Τι σημαίνει το chefe στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chefe στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chefe στο πορτογαλικά.

Η λέξη chefe στο πορτογαλικά σημαίνει αφεντικό, αρχηγός, επικεφαλής, επί κεφαλής, αρχηγός, αρχηγέ, αρχηγός, αρχηγός, αρχηγός ομάδας προσκόπων, αφεντικό, επικεφαλής επιχείρησης, διευθυντής επιχείρησης, ανώτατο στέλεχος επιχείρησης, αφεντικό, σεφ, αφεντικό, εργοδηγός, αφεντικίνα, κύρης, υπεύθυνος, υπεύθυνη, κεντρικός άξονας, ηγετική φιγούρα, προϊσταμένη νοσοκομείου, αφεντικό, αρχιβιβλιοθηκάριος, μοίραρχος, αρχιμάγειρας, αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια, ανώτερος αστυνομικός ερευνητής, κύριος ερευνητής, κύρια ερευνήτρια, υπεύθυνος σύνταξης, υπεύθυνη σύνταξης, προϊσταμένη, κερασμένος από τον σεφ, μαζορέτα, πολέμαρχος, προϊστάμενος ηλεκτρολόγος, αρχηγός ομάδας προσκόπων, λιμενάρχης, αρχικατάσκοπος, σταθμάρχης, υπεύθυνη καταμερισμού εργασιών, αφεντικό της οικογένειας, αρχηγός κράτους, υπεύθυνος μεταφορών, υπεύθυνη μεταφορών, αστυνομικός διευθυντής, Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου, αρχιπροσκοπίνα, αρχηγός αστυνομικού τμήματος, αρχηγός αστυνομίας, αρχηγός αστυνομίας, αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι, έμπορος ναρκωτικών, διοικητής αεράμυνας, υπεύθυνος λογιστικού ελέγχου, υπεύθυνη λογιστικού ελέγχου, διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής, επικεφαλής έργου, υπεύθυνος διαχείρισης έργων, υπεύθυνη διαχείρισης έργων, μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότρια, αρχηγός ομάδας, διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας, Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, μετρ, αρχηγός φυλής, αστυνόμος, αστυνομικός, νομάρχης, υπεύθυνος πολιτικού γραφείου, Αρχηγός Γενικού Επιτελείου, αφεντικό, προσωπάρχης, έχω τα πάντα υπό έλεγχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chefe

αφεντικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se você quiser fazer um intervalo, peça ao chefe.
Αν θέλεις να κάνεις διάλειμμα, ρώτα το αφεντικό.

αρχηγός

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
A chefe do nosso departamento está numa reunião agora.
Ο προϊστάμενος του τμήματός μας είναι σε μια συνάντηση τώρα.

επικεφαλής, επί κεφαλής

(με γενική)

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)
Ele é o chefe da associação da biblioteca.
Είναι η κεφαλή του Συνδέσμου Βιβλιοθηκών.

αρχηγός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Os exploradores se encontraram com um chefe local para aprender mais sobre a área.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αρχηγός της φυλής αυτής ήταν μία νέα γυναίκα με επιβλητική παρουσία.

αρχηγέ

interjeição (vocativo para superiores) (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Farei isso imediatamente, chefe.

αρχηγός

(cabeça de tribo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός

substantivo masculino (líder tribal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός ομάδας προσκόπων

substantivo masculino e feminino (Líder: grupo seis)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A Joana era chefe de um grupo de seis Escoteiras.

αφεντικό

interjeição

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επικεφαλής επιχείρησης, διευθυντής επιχείρησης, ανώτατο στέλεχος επιχείρησης

substantivo masculino (negócios) (Κίνα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφεντικό

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σεφ

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ο Μπραντ είναι σεφ σε ένα ακριβό ιταλικό εστιατόριο.

αφεντικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εργοδηγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αφεντικίνα

substantivo feminino (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κύρης

substantivo masculino (informal: marido) (παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Για να δω τι λέει ο κύρης μου.

υπεύθυνος, υπεύθυνη

Για να αποκτήσεις πρόσβαση θα πρέπει να μιλήσεις με τον υπεύθυνο ασφαλείας.

κεντρικός άξονας

substantivo masculino (elemento central) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηγετική φιγούρα

(figurativo, líder) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προϊσταμένη νοσοκομείου

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφεντικό

(supervisor, gerente) (κυριολεκτικά, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρχιβιβλιοθηκάριος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μοίραρχος

(oficial das forças aéreas) (αεροπορία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχιμάγειρας

(profissional responsável pela cozinha)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ανώτερος αστυνομικός ερευνητής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κύριος ερευνητής, κύρια ερευνήτρια

substantivo masculino, substantivo feminino (επιστημονικής μελέτης)

υπεύθυνος σύνταξης, υπεύθυνη σύνταξης

substantivo masculino

προϊσταμένη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κερασμένος από τον σεφ

expressão (comida oferecida gratuitamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζορέτα

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολέμαρχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προϊστάμενος ηλεκτρολόγος

substantivo masculino (σε τηλεοπτικό πλατό)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αρχηγός ομάδας προσκόπων

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λιμενάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αρχικατάσκοπος

substantivo masculino e feminino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σταθμάρχης

(σταθμός τραίνου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπεύθυνη καταμερισμού εργασιών

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφεντικό της οικογένειας

substantivo masculino e feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ξέχνα τον μπαμπά, η μαμά μου είναι αναμφισβήτητα το αφεντικό!

αρχηγός κράτους

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπεύθυνος μεταφορών, υπεύθυνη μεταφορών

substantivo masculino

αστυνομικός διευθυντής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Os repórteres pediram à chefe de polícia seus comentários sobre o caso.

Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου

(oficial militar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχιπροσκοπίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Τα περισσότερα από τα πράγματα που έμαθαν οι νεαρές προσκοπίνες, τους τα δίδαξε η αρχιπροσκοπίνα τους.

αρχηγός αστυνομικού τμήματος

(chefe de distrito policial nos EUA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός αστυνομίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός αστυνομίας

(chefe de polícia do Reino Unido)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι

(alguém que trabalha para o sustento da família) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έμπορος ναρκωτικών

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διοικητής αεράμυνας

(ένοπλες δυνάμεις)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπεύθυνος λογιστικού ελέγχου, υπεύθυνη λογιστικού ελέγχου

διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής

(alguém que supervisiona a fabricação de algo)

επικεφαλής έργου

(chefe de uma tarefa ou programa)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπεύθυνος διαχείρισης έργων, υπεύθυνη διαχείρισης έργων

(coordenador de tarefa ou programa)

μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότρια

substantivo masculino (único chefe de uma empresa) (εταιρεία)

αρχηγός ομάδας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας

(alguém que lidera um grupo)

Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

(sigla: diretor financeiro)

μετρ

substantivo masculino e feminino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αρχηγός φυλής

(antropologia)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αστυνόμος, αστυνομικός

(oficial americano da lei)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
O delegado o algemou antes de levá-lo para fora do prédio.
Οι αστυνόμοι του πέρασαν χειροπέδες πριν να τον οδηγήσουν έξω από το κτίριο.

νομάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

υπεύθυνος πολιτικού γραφείου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

Αρχηγός Γενικού Επιτελείου

substantivo masculino, substantivo feminino (militar)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αφεντικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσωπάρχης

expressão

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

έχω τα πάντα υπό έλεγχο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chefe στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του chefe

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.