(επίσημο) Les manifestants ont été chassés de la propriété par la police. Η αστυνομία απομάκρυνε τους διαδηλωτές από την ιδιοκτησία. |
κυνηγώ βατράχους, κυνηγώ βατράχιαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les garçons adoraient chasser la grenouille dans la crique. |
κυνηγώ φώκιεςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je crois qu'il est de nouveau autorisé de chasser le phoque au Canada. Νομίζω πως ξανάρχισαν να κυνηγάνε φώκιες στον Καναδά. |
κυνηγάω, κυνηγώlocution verbale (με πυροβόλο όπλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les hommes sont allés chasser au fusil en forêt bien que ce soit illégal. |
κυνηγώ με κουνάβιαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brian prit sa bêche et sortit chasser quelques lapins au furet. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chasser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του chasser
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.