Τι σημαίνει το clash στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης clash στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του clash στο Αγγλικά.

Η λέξη clash στο Αγγλικά σημαίνει σύγκρουση, μάχη, τσακωμός, καβγάς, καυγάς, συγκρούομαι, συγκρούομαι με κπ/κτ, διαφωνώ, διαφωνώ με κπ, δεν ταιριάζω, δεν ταιριάζω με κτ, συγκρούομαι, είμαι αντίθετος, είμαι αντίθετος με κτ, συμπίπτω, συμπίπτω με κτ, κλαγγή, αναμέτρηση, ηχώ, διαφωνώ με κτ, πολιτισμική ετερότητα, πολιτισμική διαφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης clash

σύγκρουση, μάχη

noun (military: fight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Another clash was reported in the Middle East.
Ακόμη μια σύρραξη αναφέρθηκε στη Μέση Ανατολή.

τσακωμός, καβγάς, καυγάς

noun (disagreement)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Parents and kids sometimes have clashes about curfew.
Μερικές φορές προκύπτουν τσακωμοί ανάμεσα σε γονείς και παιδιά για την ώρα που πρέπει να γυρίσουν σπίτι.

συγκρούομαι

intransitive verb (military: fight)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Russian and German armies clashed at the Battle of Tannenberg.
Τα ρωσικά και γερμανικά στρατεύματα συγκρούστηκαν στη μάχη του Τάνενμπεργκ.

συγκρούομαι με κπ/κτ

(fight)

Three soldiers were killed on Tuesday when security forces clashed with separatists.
Τρεις στρατιώτες σκοτώθηκαν την Τρίτη όταν οι δυνάμεις ασφαλείας συγκρούστηκαν με τους αποσχιστές.

διαφωνώ

intransitive verb (people: disagree)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two were great friends, but clashed on music preferences.
Οι δυο τους ήταν καλοί φίλοι, αλλά διαφωνούσαν στις μουσικές τους προτιμήσεις.

διαφωνώ με κπ

(disagree with)

No matter how hard I try, I always seem to clash with my boss.
Όσο σκληρά και αν προσπαθώ, από ό,τι φαίνεται πάντα διαφωνώ με τον προϊστάμενό μου.

δεν ταιριάζω

intransitive verb (colors: be incompatible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jean's clothes are expensive but they clash.
Τα ρούχα της Τζιν είναι ακριβά αλλά δεν ταιριάζουν μεταξύ τους.

δεν ταιριάζω με κτ

(color: contrast with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sweater and skirt are beautiful, but I think the pink clashes with the orange.
Η μπλούζα και η φούστα είναι όμορφες, αλλά νομίζω πως το ροζ δεν ταιριάζει με το πορτοκαλί.

συγκρούομαι

intransitive verb (figurative (cultures: differ) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cultures often clash on matters of business etiquette.

είμαι αντίθετος

intransitive verb (figurative (ideas, aims: conflict)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Anne and Pavel are good friends, even though their political views often clash.

είμαι αντίθετος με κτ

(ideas, aims: conflict)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I cannot support this cause; it clashes with my religious beliefs.

συμπίπτω

intransitive verb (dates: coincide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συμπίπτω με κτ

(figurative (dates: coincide)

I can't come to your party as the date clashes with my piano exam.

κλαγγή

noun (crash: noise from hit) (κατά λέξη: μεταλλικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a loud clash as the metal tray landed on the floor.

αναμέτρηση

noun (sport: match)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rugby fans are looking forward to Saturday's clash between France and England.

ηχώ

intransitive verb (make crashing noise) (γενικά: ακούγομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The warrior's sword clashed against his enemy's shield.

διαφωνώ με κτ

(figurative (conflict with [sth])

πολιτισμική ετερότητα, πολιτισμική διαφορά

noun (cultural difference)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του clash στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.