Τι σημαίνει το chave στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chave στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chave στο πορτογαλικά.
Η λέξη chave στο πορτογαλικά σημαίνει κλειδί, κλειδί, κλειδί, κλειδί, κλειδί, κλειδί, μυστικό, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κλειδί περικοχλίου, στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας, διάγραμμα, άξονας, στοπ, αψιδόλιθος, κεντρικός λίθος, χαράσσω, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, αντικλείδι, κεντρικό κλειδί, διακόπτης, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα, κωδικός, είσοδος, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, με κλειδί, κατσαβίδι, κλειδί, καστάνια, κλειδί, σφυροκλείδωμα, κλειδί, γαλλικό κλειδί, διακόπτης λειτουργίας, κλειδί, πασπαρτού, γαλλικό κλειδί, γρύλος, μηχανικό κλειδί ακριβείας, χώρος παραλαβής αποσκευών, χρυσό εισιτήριο, κλειδί άλεν, εξαγωνικό κλειδί, κλειδί, καρύδωμα, κλειδί άλεν, κλειδί Allen, armlock, καίριος δείκτης απόδοσης, έτοιμος για χρήση, μίζα, διάνθιση, απόλυτος έλεγχος, μπρελόκ κλειδιών, αρχαίο κλειδί που χρησιμοποιούνταν ως δαχτυλίδι, κλείδωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chave
κλειδίsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Não acho a chave para destrancar a porta. Δεν μπορώ να βρω το κλειδί για να ξεκλειδώσω την πόρτα. |
κλειδί(solução) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A chave para resolver o quebra-cabeça é eliminar as respostas incorretas. Το κλειδί για τη λύση του κουίζ είναι να αποκλείσεις τις λανθασμένες απαντήσεις. |
κλειδί(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O ingrediente chave é o alho. // Esses são os números chave do projeto. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το συστατικό-κλειδί είναι το σκόρδο. |
κλειδίsubstantivo feminino (para dar corda) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Eu perdi a chave para o relógio de pêndulo. Έχασα το κλειδί για το ρολόι του παππού. |
κλειδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Para ser usado, o programa tem um código que é preciso digitar. Το λογισμικό έχει ένα κλειδί που πρέπει να πληκτρολογήσεις για να μπορέσεις να το χρησιμοποιήσεις. |
κλειδί, μυστικό(artimanha, meio de acesso) (μτφ: το σημαντικότερο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O segredo para entrar nesta faculdade é se sair bem na entrevista. Το κλειδί (or: μυστικό) για να γίνει κάποιος δεκτός σε αυτό το πανεπιστήμιο είναι να τα πάει καλά στη συνέντευξη. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>substantivo feminino (arte marcial) |
κλειδί περικοχλίου(ferramenta) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέταςsubstantivo feminino (figurado, solução para esclarecer algo) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διάγραμμαsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O time venceu o jogo, por isso vamos seguir para a próxima chave. Το διάγραμμα αγώνων δείχνει ποια ομάδα θα παίξει με ποια. |
άξονας(ponto central) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στοπ(instrumento musical) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Um dos registros do órgão está solto. |
αψιδόλιθος(pedra central do arco) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κεντρικός λίθος(pedra angular) (αρχιτεκτονική) Olhe a chave da abóbada. Κοίτα τον κεντρικό λίθο της αψίδας. |
χαράσσωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Irritada ao ver um carro estacionado em cima da calçada, Audrey o arranhou com chave. |
λέξη κλειδί, λέξη-κλειδίsubstantivo feminino (termo de procura) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αντικλείδι, κεντρικό κλειδίsubstantivo feminino (chave-mestra ou multifuncional) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διακόπτης(pequena alavanca para ligar e desligar) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικόsubstantivo masculino |
σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα
|
κωδικόςsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
είσοδος(meios de acesso) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λέξη κλειδί, λέξη-κλειδίsubstantivo feminino (termo importante) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
με κλειδίlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατσαβίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Você tem uma chave de fenda? Preciso de uma para montar esta estante. Έχεις ένα κατσαβίδι; Το χρειάζομαι για να τοποθετήσω αυτό το ράφι. |
κλειδί(εργαλείο: π.χ. γαλλικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O mecânico usou uma chave inglesa para soltar a porca. Ο μηχανικός χρησιμοποίησε ένα κλειδί για να χαλαρώσει το παξιμάδι. |
καστάνια(ferramenta) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esses parafusos vão precisar de uma chave de catraca para serem apertados. Θα χρειαστούμε μια καστάνια για να σφίξουμε αυτές τις βίδες. |
κλειδίsubstantivo feminino (μεταφορικά: εργαλείο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σφυροκλείδωμα(luta) (πάλη: είδος λαβής) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κλειδί(εξώπορτας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαλλικό κλειδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο υδραυλικός έλυσε τον σωλήνα με ένα γαλλικό κλειδί. |
διακόπτης λειτουργίας(informática) (Η/Υ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλειδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nos hotéis modernos, a chave da porta é um cartão de plástico. Στα σύγχρονα ξενοδοχεία, τα κλειδιά των δωματίων είναι πλαστικές κάρτες. |
πασπαρτού(que abre todos os cadeados) (κλειδί) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
γαλλικό κλειδί(εργαλείο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γρύλος(ferramenta para remover pneu) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μηχανικό κλειδί ακριβείας(ferramenta de precisão) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χώρος παραλαβής αποσκευών(música: botão/chave girada para afinar uma corda) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρυσό εισιτήριο(chave para uma grande oportunidade) (μεταφορικά) |
κλειδί άλεν(ferramenta com ponta hexagonal) (εμπορικό σήμα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξαγωνικό κλειδί(chave inglesa com ponta hexagonal) |
κλειδί(música: botão/chave girada para afinar uma corda) (ρύθμιση χορδής) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καρύδωμαsubstantivo feminino (golpe) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κλειδί άλεν, κλειδί Allensubstantivo feminino (ferramenta mecânica) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
armlock(artes marciais: golpe) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
καίριος δείκτης απόδοσης
|
έτοιμος για χρήσηexpressão (pronta para funcionar) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μίζα(máquina) (αυτοκινήτου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O mecânico disse para Jim que ele precisava de um novo motor de arranque para sua máquina. Ο μηχανικός είπε στον Τζιμ πως χρειαζόταν νέα μίζα για τη μηχανή του. |
διάνθιση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόλυτος έλεγχοςsubstantivo feminino |
μπρελόκ κλειδιών(πληροφορική, κρυπτογράφηση δεδομένων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αρχαίο κλειδί που χρησιμοποιούνταν ως δαχτυλίδι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κλείδωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ele prendeu o outro cara numa chave de braço. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με ένα κλείδωμα ακινητοποίησε τον αντίπαλό του. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chave στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του chave
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.